ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Πίσω


ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΟΙΩΤΙΑ

Παλαιοχριστιανική - Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (1ος - 8ος αι. μ. Χ.)

Περίοδος Ακμής

Περίοδος Λατινοκρατίας

Εικόνες

Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου

Χριστιανική Βοιωτία Α΄, Εκδ. Κέντρο Αρχαιολογικών, Ιστορικών και Θεολογικών Μελετών, Λιβαδειά 2005, σ . 18-28

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΚΜΗΣ (9ος -11ος αι. μ. Χ.)

Η συντριβή του εικονοκλαστικού κινήματος σήμανε την νίκη της Ελληνικής θρησκευτικής και πολιτιστικής ιδιομορφίας επί της ασιατικής, όπως την είχε ενσαρκώσει η Εικονομαχία. Έκτοτε το Βυζάντιο διαμόρφωσε τη δική του ιστορική φυσιογνωμία, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ως ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία πλέον. Η νέα αυτή εποχή της πολιτιστικής ακμής δεν αρχίζει με την εγκαθίδρυση της Μακεδονικής Δυναστείας, αλλά με την πολυτάραχη βασιλεία του Μιχαήλ Γ΄, τελευταίου αυτοκράτορα της Αμοριανής ή Φρυγικής Δυναστείας. Ο στρατηγός Βάρδας, ο Πατριάρχης Φώτιος και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος είναι τρεις μεγάλες μορφές, οι οποίες προαναγγέλλουν την νέα εποχή (867-1056), κατά τη διάρκεια της οποίας το Βυζάντιο γνώρισε ύψιστη ακμή και αναδείχθηκε η σημαντικότερη δύναμη στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, ενώ η πολύμορφη επιρροή του εισχώρησε ακόμη και στην αχανή ρωσική ενδοχώρα (14) .

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία επιβλήθηκε στους εξωτερικούς εχθρούς της, ενώ στο εσωτερικό σημειώθηκαν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στο δίκαιο, το στρατό, τη δημόσια διοίκηση, τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, την επέκταση του θεσμού των θεμάτων, την οικονομία κ.λπ. (15) .

Οι νίκες κατά των εχθρών της αυτοκρατορίας, η επιτυχημένη κρατική αναδιοργάνωση, η μεγαλειώδης προσπάθεια για την απορρόφηση των Σλάβων με τον εξελληνισμό των ξένων στοιχείων γενικά και την αναζωπύρωση του Ελληνισμού στην Κυρίως Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία και την Μ. Ασία δημιούργησαν μία νέα ιστορική πραγματικότητα. Όπως γράφει ο Ευθ. Δάλκας (16) : « Στάλθηκαν παντού πραίτορες, διοικητές, κριτές, τουρμάρχες και στρατηγοί ικανοί. Γενήτε εθνών θαύμα και έκπληξις και των ομοφύλων ισχύς και κραταίωσις, νευρώσατε τας ψυχάς, κρατύνατε τους βραχίονας…συμβούλευε και παρακίνουσε τους στρατηγούς του ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ».

Μία αξιοθαύμαστη προσπάθεια τακτοποίησε κοινωνικά προβλήματα, όπως την προστασία των πτωχών τάξεων με την έκδοση νέων νόμων, ενίσχυσε το εθνικό φρόνημα, δημιούργησε έντονη θρησκευτική ζωή, και διέδωσε την Ορθοδοξία και τον Ελληνικό πολιτισμό σε πολλές περιοχές, όπως στη Δαλματία, τη Σερβία, τη Ρωσία κ. ά. με βασιλικά συνοικέσια, εμπορικές και ναυτικές συμβάσεις και με αποστολή πνευματικών προσωπικοτήτων. Η πολιτική δύναμη του Κράτους έφερε ακμή στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Δημιουργήθηκε κοινωνική ευμάρεια, η οποία συνετέλεσε στην άνθηση των επιστημών και των τεχνών.

Η χρηστή πολιτική διοίκηση ευνόησε και τις κατεστραμμένες από τους επιδρομείς πόλεις των Θηβών, των Αθηνών, της Κορίνθου, των Πατρών και του Ναυπλίου (17) .

Στη Θήβα η ανάπτυξη αυτή έγινε ιδιαίτερα αισθητή. Από τον 9ο μ. Χ. αι., η πόλη επελέγη ως έδρα και βάση του στρατηγού- διοικητή του Θέματος της Ελλάδος και έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα του βυζαντινού κεντροελλαδικού χώρου. Παράλληλα η εγκατάσταση ικανών τεχνιτών μεταλλουργίας και βαφής υφασμάτων με πορφύρα συνετέλεσε στη σημαντική άνθηση του εμπορίου, καθώς και της οικονομίας της περιοχής της λίμνης Κωπαΐδος. Πλήθος εργατών και εργατριών ασχολούνται με την υφαντική και την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων, τα οποία εύκολα ανταγωνίζονταν εκείνα της Ανατολής, που μέσω Συρίας έφταναν στη Δύση.

Στις πρώτες δεκαετίες του 9 ου αι., λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Θήβα επιλέγεται ως πρωτεύουσα του Θέματος (18) της Ελλάδος, γίνεται έδρα Αρχιεπισκόπου, έδρα Στρατηγού και Πρωτοσπαθάριου. Η αίγλη και η ανάπτυξή της ξεπερνά τις τότε ακμάζουσες πόλεις της Κορίνθου και των Πατρών.

Διάσπαρτες πληροφορίες που απαντώνται σε πηγές των αιώνων αυτών και τα ευρήματα από συστηματικές ή σωστικές ανασκαφές αναδεικνύουν την πολύπλευρη ακμή των Θηβών και ιδιαίτερα την πολιτιστική. Η ακμή αυτή γνώρισε δύο μεγάλους εχθρούς, τις βαρβαρικές επιδρομές και τους ανελέητους σεισμούς. Οι πληροφορίες των πηγών και τα ευρήματα δίνουν την πολιτική, διοικητική, κοινωνική, πολιτιστική, εκκλησιαστική και οικονομική εικόνα της πόλης.

Από τα κείμενα, τις σφραγίδες, τις επιγραφές αναδεικνύεται η ιστορία των Διοικητών του Θέματος της Ελλάδος, οι οποίοι συνέδεσαν την ζωή τους με την εξέλιξη και τον πολιτισμό της Βοιωτίας.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα διασώζονται στις εντοιχισμένες επιγραφές στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού της Παναγίας της Σκριπούς (19) του Ορχομενού, που αναφέρονται στον κτήτορα αυτής Λέοντα Πρωτοσπαθάριο (874). Ο βυζαντινολόγος Ν. Βέης αναφέρει άρχοντα, ο οποίος ονομάζεται «Λέων Βασιλικός ὀστιάριος ἐπί τῶν οἰκιακῶν καί ἄρχων Θιβητῶν καί Ἑλλάδος » (20) .

Ο Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ή Κρηνίτης Αροτράς (21), υπήρξε στρατηγός τουτ Θέματος της Πελοποννήσου το έτος 922. Κατέστειλε την επανάσταση των Μηλίγκων και των Ερεζιτών και στη συνέχεια μετετέθη στο Θέμα της Ελλάδος επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Λεκαπηνού. Για την γνωριμία του και την επικοινωνία του με τον Όσιο Λουκά γίνεται εκτενής λόγος στο οικείο κεφάλαιο.

Ο στρατηγός της Ελλάδος Πόθος, δευτερότοκος γιος του Λέοντος του Αργυρού, είχε επισκεφθεί επίσης τον Όσιο Λουκά κατά τον βιογράφο του. Ο άρχων Καλλονάς (22) είναι γνωστός από σωζώμενη σφραγίδα του 11 ου αι., όπου αναφέρεται: «Θεοτόκε βοήθει Καλλονᾷ ἄρχοντι Θηβῶν ». Σε άλλη σφραγίδα αναφέρεται ως πραίτορας ο Κωνσταντίνος Χοιροσφάχτης : « Ἑλλάς καί Πελοπόννησος δέχου Κωνσταντῖνον πραίτορα τόν Χοιροσφάχτην » (23). Από την επιδρομή των επαναστατημένων Βουλγάρων υπό τον Πέτρο Δελεάνο, που έφθασαν μέχρι την Βοιωτία το 1040- 1041, γνωρίζουμε το στρατηγό Ιωάννη Αλακασσέα « ἐν Θήβαις τρέπεται καί ἀναιρεῖται πλῆθος τῶν Θηβαίων πολύ» (24).

Ο « δούξ τῶν Θηβῶν » Βρυέννιος αναφέρεται στο βίο του Οσίου Μελετίου: « ἔδοξε ποτέ καί τῷ δουκῖ οὗτος δε ἦν Βρυέννιος, ὡς το μέγαν ἀφικέσθαι καί τάς τούτου εὐχάς κομίσασθαι χρηστός δε ὤν καί κοινωνικός» (25).

Με το θάνατο του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, στις 15 Δεκεμβρίου 1025, ενώ ετοιμαζόταν για μεγάλη εκστρατεία κατά των Αράβων της Σικελίας, τελειώνει ουσιαστικά και η Μακεδονική Δυναστεία. Μέχρι το 1056 η παρουσία της δυναστείας υπήρξε σκιώδης. Η εγκατάλειψη της δυναμικής πολιτικής του Βασιλείου Β΄, οι νέες επιλογές και τα ευτελιστικά φαινόμενα των επιγόνων άνοιξαν τον δρόμο της αποσύνθεσης και της κατάρρευσης. Ωστόσο η Βοιωτία θα συνεχίσει να τρέφεται από τους χυμούς και τη δόξα της εποχής που προηγήθηκε.

Δείγμα ακόμη της ακμής των Θηβών είναι και η εγκατάσταση στους χρόνους αυτούς στην πόλη μεγάλης ομάδας Ναπαυκτίων (26) για την ανεύρεση καλύτερης τύχης ως και η Εβραϊκή κοινότητα για την οποία κάνει λόγο ο Ισπανοεβραίος ερευνητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης (27).

Ένα άλλο αξιόλογο κείμενο, το «κτηματολόγιο των Θηβών», που διασώθηκε στη βιβλιοθήκη του Βατικανού αναδεικνύει τη ζωή και τη δραστηριότητα αγροτικών κοινοτήτων κατά το β΄ ήμισυ του 10 αι., την κοινωνική κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους. Αναφέρονται ιδιοκτήτες και ονομασίες θέσεων. Σημειώνεται το ποσόν του φόρου που καταβάλλεται με ενδείξεις αν αυτό έτυχε « κουφισμού » (ελαφρύνσεως) ή «συμπαθείας» (δηλ. αναστολής), ή «κλάσματος» (δηλ. οριστικής απαλλαγής). Αναφέρονται διάφοροι αξιωματούχοι, όπως δρουγγάριοι, κόμητες, στράτορες, πρόεδροι, πρωτοσπαθάριοι, σπανθαροκανδιδάτοι, κανδιδάτοι, νοτάριοι, άρχοντες, βασιλικοί, κουράτορες, πρωτοκαγγελάριοι, κένταρχοι και ένας επίσκοπος, ο Κωνσταντίνος (28) .

Η άνθηση της οικονομίας των Θηβών στην περίοδο της ακμής οφειλόταν στην ποικιλία των γεωργικών προϊόντων, κυρίως όμως στην καλλιέργεια και το εμπόριο της μετάξης. Χάρις στο εμπόριο αυτό ακμάζει η οικονομία στη Βοιωτία κατά τους επόμενους αιώνες (9 ο -12 ο ). Είναι γνωστός ο τρόπος, από την περιγραφή του Προκοπίου, με τον οποίο οι δύο βυζαντινοί μοναχοί μετέφεραν αυγά μεταξοσκώληκα κρυμμένα στα στενά ραβδιά τους από την Κίνα το 555 στην Κωνσταντινούπολη.

Με αυτόν τον τρόπο το μετάξι από εισηγμένο προϊόν με υψηλούς δασμούς έγινε σταδιακά το πλέον επικερδές μονοπώλιο και πηγή εσόδων με κέντρο μεταξοβιοτεχνίας την Κωνσταντινούπολη αφ' ενός και αφ' ετέρου, στον κεντροελλαδικό χώρο, τη Θήβα, την Κόρινθο και την Πάτρα. Δεν είναι πλέον οι Σασανίδες Πέρσες οι μόνοι κυρίαρχοι της μετακίνησης και του εμπορίου της μετάξης στις αγορές της Μ. Ανατολής και του ανατολικού Μεσογειακού κόσμου.

Αρκετές πηγές αναφέρουν ότι η Θήβα ξεπέρασε σαν κέντρο μεταξοπαραγωγής και την ίδια την βυζαντινή πρωτεύουσα. Τα προϊόντα της ήταν τα καλύτερα, αφού μπορούσαν να εξάγονται κατεργασμένα ή ακατέργαστα και μάλιστα βαμμένα σε εργαστήρια βαφής της πορφύρας με ικανότατους τεχνίτες. Ο ιστοριογράφος Νικήτας Χωνιάτης (29) γράφει ότι οι Θηβαίες υφάντρες ήταν φημισμένες για την υφαντική τους τέχνη: « τῶν τε γυναικῶν ἀποκρίνας ὅσαι … καί τήν ἱστουργικήν κομψότητα καλῶς ἐπιστάμεναι … τῶν ἐκ Κορίνθου καί Θήβηδε ὁρμωμένων … οἱ τάς εὐκτρίας ὀθόνας ὑφαίνειν ἔλαχον καί τῶν γυναικῶν αἵ … τήν αὐτήν ἀνδράσιν τέχνην ἐκμελετήσασαι ». Με τον ίδιο τρόπο εκφράζει τον θαυμασμό του και ο Ιωάννης Τζέτζης : « τάς Θηβαίων γυναίκας… πρός ἱστουργίαν ταῖς Θηβαΐσιν, εἰ μη ἄρα τῶν ἁπασῶν ὑπερθειήν ἐκείνας … χρωματουργεῖν εὐφυῶς τάς βαφάς περιθρυλλοῦσιν οἱ λόγοι… Θηβαΐδας τῷ λόγω προσέθετο πρωτεῖα φερούσας τοῖς ἱστοπόνοις τεχνήμασιν ἁπασῶν » (30).

Αυτή όμως η οικονομική άνθηση και η κοινωνική ευμάρεια της Βοιωτίας προσήλκυσε και τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Ο ισχυρός Νορμανδός ηγεμόνας της Σικελίας Ρογήρος ο Β΄(1130-1154) επιχείρησε στο τέλος του 1147 μεγάλη επιδρομή στον ελληνικό χώρο. Αφού κατέπλευσε στο Κρισαίο Κόλπο εισέβαλε στην Βοιωτία μέσω Λιβαδόστρας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του στη Θήβα. Οι ονομαστές Θηβαίες υφάντριες του μεταξιού φορτώθηκαν μαζί με τα πλούσια λάφυρα στα νορμανδικά πλοία και κατέληξαν στην πρωτεύουσα της Σικελίας, το Παλέρμο. Έκτοτε τα εργαστήρια μεταξοτεχνίας της Σικελίας ανταγωνίζονταν εκείνα της Ανατολής.

Η εισβολή των Νορμανδών στη Βοιωτία έχει τις ρίζες της στη δεύτερη Σταυροφορία που άρχισε το 1146 από τον ηγεμόνα Κονράδ Γ΄ της Γερμανίας και τον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας. Όταν οι δύο ηγεμόνες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ανάγκασαν τον τότε αυτοκράτορα Μανουήλ τον Κομνηνό να αποσύρει τις στρατιωτικές του δυνάμεις από διάφορες περιοχές, μεταξύ αυτών και από τη Βοιωτία. Ο ηγεμόνας της Σικελίας Ρογήρος Β΄ επωφελήθηκε από το γεγονός αυτό και οδήγησε το νορμανδικό στόλο υπό τον Έλληνα Γεώργιο Αντιοχέα από το Βρινδήσιο στην Κέρκυρα, την οποία και κατέλαβε. Από εκεί πέρασε στα παράλια της Πελοποννήσου και στην Εύβοια. Στην συνέχεια έπλευσε στον Κορινθιακό κόλπο και «… χερσαῖος φανείς ὁ τέως θαλάττιος κατά τῶν κητῶν τά ἀμφιβοσκόμενα, τῇ καδμείᾳ γῇ παρενέβαλε, και τάς ἐν μέσῳ κωμοπόλεις ὁδοῦ πάρεργον ληϊσάμενος ταῖς ἑπταπύλοις Θήβαις προσέβαλεν …» όπως γράφει ο Νικήτας ο Χωνιάτης (31) «και ἔτυχέ γε τοῦ κατά σκοπόν ὁ βάρβαρος, ἐν ἀκμῇ γάρ τῆς τῶν δυσμικῶν Ἐθνῶν εἰς τά Ρωμαίων ἐμβολῆς Κόρινθόν τε και Εὔβοιαν καί Θήβας ἐληΐσατο τάς Βοιωτικάς ἅτε γάρ τοῦ Ρωμαίων στρατοῦ ἐπί ταῖς ἀνά χεῖρας κατ' ἐκεῖνον ἠσχολημένον τον χρόνον, κατά πᾶσαν ἄδειαν ταῖς εἰρημέναις οἱ βάρβαροι ἐγκαθίσαντες πόλεσι λαφύρων τάς ναῦς ἐπλήσαντο » κατά τον Ιωάννην Κίνναμον (32) .

Ο Νικήτας Χωνιάτης και ο Ιωάννης Κίνναμος περιγράφουν με τραγικό τρόπο τις λεηλασίες και τις καταστροφές των Θηβών που δεν μπορούσαν να προβάλουν καμία αντίσταση, αφού οι κάτοικοι δεν είχαν εξασκηθεί στην πολεμική τέχνη και ο βυζαντινός στρατός είχε αποσυρθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Χωρίς εμπόδια οι Νορμανδοί επιδόθηκαν στην λεηλασία και στην αρπαγή πολύτιμων αγαθών. Τα εργαστήρια της μετάξης και οι αποθήκες απογυμνώθηκαν από τον πλούτο τους. Τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά, ο χρυσός και ο άργυρος, ο κάθε είδους πλούτος της πόλεως περιέρχεται στους επιδρομείς. Δεν υπήρξε έλεος ούτε για τους γέροντες ούτε για τις γυναίκες και υποχρέωναν ακόμη και τους πτωχούς να παραδώσουν την μικρή περιουσία τους. Προύχοντες συλλαμβάνονται, γυναίκες και τεχνίτες της μετάξης απάγονται.

Τη περιπέτεια αυτή των Θηβών διέσωσε με γλαφυρό τρόπο ο Νικήτας Χωνιάτης «…΄ ταῖς ἑπταπύλοις Θήβαις προσέβαλεν, ὧν καί γενόμενος ἐγκρατής ἀπανθρώπως τοῖς ἐκεῖ προσηνέχθη κατά γάρ παλαιάν φήμην τῆς πόλεως ὡς πλουσίους τρεφούσης οἰκήτορας εἰς χρημάτων ἀπληστίαν ὑπονυττόμενος, και μηδένα κόρον φιλοπλουτίας εἰδώς, ἀλλ ' ὅρον τιθέμενος τῆς ἐφέσεως τό εἰς τρίτον ζωστῆρα τῇ ὁλκῇ τῶν χρημάτων τάς πάσας ἤ τάς πλείους νῆας βαπτίζεσθαι, τους τέ χειρωνάκτας ἐξεπίεζε, περί τοῦ ρύπου τῶν ὀβολῶν πολυπράγμων γενόμενος, καί τούς δυνατούς καί λαμπρούς τό γένος καλι σεμνούς τήν ἡλικίαν καί περιφανεῖς κατ' ἀξίωσιν διαφόροις κακώσεσι καθυπέβαλλε, μηδενός λαμβάνων αἰδώ καί φειδώ, μή δυσωπούμενος την δυσώπησιν, μή τήν Ἀδράστειαν εὐλαβούμενος αὐτοῦ που λαβοῦσαν ἀρχήν, ἤ την Καδμείαν λεγομένην νίκην ὑποβλεπόμενος. Τέλος δε τά ἱερά προσθείς γράμματα ἠνάγκαζεν ἕκαστον, τήν ὀσφύν ὑπεζωσμένον εἰσιόντα, τήν οἰκείαν οὐσίαν οἷς ἐνθεωρεῖται μεθ ' ὅρκου διασαφεῖν καί ταύτην ἐξομνύμενον ἀπιέναι, καί οὕτω πάντα χρυσόν, ἄργυρον, πάντα διεκφορήσας, καί τάς χρυσοϋφεῖς ὀθόνας ταῖς ναυσίνν ἐνθέμενος, οὐδέ τῶν σωμάτων αὐτῶν τῶν ὑπ ' αὐτοῦ καλαμωθέντων ἀπέσχετο, ἀλλά καί τούτων ἀριστίνδην τό προῦχον συλλαβών, τῶν τε γυναικῶν ἀποκρίνας ὅσαι τι εἶδος καλαί και βαθύζωνοι καί τοῖς ναμάσι πολλάκις τῆς καλλικρούνου Δίρκης λουσάμεναι καί τάς κόμας διευθετισάμεναι καί τήν ἱστουργικήν κομψότητα καλῶς ἐπιστάμεναι, οὕτως ἐκεῖθεν ἀνάγεται, καί μηδένα τοῦ καιροῦ ἀντίμαχον ἔχοντος, οὐ κατά χέρσον οὐ κατά θάλασσαν, τοῦ πρός Κόρινθον ἔχεται πλοῦ, πόλιν ἀφνιόν …» (33) .

Τα πλοία των Νορμανδών, γεμάτα από τα λεηλατηθέντα αγαθά και τους αιχμαλώτους, πέρασαν από την Κέρκυρα, που είχε ήδη καταληφθεί και έπλευσαν προς την χώρα τους. Αντικρίζοντας κανείς το θέαμα θα νόμιζε ότι δεν πρόκειται για πολεμικά πλοία, αλλά για υπερφορτωμένα εμπορικά, κατά τον Νικήτα Χωνιάτη (34) « ὅτε καί τάς Σικελιώτιδας τριήρεις ἰδών τις εἶπεν ἄν σκοπιμώτατα μη νῆας εἶναι πειρατικάς, ἀλλά μυριοφόρους φορταγωγούς, πολλῶν καί καλῶν χρημάτων οὔσας ὑπεβριθεῖς καί τῆς ἄνω εἰρεσίας ἐγγύς που βαπτομένας τῷ ρεύματι.

Τις φοβερές πληγές που άνοιξαν οι επιδρομές και οι λεηλασίες των Νορμανδών επούλωσε η πατρική φροντίδα του Μητροπολίτη Θηβών και εξάρχου πάσης Βοιωτίας Ιωάννη του Καλοκτένη. Αναγνωρίσθηκε πολύ γρήγορα ως άγιος για την πνευματικότητα, την πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική προσφορά του, και ονομάσθηκε «Νέος Ἐλεήμων » (35) .

Ήταν η εποχή που η Μητρόπολη Θηβών υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, απ' όπου και εστέλλοντο οι Μητροπολίτες κατά την πληροφορία του Νείλου Δοξαπατρή «… καί γάρ Μητροπολῖται ἐν αὐτῇ ἐστέλλοντο παρά τοῦ Πατριάρχου. Εἰσίν οὖν αἱ ἀναγεγραμμέναι ἐπαρχίαι καί μητροπόλεις αἱ ὑποκείμεναι τῷ Κωνσταντινουπόλεως αὗται, αἱ ἐν τῇ ἀνατολῇ καί τῇ δύσει καί τοῖς λοιποῖς μέρεσιν α…β) αἱ Θῆβαι τῆς Ἑλλάδος » (36) .

Στις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών στον αρχαίο ναό της Κραναίας Αθηνάς στην Ελατεία βρέθηκε στα ερείπια του ναού ένα μολυβδόβουλο. Είναι σφραγίδα του Μητροπολίτη Θηβών Ιωάννη του Καλοκτένη. Στη μια όψη εικονίζεται η Θεοτόκος με συντομογραφία ΜΡ ΘΥ (ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ) και στην άλλη αναγράφεται: ΘΗΒΩΝ ΒΕΒΑΙΩ ΤΑ C ΓΡΑΦΑ C ΙΩΑΝΝΟΥ (37).

Η προσωπικότητα και το κύρος του Αγίου Ιωάννη συνετέλεσε και στην διοικητική αναβάθμιση της τοπικής Εκκλησίας. Όταν η Θήβα έγινε πρωτεύουσα του Θέματος της Ελλάδος η τοπική Εκκλησία προήχθη από Επισκοπή σε Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή. Πριν το 906 προήχθη και κατέλαβε την τριακοστή θέση μεταξύ των σαράντα εννέα Αρχιεπισκοπών και υπήχθη « τῷ τῆς βασιλίδος θρόνῳ ». Επί αυτοκράτορος Ιωάννη Τσιμισκή περί το έτος 971-972 ο Αρχιεπίσκοπος Θηβών προήχθη στην τριακοστή πρώτη θέση μεταξύ των πενήντα και ενός Αρχιεπισκόπων. Στην εποχή του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη και επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) η Θήβα είναι Μητρόπολη και υπάγονται σε αυτήν πέντε επισκοπές.

Στους αιώνες αυτούς της ακμής υψώθηκαν σε όλο το χώρο της Βοιωτίας εξαιρετικά μνημεία, που έμειναν μάρτυρες της πολιτιστικής πορείας των κατοίκων της.

Δυστυχώς, όμως, οι κατά καιρούς σεισμοί, στους οποίους είναι ευάλωτη η περιοχή, οι βαρβαρικές επιδρομές και οι ξενικές κατοχές, η άγνοια και η απληστία των νεοτέρων Ελλήνων επέφεραν πολλές καταστροφές (38).

Οι λαμπροί ναοί των Θηβών ερειπώθηκαν και εξαφανίσθηκαν (39) , αλλά ό,τι διασώθηκε από αυτούς είναι ικανό να δώσει την εικόνα της ακμής, όπως τα άφθονα λείψανα του γλυπτού διακόσμου, πολλά από τα οποία συγκεντρώθηκαν στο Μουσείο της πόλεως (40) , ενώ άλλα πολλά έχουν εντοιχισθεί στους νεώτερους ναούς και στα κοσμικά κτίρια. Οι ανασκαφές στους νεώτερους ναούς και στα κοσμικά κτίρια. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως το ναό του Αγίου Γρηγορίου στη Θήβα, έναν από τους παλαιότερους χρονολογημένους ναούς της Βοιωτίας, κτισμένο το 872. Στον Ορχομενό σώθηκε ο περίφημος ναός της Παναγίας της Σκριπούς του έτους 874.

Στον Κορινθιακό Κόλπο ο ιδρυτής του μοναχισμού στη Βοιωτία, ο Όσιος Λουκάς, έκτισε το πρώτο του ασκητήριο της Παναγίας της Καλαμιώτισσας και τον ακολούθησαν εκεί και άλλοι ερημίτες που έκτισαν τα ασκητήριά τους στις απόκρημνες πλευρές του Ελικώνα, προς την πλευρά του Κορινθιακού Κόλπου. Ο Άγιος Νικήτας, οι Άγιοι Θεόδωροι, το ύψωμα του Δανιήλ θα γίνουν αργότερα, το 16 ο αι., μετόχια και εξαρτήματα του μοναστηριού ενός νέου στην περιοχή ασκητή, του Οσίου Σεραφείμ του Δομβοίτη.

Ο Όσιος Λουκάς εγκατέλειψε την Παναγία την Καλαμιώτισσα κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Βουλγάρων και εγκαταστάθηκε με τους κατοίκους της περιοχής στις νησίδες Άμπελος και Δασκαλειό, όπου έκτισε ναούς. Το έτος 947 έφθασε, μετά τις περιπλανήσεις του, σαν σε τέλος ενός μακρινού ταξίδιου, στο Στείρι, όπου κτίσθηκε, μετά το θάνατό του, ένα από τα λαμπρότερα και τα πλέον ονομαστά μοναστήρια που φέρουν το όνομά του.

Στον Παρνασσό υψώθηκε το ονομαστό μοναστήρι της Ιερουσαλήμ, στον Ελικώνα τα μοναστήρια της Μακαριώτισσας και της Ευαγγελιστρίας στην περιοχή του Ορχομενού, το μ o ναστήρι του Αγίου Νικολάου στα Καμπιά, στο Υπάτιο όρος το περίφημο μοναστήρι του Σαγματά, στα Δερβενοχώρια το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, στην Ασωπία το μοναστήρι του Προφήτου Ηλία ( Τσάτσαρη ). Ακόμη, κτίσθηκαν στους αιώνες αυτούς αρκετοί ναοί με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική, γλυπτική και την αγιογραφία τους. Οι ναοί του Αγίου Σώζοντος στον Ορχομενό, των Αγίων Πέτρου και Παύλου στα Λεύκτρα, ο κοιμητηριακός ναός μοναστηριού στην Άσκρη, ο Άγιος Γεώργιος στα Λουκίσια, η Αγία Φωτεινή στη Θήβα, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και η Αγία Παρασκευή στο Σχηματάρι, ο Άγιος Θωμάς στην ομώνυμη κοινότητα, το ναΰδριο του Οσίου Μελετίου στο δρόμο από τις Ερυθρές προς τη Δάφνη, είναι μερικά μνημεία που δεν έθρεψαν και τρέφουν μόνο πνευματικά εκατομμύρια ανθρώπων δια μέσου των αιώνων, αλλά είναι συγχρόνως σηματοδότες της χριστιανικής βοιωτικής κληρονομιάς.

Στην πολιτισμική αυτή ακμή ασφαλώς συνετέλεσε και η δυναστεία των Κομνηνών και κυρίως οι αυτοκράτορες Αλέξιος Α΄ (1081-1118), Ιωάννης Β΄ (118-1143) και Μανουήλ Α΄ (1143-1180), στην εποχή των οποίων παρατηρείται πάλι πολιτική αναλαμπή. Οι πολλές εκστρατείες τους, κάτω από δύσκολες συνθήκες, και οι νικηφόροι αγώνες τους κατόρθωσαν να ανορθώσουν το κύρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να ενθαρρύνουν τις επαρχίες, μεταξύ των οποίων και της Βοιωτίας, η οποία λαμπρύνθηκε με σπουδαία μνημεία κομνήνειας πνοής.

Ωστόσο η τραγική ήττα που είχε προηγηθεί στο Ματζικέρτ, τον Αύγουστο του 1071, όπου ο αυτοκρατορικός στρατός υπό τον Ρωμανό Δ΄ τον Διογένη νικήθηκε κατά κράτος από τους Τούρκους υπό τον Άλπ - Αρσλάν, είχε ήδη ανοίξει την πρώτη κερκόπορτα, από την οποία πέρασαν αυτοί σαν νικητές από τα Αλτάϊα Μογγολίας στην εύφορη γη της ανατολικής Μικράς Ασίας, χωρίς να σταματούν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις.

Ο μεγάλος αυτός κίνδυνος ανάγκασε τους Κομνηνούς να στραφούν προς τη Δύση και να παραχωρήσουν με χρυσόβουλλα προνόμια στους Βενετούς και τους άλλους Δυτικούς εμπόρους, για να εμπορεύονται με δασμολογικές ελαφρύνσεις τα προϊόντα μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τις περιοχές των Θηβών και του Ευρίπου, όπως αναφέρεται στα κείμενα. Δυστυχώς η όλη οικονομική και κοινωνική πολιτική των Κομνηνών συνέτεινε στην εξαθλίωση της παραγωγικής βάσης της αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 12 ου αι., η Βενετία, η Γένοβα, η Πίζα έχουν αναλάβει όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο της αυτοκρατορίας, έχουν δημιουργήσει εμπορεία και κοινότητες σε όλα τα βασικά σημεία της και με τα προνόμια που έχουν αποκτήσει έγιναν κράτος εν κράτει.

Τελικά, όλοι αυτοί οι ευνοημένοι πολίτες της Βενετίας, της Γένοβας, της Πίζας και της Δύσης σε μία παραπαίουσα γενικότερα αυτοκρατορία της δυναστείας των Αγγέλων (1185-1204) « τῶν ψυχοπομπῶν τοῦ Βυζαντίου», όπου η στρατιωτική θητεία εξαγοράζεται ( Βαράγγες, Αλανοί, Ούγγροι, Ρώσοι παίρνουν τη θέση των εντοπίων στρατιωτών), το ναυτικό παραμελείται, τα δημόσια αξιώματα του κέντρου και της επαρχίας πωλούνται, συνετέλεσαν στη τελική καταστροφή. Η αγαστή συνεργασία με τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, διέλυσε και κατακερμάτισε το «βασίλειο της Ρωμανίας» (41) . Μέσα σε αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα και η Βοιωτία θα υποκύψει στο ζυγό της σκλαβιάς, που θα διαρκέσει περισσότερο από έξι αιώνες.


 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(14) G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους , 1940, B, σελ. 91.

(15) Γ. Καρδαρά, Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος , Μονογραφίες του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία», ν. 6.

(16) Ευθ. Δάλκας, Οπ. π., σ. 92.

(17) Φάνη Καλαϊτζάκη, Η Βοιωτική Εκκλησία στη διάρκεια του 10 ου α ι., Επ. Ετ. Βοιωτ. Μελετών, τ., Γ΄, τεύχος Β΄, Αθήνα 2000, σ. 387 κ.ε. Αλ. Σαββίδη, Η Βυζαντινή Θήβα , 996-7/1204 μ. Χ., Ιστοριογραφικά, τ. Β, 1988, σ. 34-52.

(18) Τα Θέματα δημιουργήθηκαν για λόγους αμυντικούς. Αρχικώς «Θέμα» ονομαζόταν η στρατιωτική μονάδα μιας περιοχής και με την πάροδο του χρόνου κατέληξε να σημαίνει τη διοικητική περιφέρεια, στην οποία ασκούσε εξουσία ο επικεφαλής του θέματος στρατηγός. Το Θέμα της Ελλάδος δημιουργήθηκε το 695, κατά τους χρόνους τη βασιλείας του Ιουστινιανού, για την αντιμετώπιση των σλαβικών επιδρομών. Μετά τη δημιουργία του Θέματος της Πελοποννήσου, το Θέμα της Ελλάδος περιελάμβανε την Ανατολική Ελλάδα, που έφθανε βόρεια έως τον Πηνειό, την Εύβοια, δυτικά μέχρι την Αιτωλοακαρνανία και πολλές φορές κάλυπτε και τμήμα της Πελοποννήσου. Ο διοικητής του Θέματος της Ελλάδος ήταν και η εγγύηση της ασφάλειας και της ειρήνης σε μια εποχή που οι επιδρομές αλλόφυλων ήταν συνηθισμένες και συνεχίσθηκαν κατά τον 10 ο αιώνα. Αξίζει να μνημονευθεί η επιδρομή της οποίας ηγήθηκε ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών τα έτη 976-977. Περισσότερα για τα Θέματα βλ. Διον. Ζακυθηνού, Μελέται περί τῆς Διοικητικῆς Διαιρέσεως καί τῆς Ἐπαρχιακῆς Διοικήσεως ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτε ι , Επ. Ετ. Βυζ. Σπουδών, ΚΕ΄, 1955, σ. 127 κ.ε.

(19) Εκτενέστερα σ. 78 κ.ε.

(20) Βυζ. Χρονικά 21, σ. 202.

(21) Αροτράς : Αλ. Σαββίδη, Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό Βυζ. Ιστορίας και Πολιτισμού , Αθήνα 3, 1998, σ. 195-197.

(22) Ν. Κωνσταντοπούλου, Βυζαντινά Μολυβδόβουλλα του εν Αθήναις Νομισματικού Μουσείου , Αθήναι 1917, σ. 60, αριθμ. 63.

(23) G. Schlumberger, Sigillographie de l'Empire Byzantin , Paris 1884, σ. 188, αρθ. 636 και Βασ. Δελβενακιώτη, Ο Μητροπολίτης Ιωάννης ο Καλοκτένης και αι Θήβαι , Αθήναι 1970, σ. 17. N. Bees, Sigillographie der Byzant. Themen Peloponnes und Hellaw , Viz. Vrem. 21, 1914, Μέρος Β΄, σ. 197 κ.ε.

(24) Αλ. Σαββίδη, οπ. π. σ. 37 και του ιδίου, Ο Βυζαντινός οίκος των Αλακάδων - Αλακασσέων, Β΄ ήμισυ του 10 ου τέλη 11 ου αι ., Βυζαντιακά 11, 1991, σ. 235-336 (αρ. 2). Βλ. και Αρχ. Δελτ. 48, 1993, σ. 85.

(25) Αρχ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Βίος του Οσίου Μελετίου , σ. 57.

(26) Οι Ναυπάκτιοι ίδρυσαν αδελφότητα περί το 1048/1049 με την επωνυμία «Παναγία η Ναυπακτιώτισσα », γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή των Θηβών με Καθολικό, αφιερωμένο στον αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στο οποίο τοποθέτησαν αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας από τη Ναύπακτο. Σύμφωνα με το καταστατικό της αδελφότητας, που συντάχθηκε το 1068 « ποιοῦνται μνείαν τοῦ ἱερωτάτου Μητροπολίτου Θηβῶν, ὅπως καί τοῦ Πανοσίου ἐκείνου μοναχοῦ καί ἡγουμένου τῶν Στειρίων », δηλ. του ηγουμένου της Μονής του Οσίου Λουκά. Αντίγραφο του καταστατικού της αδελφότητας, που συντάχθηκε το 1068, βρέθηκε στη Σικελία, όπυ μεταφέρθηκε μαζί με τα λάφυρα της επιδρομής των Νορμανδών. Το υπογράφουν 49 μέλη της αδελφότητας, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, όπως «Μαρία, συμβία Θεοδώρου του καματερού, Ειρήνη του Σκαρδού, Μαρία της Μαρδαρού » γεγονός που φανερώνει το υψηλό κοινωνικό επίπεδο των γυναικών στη κοινωνία των Θηβών τον 11 ο αι., Θαν. Παλιούρα, Η αδελφότητα της «Θεοτόκου της ναυπακτιωτίσσης » και η σχέση της με την περιοχή των Θηβών κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο , Επ. Ετ. Βοιωτ. Μελ. Τ. Α΄, τευχ. Α΄, 1988, σ. 614 κ.ε. και Αρχιμ. Ειρηναίου Κουτσογιάννη, Παναγία η Ναυπακτιώτισσα : μια θρησκευτική αδελφότητα των βυζαντινών χρόνων και το καταστατικό της , Ναυπακτιακά 4, 1988-89, σ. 7-24.

(27) Α. Μ. Ανδρεάδου, Οι Εβραίοι εν τω Βυζαντινώ Κράτει , 1965, τ. Α΄, σ. 614. Βας. Δελβενακιώτη, Ο Μητροπολίτης Ιωάννης ο Καλοκτένης και αι Θήβαι , Αθήναι 1970, σ. 20. Φ. Καλαϊτζάκη, Διάγραμμα της Ιστορίας των Εβραίων της Θήβας κατά τον Μεσαίωνα , Βυζ. Δόμος, 7, 1993-4, σελ. 23-27.

(28) Νικ. Σβορώνου, Recherches sur le cadastre Byzantin et la fiscalité aux XI et XII siècle : Le cadastre de Thèbes , BCH 83/1, 1959. Βασ. Δελβενακιώτη, οπ. π. σ. 32.

(29) Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις , σ. 129-130 (= Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ. 34).

(30) Αλ. Σαββίδη, οπ.π., 41, σημ. 38.

(31) Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, σ. 99 (= Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ. 40, σημ. 12).

(32) Ιστοριών Βιβ λία, Ζ΄, σ. 92 (= Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ. 41-42).

(33) Νικήτα Χωνιάτη, οπ. π. σ. 98-99 (= Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ.41, σημ. 13).

(34) Νικήτα Χωνιάτη, οπ. π. σ. 101-102 (= Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ. 42. σημ. 15α).

(35) Ο άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης ανήλθε στο κενό μητροπολιτικό θρόνο των Θηβών επί Πατριαρχείας Λουκά του Χρυσοβέργη (1156-1169). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 12 ου αι., από γονείς « εὐγενεῖς κατά τό γένος καί ἐναρέτους κατά τήν ψυχήν ». Ἐτυχε ευρείας μορφώσεως, ιδιαίτερα θεολογικής, και υπήρξε κυρίαρχη εκκλησιαστική προσωπικότητα στο δεύτερο μισό του 12 ου αι. στο βοιωτικό χώρο. Δεν αρκέσθηκε στην ανέγερση ναών (όπως της Υπερενδόξου Θεοτόκου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο Θηβών) και την ίδρυση μοναστηριών, αλλά παρενέβη με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή του στην αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Ανήγειρε Παρθενώνα (Σχολή Θηλέων), μετέτρεψε σε γυναικείο ανδρικό μοναστήρι. «Μόνος ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Μητροπολίτης Θηβών, ὁ Καλοκτένης, ἐποίησε Παρθενῶνα εἰς Θήβας, καί ἔταξε παρθένους ἐπ ' αὐτῷ λαϊκάς καί ἔστι μνημόσυνον αὐτοῦ αἰωνίζον καί χάριν τούτου» (Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα…Β΄, 1952, σ. 256). Εφρόντισε για την αναβάθμιση της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, όπως μας πληροφορεί μια εξέχουσα προσωπικότητα, ο Ιωάννης ο Απόκαυκος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου (1155-1238). Επίσης άλλαξε τον ρουν των υδάτων του Ισμηνού ποταμού και με είκοσι καμάρες ύψους τριών έως και έξι μέτρων και άνοιγμα τρία μέτρα και είκοσι εκατοστά, μετέφερε το νερό στην πόλη, όπου χρησιμοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη των είκοσι περίπου υδρομύλων, για να καταλήξει στο πότισμα των χωραφιών. Δυστυχώς οι καμάρες αυτές καταστράφηκαν στις αρχές του 20 ου αιώνα. Τα νερά όμως του Ισμηνού ποταμού λέγονται και σήμερα νερά του Άη -Γιάννη. Ακόμη κατασκεύασε τρίτοξη γέφυρα για το πέρασμα του Ασωπού, Νοσοκομείο, Γηροκομείο, Πτωχοκομείο και Ξενώνα, για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Έλαβε μέρος στις Συνόδους του 1166 και 1170 στη Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορος Μανουήλη του Κομνηνού και πατριάρχη Λουκά του Χρυσοβέργη και υπέγραψε στα Πρακτικά ως « ὁ εὐτελής Μητροπολίτης Θηβῶν ὁ Ἰωάννης ὁρίσας ὑπέγραψα ». Την όλη προσωπικότητά του απεικονίζει άριστα ο ψαλλόμενος από την Εκκλησία ύμνος: « Ἐσκορπίσας πάντα τά σά πτωχοῖς, Ἱεράρχα τῶν Θηβῶν, πινῶντας καί διψῶντας θεσπέσιε ἐπότισας, ἔθρεψας, ξένους συμπαθῶς ἐπισυνήγαγες πολλούς, ἀσθενεῖς ἐπεσκέψω, ἠμφίεσας γυμνούς, τους ἐν φυλακῇ διηκονήσας αὐτοῖς. Τῶν ὀρφανῶν ὁ πατήρ, ταῶν πενομένων ἡ τροφή, ἡ ἀδαπάνητος τοῦ γήρως ἡ βακτηρία, χειμαζομένων λιμήν, τῶν δεομένων τό μέγα παραμύθιον, τῆς δικαιοσύνης ὁ κανών ὁ εὐθύτατος ». Le Quien, Oriens Christianus II, σ. 210-211. Μ. Γεδεών, Εκκλησιαστική Αλήθεια IV, l 1883-84, σ. 459. L. Petit, Vizant. Vremenik IX, 1904, σ. 488, 24. Ν. Bees, οπ. π., Vizant . Vremenik ΧΧΙ, 1914, σ. 210. Βασ. Δελβενακιώτη, Ο Μητροπολίτης Ιωάννης ο Καλοκτένης και αι Θήβα ι (ΙΒ΄ μ. Χ. αιών), Αθήναι 1970. Αιδεσιμ. Γεωργίου Παπαγεωργίου, Ο Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης και η εποχή του , Θήβα, 1981, σ. 139 και Αι Θήβαι του Μεσαίωνος : Άγιος Ιωάννης ο καλοκτένης και η εποχή του , Θήβα 1967. Περισσότερα για τον Άγιο Ιωάννη τον Καλοκτένη βλ. Γεωργ. Τσεβά, Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας , τ. Β΄, 1928, σ. 59 κ. ε.

(36) Τάξις των πατριαρχικών Θρόνων,  Migne, Patrologia Graeca, τ. 132. στ. 1084, Βας. Δελβενακιώτη, οπ. π. σ. 46 σημ. 4. Εμμ. Κωνσταντινίδη Θ. Η. Ε. Θηβών και Λειβαδίας μητρόπολις, τ. 6, 1965, στ. 515-516.

(37) Βασ. Δελβενακιώτης, οπ. π., σ. 56.

(38) Εκτενέστερα για τις καταστροφές αυτές βλ. Χαρ. Κοιλάκου, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Ζωγραφική στη Θήβα, Επ. Ετ. Βοιωτ. Μελ. Τ. Γ΄, τευχ. Α΄1996, σ. 1009 κ.ε. Π. Λαζαρίδη, Αρχ. Δελτ. 19, 1964, Β΄, σ. 211.

(39) Ανασκαφές δικαστικού Μεγάρου Θηβών, Αρχ. Δελτ. 48, 1993, σ. 82.

(40) Α. Κ. Ορλάνδου, Γλυπτά του Μουσείου Θηβών, ΑΒΜΕ, Ε΄, 1939-40, σ. 119 κ.ε.

(41) Φάνη Καλαϊτζάκη, Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Επίσκεψις βίου μοναχικού, εκδ. Σαββάλας, 2003, σ. 13 κ.ε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.