ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Κείμενα

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα,
Θεόκλητου Φαρμακίδη

Η ελληνικότητα της αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης,
Μεθοδίου Γ. Φούγια

Ο Ελληνισμός στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου,
Ι. Ζηζιούλα

Η μυστική θεολογία,
Δεληκωστόπουλου

Οι «ιστορικές περιπέτειες» των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας,
Επισκόπου Φ. Αγαθαγγέλου

Η προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό.
I. Χατζηφώτη

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδια- θηκική περίοδος και προπαρασκευή,
Γ. Πατρώνου

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τους αγώνας του Έθνους
Αθ. Ε. Καραθανάση

Ο 'Αγιος Κοσμάς και το Εικοσιένα
Κ. Σ. Κώνστα

Η Ευχαριστιακή λειτουργία - Αρχές και ιστορική εξέλιξη
Π. Ευδοκίμωφ

Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο
Αστέριου Αργυρίου

Η Πέτρα του Αποστόλου Πέτρου
Παν. Μπούμη

Τα όρια της Δυτικής Ευρώπης
Μ. Μπέγζου

Πολιορκία και 'Αλωση της Κωνσταντινου- πόλεως
Γουσταύου Σλουμβερζέ

Θρήνος Δούκα για την άλωση της Κωνσταντινου- πόλεως
Δούκας

Απόπειραι των Δυτικών προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων από της τουρκικής δουλείας (1453- 1463)
Κωνσταντίνου Σάθα

Το ζήτημα της σχέσεως του Ευγενίου Βουλγάρεως προς το Διαφωτισμό και τις αρχές του
Αθανασίου Γ. Κάρμη

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα
Ιωάννου Ν. Καρμίρη

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον
Eduard Spranger

Τα Πρεσβεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα Ανατολικά Πατριαρχεία
Βασιλείου Σταυρίδου

Ο παπισμός στη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα
Ζαχαρόπουλου Νίκου

Κολλυβάδες- Αντικολλυβάδες
Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλο

Η φιλοσοφία από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια
Ηλία Τεμπέλη

Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών
Παναγιώτη Χρήστου

Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών
Αγουρίδη Σάββα

Eastern Orthodoxy and Islam: An Historical Overview
Robert M. Haddad

Η «Πολιτεία του Θεού»
Αντωνίου Κ. Παπαντωνίου

Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ
Γεωργίου Θ. Ζώρα

Κριτόβουλος, Ξυγγραφής Ιστοριών Α΄
Δήμητρας Ι. Μόνιου

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία
Νίκου Οικονομίδη

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία
John Meyendorff

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους
Steven Runciman

 

 

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία

Νίκου Οικονομίδη, Ο Μοναχισμός στην Πελοπόννησο 4ος -15ος αι.,
εκδ. Ινστιτούτου Βυζαντινών σπουδών,
Αθήνα 2004, σελ. 29-35

 

Ο Α. Βοn στο βιβλίο του για τη βυζαντινή Πελοπόννησο τονίζει (1) τον σημαντικό ιεραποστολικό ρόλο που έπαιξε ο Νίκων ο Μετανοείτε κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Είναι αλήθεια πως ο ιδιότυπος αυτός άγιος, που άφησε τον Πόντο για να περιπλανηθεί σε νοτιότερα κλίματα, χαρακτηρίζεται από το κήρυγμα της μετανοίας, από το οποίο προέρχεται και το παρωνύμιο του, και από το κήρυγμα του σε χώρες όπου η χριστιανική πίστη φαίνεται πως ήταν κλονισμένη και χρειαζόταν ενίσχυση.

Τα της ζωής του και του έργου του γνωρίζουμε από τον Βίο του (που σώζεται σε δύο παραλλαγές) και από τη Διαθήκη του που σώζεται σε δημοτική μετάφραση (2). Σύμφωνα με τον βιογράφο του, που έγραφε στα μέσα του 11ου αιώνα, είχε αρχίσει να κηρύσσει το «μετανοείτε» από τον καιρό που ζούσε στη μονή της Χρυσής Πέτρας, κοντά στην Αμάσεια (3). Από την ανάγνωση του Βίου, όμως, προκύπτει καθαρά ότι οι περιοχές στις οποίες ο άγιος επέμεινε για να διαδώσει το μήνυμά του, και στις οποίες παρέμεινε επί μακρόν, ήταν η Κρήτη και η Πελοπόννησος.

Σύμφωνα με τον βιογράφο, οι Κρητικοί είχαν ανάγκη μετανοίας γιατί η πίστη τους είχε επηρεασθεί από το Ισλάμ κατά τη διάρκεια του ενός και μισού αιώνα της αραβικής κατοχής στο νησί. Στην Κρήτη ο άγιος έμεινε επτά χρόνια, ίδρυσε πολλές εκκλησίες, και για να αντιμετωπίσει τις βίαιες αντιδράσεις που προκαλούσε το δημόσιο κήρυγμα του, πλησίασε τους Κρητικούς σε μικρές ομάδες, ιδιωτικά, κι έτσι τους επανέφερε στην ορθή πίστη. Βέβαια, ορισμένοι ιστορικοί αμφισβητούν σήμερα την απώλεια της ορθής πίστης τότε από τους Κρήτες (4), αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικής προτίμησης και πάντως βρίσκεται

σε πλήρη αντίθεση με τη σαφή μαρτυρία του Βίου, ο οποίος άλλωστε πουθενά δεν γράφει ότι οι Κρήτες είχαν αλλαξοπιστήσει κι ακόμη λιγότερο ότι είχαν όλοι αλλαξοπιστήσει.

Στη συνέχεια, ο Νίκων περιόδευσε στην Επίδαυρο και τον Δαμαλά, κατόπιν στην Αθήνα, στην Εύβοια, στη Θήβα, στην Κόρινθο, στο Άργος και στο Ναύπλιο, όπου το κήρυγμα της μετανοίας έγινε εύκολα δεκτό και δεν κράτησε πολύ, διότι οι πληθυσμοί ήταν ήδη καλοί χριστιανοί. Όταν όμως έφθασε στη χώρα των «Δωριέων», στην Τσακωνιά κατά μερικούς, στη Λακωνία κατ' άλλους, τα πράγματα άλλαξαν. Άρχισε και πάλι να κηρύττει με επιμονή και να ιδρύει καινούργιες εκκλησίες. Και ακολούθησε μια μακρά περιοδεία στη νότια και δυτική Πελοπόννησο (Μάνη, Καλαμάτα, Κορώνη, Μεθώνη, Μεσσήνη, Κυπαρισσία). Σε αυτή την περιοδεία ασχολήθηκε έντονα με την παραδοσιακή του δραστηριότητα: πλήθη ἄπειρα πρός μετάνοιαν ὁδηγήσας καί πρός τήν ἀμείνω ζωήν χειραγωγήσας (5) , γράφει ο Βίος. Κατέληξε στον Μώρο (στην Ηλεία ή στην Αχαΐα) όπου και εκάρη μεγαλόσχημος. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Νίκλι, τη σημερινή Τεγέα. Ήταν δύο χρόνια από τότε που είχε φθάσει στην Πελοπόννησο και είχε αρχίσει το κήρυγμα και τις περιοδείες του (6). Κατόπιν πήγε στη Σπάρτη, όπου δέχθηκε να εγκατασταθεί οριστικά, αφού επέβαλε στους κατοίκους, όχι χωρίς δυσκολίες, να εκδιώξουν τους Εβραίους από την πόλη (7).

Στη Σπάρτη, ο Νίκων ίδρυσε το μοναστήρι του Σωτήρος και είχε σχέσεις με την υψηλή κοινωνία της Πελοποννήσου. Ο Βίος του και κυρίως η αφήγηση των θαυμάτων του, πριν και μετά θάνατον, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική και ενδιαφέρουσα πηγή για την ιστορία της ζωής στην Πελοπόννησο στα τέλη του 10ου και στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα, κυρίως για τη ζωή των χριστιανών κατοίκων της Σπάρτης, στους οποίους αναφέρεται ιδιαιτέρως ο βιογράφος.

Ο Νίκων εξασφάλισε οικονομικά το καθίδρυμά του με τρία τουλάχιστον μετόχια, στο Σθλαβοχώρι (τις σημερινές Αμυκλές), στο Παρώρι και στον Περισσό. Το πρώτο από τα κτήματα αυτά γειτόνευε, όπως δείχνει και το όνομα του, με οικισμό Σλάβων, Μηλιγγών όπως θα δούμε παρακάτω.

Νομίζω πως η παρουσία των Σλάβων αυτών στη Λακωνία και η προσπάθεια εμπέδωσης της ορθής πίστης, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο ο κήρυκας της μετανοίας Νίκων εγκαταστάθηκε και έδρασε εκεί για παραπάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Στα θαύματα του αναφέρονται κυρίως εκπρόσωποι της αριστοκρατίας αλλά και χριστιανοί της περιοχής, που επωφελούνταν από τα θαύματα του. Οι Σλάβοι εμφανίζονται μόνο μερικές φορές και μάλιστα σε παραγράφους που δείχνουν τις σχέσεις τους με τη μονή, για τα κτήματα της οποίας αποτελούσαν απειλή.

Είναι γνωστό πως δύο μεγάλα σλαβικά φύλα βρίσκονταν τον 10ο αιώνα εγκατεστημένα στη Λακωνία, οι Μηλιγγοί (στη δυτική πλαγιά του Ταϋγέτου) και οι Εζερίτες (στο Έλος, στις εκβολές του Ευρώτα). Οι φυλές αυτές είχαν επαναστατήσει για τελευταία φορά στο πρώτο τέταρτο του 10ου αιώνα, και είχαν τελικά υποταγεί μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (8).

Την εποχή των μεταθανάτιων θαυμάτων του αγίου, δηλαδή στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα, οι Εζερίτες φαίνεται πως κατοικούσαν πια ανακατεμένοι με Ρωμαίους στην ίδια πάντοτε περιοχή. Όπως έχει παρατηρηθεί, σε δύο περιπτώσεις ο βιογράφος περιγράφει θαύματα που αφορούσαν κατοίκους του Έλους (9), που ζούσαν σύμφωνα με τον δημοτικό μεταφραστή σιμά εἰς τό χεῖλος τοῦ ποταμοῦ (του Ευρώτα, στις εκβολές), τους οποίους σπεύδει να χαρακτηρίσει ως ημεδαπούς, δηλαδή «δικούς μας», όχι «αλλοδαπούς». Η επεξήγηση αυτή γίνεται μόνο στα χωρία αυτά και σε κανένα άλλο από τα θαύματα που αφορούσαν κατοίκους της υπόλοιπης Πελοποννήσου ή και της Στερεάς Ελλάδας. Υπήρχε συνεπώς στα μάτια του βιογράφου μια σαφής ιδιαιτερότητα στο Έλος, όπου κοντά στους ελληνόφωνους χριστιανούς ζούσαν και «ξένοι», προφανώς Σλάβοι, που θα μπορεί να ήταν ακόμη ειδωλολάτρες ή και ανεπαρκώς εκχριστιανισμένοι. Για τους χριστιανούς που επωφελήθηκαν από τα θαύματα, ο βιογράφος προσθέτει ότι ο ένας ήταν και τρόφιμος, δηλαδή άνθρωπος του μοναστηριού, ψυχοπαίδι του, ενώ για τον άλλο τονίζεται πως ήταν εγχώριος, δηλαδή γέννημα θρέμα της περιοχής.

Υπάρχουν όμως και οι Μηλιγγοί (11), για τους οποίους νομίζω πως μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι διατηρούσαν ακόμη την ειδωλολατρική θρησκεία τους ή τουλάχιστον μερικά έθιμα δεμένα με αυτήν και τελείως άσχετα προς τον χριστιανισμό. Δύο θαύματα σχετίζονται με αυτούς.

Το πρώτο (12) αναφέρεται σε κάποιον αλαζόνα Αντίοχο, ὅ ς τήν δουκικήν μέν ἀρχήν διεῖπε τῆς τῶν ἐθνικῶν χώρας, και ο οποίος μια μέρα πήγε στο μετόχι της μονής που βρισκόταν κοντά σε ένα χωριό των «εθνικών» (προφανώς στο μετόχι του Σθλαβοχωρίου) και απαίτησε να καταλύσει εκεί. Οι μοναχοί προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, επικαλούμενοι τη διαθήκη του Νίκωνα, που απαγόρευε κάτι τέτοιο, εκείνος όμως εγκατέστησε τη σκηνή του στο έδαφος του μετοχίου, την περιέβαλε με έναν φράχτη και ήθελε να μετατρέψει το μέρος σε τόπον ... βέβηλον, αυτός που ήταν τῷ ὄντι βέβηλος. Τη νύχτα όμως εμφανίσθηκε στον ύπνο του ο όσιος Νίκων και τον χτύπησε στο πλευρό με το ραβδί του. Τον έπιασε δυνατός πόνος, ταράχθηκε και ξεκίνησε να πάει στη Σπάρτη, αλλά στο δρόμο πέθανε. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στη Σπάρτη και την επόμενη νύχτα φωτιά έπεσε, δεν ξέρουμε από που, και κατέκαυσε το νεκροκρέβατό του μαζί με το σώμα του (πῦρ οὐκ οἶδ ' ὅθεν κατασκήψαν τῇ σορῷ κατέφλεξε ταύτην ἅμα τῷ σκήνει τοῦ ἀθλίου) (13) .

Ο δουξ ήταν στρατιωτικός αρχηγός επικεφαλής εθνικών μειονοτήτων, υφιστάμενος του στρατηγού του θέματος (14). Πρόκειται δηλαδή για τον άρχοντα των Μηλιγγών, ο οποίος απαίτησε από το μετόχι να του παραχωρήσει χώρο για να εγκατασταθεί με τους ανθρώπους του, όντας περαστικός από κει: η επιβάρυνση αυτή είναι γνωστή τον μεσαίωνα και αποκαλούνταν ἄ πληκτον (15) . Για να αποφύγουν την ενοχλητική αυτή υποχρέωση, οι μοναχοί, που δεν είχαν προφανώς πετύχει επίσημη απαλλαγή (ἐξκουσία), ανέφεραν ότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν από τη διαθήκη του ιδρυτού τους, επιχείρημα που δεν είχε καμιά νομική αξία και που φυσικά δεν έγινε σεβαστό: ο Αντίοχος εγκαταστάθηκε στο έδαφος του μετοχίου με τη σκηνή του, σε χώρο που περιέφραξε για να διαχωρίσει τους ανθρώπους του από τους μοναχούς. Τη νύχτα όμως είδε το όνειρο και είχε συμπτώματα που μοιάζουν με καρδιακό επεισόδιο (πόνο στο στήθος) και που τον ανάγκασαν να αναζητήσει περιποίηση γιατρού στη Σπάρτη αλλά πέθανε στον δρόμο.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η κατακλείδα της αφήγησης. Ο νεκρός μεταφέρθηκε στη Σπάρτη και «φωτιά έπεσε και έκαψε το σκήνωμα του», φωτιά που δεν ξέρουμε από που ήρθε, λέει ο βιογράφος του αγίου. Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι οι Σλάβοι κατ' έθιμο έκαιγαν τους νεκρούς τους και κατόπιν τοποθετούσαν την τέφρα τους σε χειροποίητα αγγεία που έθαβαν. Τέτοιες ταφές βρέθηκαν σε πολλά μέρη και στην Ολυμπία (16). Νομίζω, λοιπόν, ότι ακόμη τον 11ο αιώνα οι Μηλιγγοί του Ταϋγέτου, απομονωμένοι επί αιώνες από τον κύριο σλαβικό κορμό και τις εξελίξεις του, διατηρούσαν, ίσως σαν αρχαϊκό επιβίωμα, το έθιμο της καύσης των νεκρών, έθιμο που προφανώς δεν ήταν τρέχον, αφού ήταν άγνωστο στους χριστιανούς, και που ερμηνεύθηκε από τους μοναχούς σαν θεϊκή τιμωρία του θανόντος.

Ας σημειωθεί πως οι Μηλιγγοί αναφέρονται στο κείμενο ως «εθνικοί», που σημαίνει για τους Βυζαντινούς πρώτα απ' όλα «ειδωλολάτρες». Οι νεότεροι μελετητές του Βίου μεταφράζουν ως ethnicorum, ethnics (17), προφανώς μη γνωρίζοντας αν πρόκειται πράγματι, την εποχή αυτή, για ειδωλολάτρες ή αν ο όρος δηλώνει απλώς τον ξένο, τον αλλοεθνή. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, νομίζω πως ο όρος τον 11ο αιώνα δηλώνει και τα δύο. Στον Βίο του Νίκωνα χρησιμοποιείται δύο φορές, και τις δύο για τους Μηλιγγούς.

Από την άλλη πλευρά παρατηρούμε πως ο Αντίοχος έφερε όνομα βυζαντινό, όχι όμως χριστιανικό. Ο ίδιος και οι δικοί του διατηρούσαν την ειδωλολατρική τους θρησκεία κι αυτό δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τις βυζαντινές αρχές, που τους δέχονταν (και τους επέλεγαν, μάλιστα) ως μέλη της διοίκησης (οι άρχοντες των Μηλιγγών και των Εζεριτών διορίζονταν από τον στρατηγό του θέματος) (18). Και ο Αντίοχος, περνώντας μέσα στις βυζαντινές επαρχίες φερόταν όπως οιοσδήποτε βυζαντινός βαθμοφόρος, εκμεταλλευόμενος τα δικαιώματα που το κράτος παρείχε σε ανθρώπους της τάξης του και της θέσης του στη διοίκηση. Δεν είχε κανένα λόγο να δείξει ιδιαίτερο σεβασμό προς τους μοναχούς, όπως δεν έδειχναν, όταν επρόκειτο για οικονομικά, ούτε και οι χριστιανοί συνάδελφοι του. Αν κοιτάξει κανείς τα μολυβδόβουλλα, που είναι και η κύρια πηγή πληροφοριών που έχουμε για τους σλάβους άρχοντες, διαπιστώνει πως υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που οι άρχοντες αυτοί θα μπορούσαν να διατηρούσαν την ειδωλολατρική τους θρησκεία, ακόμη κι όταν βρίσκονταν στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας: από τους γνωστούς άρχοντες Ελλάδος του 7ου και 8ου αιώνα, ο Δαργασκάβος ήταν πιθανώς ειδωλολάτρης, ενώ ο Πέτρος ύπατος προφανώς ήταν χριστιανός, αφού μάλιστα είχε πάρει και τον τιμητικό τίτλο του υπάτου από τον αυτοκράτορα (19).

Ο Αντίοχος ήταν λοιπόν ένας εκβυζαντινισμένος ειδωλολάτρης κρατικός υπάλληλος τον 11ο αιώνα.

Η άλλη αφήγηση (20) αναφέρεται σε μερικούς Μηλιγγούς ληστές που οπλισμένοι ήλθαν μια μέρα και άρπαξαν τα ζώα του ίδιου μετοχίου. Και σ' αυτών τον ύπνο όμως εμφανίσθηκε ο άγιος με δύο μεγάλα σκυλιά και, αφού πρώτα τους ξυλοκόπησε, αμόλησε και τα σκυλιά εναντίον τους κι όταν ξύπνησαν είχαν πρησμένα μάτια και σπασμένα σαγόνια, και είχαν μελανιές και μώλωπες και πληγές και δαγκωνιές και πονούσαν πολύ. Τόσο που έστειλαν τους συγγενείς τους στο μοναστήρι για να παρακαλέσουν τον όσιο και να υποσχεθούν την άμεση επιστροφή των κλεμμένων. Και πράγματι λίγο αφού τα επέστρεψαν, η υγεία τους αποκαταστάθηκε.

Εδώ τα πράγματα φαίνονται πιο απλά: η κλοπή των ζώων ακολουθήθηκε από παρέμβαση των αρχών, στις οποίες το μοναστήρι θα κατήγγειλε την κλοπή. Η παρέμβαση αυτή παρασιωπάται στην αφήγηση. Οι πληγές και οι μώλωπες μπορεί ευκολότατα να ήσαν οι συνέπειες των ανακριτικών μεθόδων ή και της άσκησης «πειθούς» εκ μέρους των αρχών - παλιές αστυνομικές μέθοδοι δοκιμασμένες που επέζησαν με μικρές διαφορές ως την εποχή μας. Για να σωθούν οι ληστές αναγκάσθηκαν να στείλουν τους συγγενείς τους, που δεν είχαν ανακατευθεί ευθέως στην επιχείρηση, να παρακαλέσουν τον μηνυτή, δηλαδή το μοναστήρι, και να υποσχεθούν την έμπρακτη μετάνοια, δηλαδή την επιστροφή όλων των κλοπιμαίων. Πράγματι, μόλις αυτά επιστράφηκαν, σταμάτησαν και τα ξυλοκοπήματα και η υγεία τους αποκαταστάθηκε, όπως ήταν και φυσικό.

Εδώ τελειώνουν οι αφηγήσεις από τον Βίο του οσίου Νίκωνα. Καιρός να κοιτάξουμε τη γενική εικόνα που μας δόθηκε για τη Λακωνία του 10ου-11ου αιώνα. Ήταν μια χώρα με έντονα προβλήματα εθνικής σύνθεσης και θρησκείας. Στις πόλεις επικρατεί ο βυζαντινός/χριστιανικός πληθυσμός ενώ στην ύπαιθρο υπάρχουν πληθυσμοί ανάμικτοι ή και συμπαγώς σλαβικοί, που διατηρούν την ειδωλολατρεία ή ορισμένες εκφάνσεις της. Άλλωστε και στους ελληνικούς πληθυσμούς θα πρέπει να υπήρχαν άνθρωποι, που δεν είχαν τελείως λησμονήσει την ειδωλολατρεία : ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μας διαβεβαιώνει ότι οι κάτοικοι του κάστρου Μαΐνης (του σημερινού Τηγανιού της Μάνης) δέχθηκαν το βάπτισμα επί Βασιλείου Α' Μακεδόνος (867-886) (21) και μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε ότι η νέα θρησκεία θα καθυστέρησε να εμπεδωθεί και ότι η επέκταση της στα ορεινά θα καθυστέρησε ακόμη περισσότερο.

Όπως και αν έχει το πράγμα, η παρουσία των Σλάβων και ο συγχρωτισμός των χριστιανών μαζί τους θα δημιουργούσαν αναμφίβολα σοβαρά προβλήματα για την ορθή πίστη, πέραν της ανάγκης για ιεραποστολή στους αλλόθρησκους. Σε μια τέτοια γενική κατάσταση θρησκευτικής ασάφειας και ίσως συγκρητισμού, καταλαβαίνει κανείς γιατί το κήρυγμα της μετανοίας του Νίκωνα είχε θέση και ρίζωσε στην περιοχή. Καταλαβαίνει, επίσης, γιατί ο πόντιος μοναχός και οι ακόλουθοι του ασχολήθηκαν κυρίως με τους χριστιανούς υπηκόους του αυτοκράτορα και όχι με τους αλλοφύλους κι αλλόθρησκους, τους οποίους ο ίδιος ο Νίκων αγνόησε τελείως και προς τους οποίους οι διάδοχοι του υιοθέτησαν μια τελείως αμυντική στάση. Το κήρυγμα της μετανοίας του Νίκωνα είχε ιεραποστολικό χαρακτήρα αλλά απευθυνόταν, όπως και εξυπακούεται, στους χριστιανούς, των οποίων η πίστη είχε κλονισθεί ή δεν ανταποκρινόταν πια, λόγω πολλαπλών επιρροών, σ' αυτό που θεωρούνταν ορθό στην υπόλοιπη αυτοκρατορία.

Και οι αλλόθρησκοι, οι Σλάβοι; Απ' ό,τι είδαμε, αυτούς τους είχε ήδη πλησιάσει το κράτος και τους είχε εντάξει, αρχίζοντας από τους άρχοντες, στη μηχανή του. Η θρησκευτική αφομοίωση θα ερχόταν εκ των υστέρων για να πετύχει τον βαθύτερο εκβυζαντινισμό των επήλυδων.

Στην Πελοπόννησο, η ιεραποστολή στους αλλόθρησκους δεν προηγήθηκε αλλά ακολούθησε την κρατική παρέμβαση. Έτσι τα πράγματα ήταν ευκολότερα και οι κίνδυνοι λιγότεροι.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Α. Βον, Le P é loponn è se byzantin jusqu'en 1204 , Παρίσι 1951, 68-69.

2. Έχουμε δύο πρόσφατες εκδόσεις του Βίου του Νίκωνα : Οδ. Λαμψιδησ, Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. (Κείμενα - Σχόλια ), Αθήνα 1982 και D. F. Sullivan, The Life of Saint Nikon , Text , Translation and Commentary , Brookline Mass, 1987.

3. Ε. Countoura - Galake, Τ he Location of the Monastery of Chryse Petra, Σύμμεικτα 13 (1999), 69-75.

4. Τη σχετική συζήτηση αναλύει ο Λαμψιδησ, Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων, 413-418.

5. Βίος Νίκωνος, 62 § 22 (Λαμψιδησ) και 108 § 31 (Sullivan).

6. Διαθήκη Νίκωνος, 251 (Λαμψιδησ).

7. Βίος Νίκωνος, 64-66 § 24 (Λαμψίδησ) και 110-112 § 33 (Sullivan). Η εγκατάσταση στη Λακεδαίμονα και η εκδίωξη των Εβραίων αναφέρεται και στη Διαθήκη, βλ. Διαθήκη Νίκωνος, 251 (Λαμψίδησ), και συνδέεται, όπως και στον Βίο, με τη θαυματουργική απαλλαγή της πόλης από λοιμό.

8. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Πρός τόν ἴδιον νἱόν ' Ρωμανόν, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio , εκδ. Gy. Moravcsik - R. H. J ενκιν s (C ΡΗΒ 1), Ουάσιγκτον 1967 2,232, 234 κεφ. 50 στ. 1-70.

9. Βίος Νίκωνος, 100 § 36γ, 104 § 36ζ (Λαμψιδησ) και, 168 § 51,174 § 55 (Sullivan).

10. Θαύματα Νίκωνος, 257,259 (Λαμψίδησ).

11. Για τους Μηλιγγούς υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία, βλ. Τ he Oxford Dictionary of Byzantium , 2, επιμ. Α. Ρ. Καζη d αν, Νέα Υόρκη - Οξφόρδη 1991,1334-1335

12. Βίος Νίκωνος, 114-116 §41 (Λαμψιδησ) και 190-194 § 59 (Sullivan).

13. Βίος Νίκωνος, 116 § 41 (Λαμψιδησ) και 192-194 § 59 (Sullivan).

14. H é l è ne Glykatzi - Α hrweiler, Recherches sur l' administration de l' empire byzantin aux IXe - Χ Ie si è cles, BCH 84 (1960), 52 κ. εξ. (= Etudes sur les structures administratives et sociales de Byzance) , Λονδίνο, Variorum Reprints, 1971, αρ. VIII)- Ν. Ο ikonomides, Les listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles , Παρίσι 1972, 344.

15. Ν. Ο inomides, Fiscalité et exemption fiscale à Byzance (ΙΧ e - Χ I e s.), Αθήνα 1996, 93-94.

16. Sp. Vryonis Jr., Τ he Slavic Pottery (Jars) from Olympia, Greece, Byzantine Studies. Essays on the Slavic World and the Eleventh Century, επιμ. Sp. Vryonis Jr., New Rochelle 1992,15-42.

17. Βίος Νίκωνος , 115 § 67 (Λαμψιδησ) και, 191 § 59 (Sullivan).

18. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, 232 κεφ. 50 στ. 30-31.

19. Βλ. την πρόσφατη μελέτη μου, L ' archonte slave de l' Hellade au VIIIe si è cle, Vizantijskij Vremennik, 55 (80)/2 (1998), 111-118. Πρβλ. την κριτική του έργου των G. Ζ acos - Α. Veglery, Byzantine Lead Seals , Βασιλεία 1972, από τον W. S ειβτ, Β yzantinoslavica 36 (1975), 211.

20. Βίος Νίκωνος, 124-126 § 43 (Λαμψιδησ) και 206-212 § 62.

21. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, 236 κεφ. 50 στ. 71-82.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.