ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η Κατήχηση και οι διάφορες μορφές της

Ηλία Βουλγαράκη
Πάντα τα Έθνη 21 (1987), σελ. 6-8

Κάνοντας εδώ λόγο για Κατήχηση δεν αναφερόμαστε στο άμεσα διδακτικό έργο που ασκεί σήμερα η Εκκλησία προς τα παιδιά με τα Κατηχητικά. Ούτε επίσης στο έμμεσο διδακτικό της έργο με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, με τη χριστιανική αγωγή μέσω των πιστών γονέων ή ακόμη με την τόσο σημαντική για τα παιδιά παρουσία της Εκκλησίας που εκφράζεται μέσα από την παράδοσή της, το εορτολόγιό της, τη λειτουργική της ζωή καθώς και από αυτό ακόμη το παρόν της που δίνει με τους ιερούς ναούς, τις εικόνες, τους ήχους της καμπάνας, αλλά και με τη συμμετοχή της σε έργα κοινωνικά και ακόμη εθνικά. Ο όρος Κατήχηση στον τίτλο του άρθρου μας αναφέρεται κυρίως στο κατηχητικό έργο που άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί η Εκκλησία μας προς τους ενηλίκους, που, μέσω του ιεραποστολικού της κηρύγματος, ανοίγονται στην πίστη προς το Χριστό και ζητούν να γίνουν μέλη του πνευματικού του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας.

Το γεγονός της κατηχήσεως

Η πρώτη εντολή που έδωσε ο Χριστός στους μαθητές του μετά την ανάσταση είναι η γνωστή μας προτροπή για ιεραποστολή· «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. 28, 19). Στα λόγια αυτά του Κυρίου περιέχεται συνοπτικά η εντολή και ταυτόχρονα η εξουσιοδότηση στους μαθητές για τη διακήρυξη του Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο για τη διδασκαλία αυτών που θα πιστέψουν σχετικά με το τι πρέπει να τηρούν και τέλος για το βάπτισμα.

Το τρίπτυχο αυτό· «κήρυγμα, κατήχηση, βάπτισμα» από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής της Εκκλησίας δεν υπήρξε κάτι το απόλυτα άκαμπτο, κυρίως ως προς τη μεταξύ τους σχέση των τριών αυτών πτυχών του. Βέβαια το κήρυγμα είχε πάντα το προβάδισμα. Πολύ παραστατικά παρουσιάζει το γεγονός αυτό ο απ. Παύλος· «Πώς ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν; Πώς δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; Πώς δε ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;...» (Ρωμ. 10, 15). Ωστόσο οι διάφορες περιστάσεις, οι ανάγκες του ιεραποστολικού έργου, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα που πίστευαν, έδιναν κατά περίπτωση την αφορμή να γίνονται μεταβολές στη σχέση των τριών αυτών πτυχών. Έτσι συχνά το κήρυγμα και η κατήχηση ταυτίζονταν, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που να χρησιμοποιείται ο όρος «κατηχείν» με την έννοια του κηρύγματος (1 Κορ. 14, 19). Ο ίδιος πάλι όρος χρησιμοποιόταν και με την έννοια της διδασκαλίας τόσο γενικά (Ρωμ. 2, 18), όσο και ειδικά ως διδασκαλία που συνεχιζόταν και μετά το βάπτισμα (Λουκ. 1, 4, Πράξ. 21, 12, Γαλ. 6, 6).

Ωστόσο η λέξη «κατήχηση» φαίνεται ότι συναντιέται ήδη από τα χρόνια της Κ. Διαθήκης και με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα. Θυμίζουμε το σχετικό χωρίο των Πράξεων, που κάνει λόγο για τον αλεξανδρινής καταγωγής Ιουδαίο λόγιο, τον Απολλώ. Λέει· «Ούτος ην κατηχημένος την οδόν του Κυρίου... επιστάμενος μόνο το βάπτισμα του Ιωάννου» (Πράξ. 18, 24), δηλαδή είχε μόνο βαπτιστεί στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, με άλλα λόγια δεν είχε λάβει το χριστιανικό βάπτισμα. Για το λόγο αυτό, ενώ κήρυττε αυτεπάγγελτα το Χριστό, είχε ανάγκη πρόσθετης κατηχήσεως. Τη φροντίδα αυτή την ανέλαβαν οι γνωστοί συνεργάτες του απ. Παύλου Ακύλας και Πρισκίλλα (Πράξ. 18, 26).

Ανεξάρτητα πάντως από το νόημα που αποδιδόταν κάθε φορά στη λέξη «κατήχηση», ήταν γεγονός ότι πριν από το βάπτισμα προηγείτο μια διδασκαλία. Ο απ. Παύλος την ονομάζει «τύπο διδαχής» (Ρωμ. 6, 17). Μάλιστα σ᾿ άλλη ευκαιρία μας περιγράφει με συντομία τα διάφορα μέρη αυτής της διδαχής. Κι αυτά είναι η μετάνοια, η πίστη στο Θεό, η διδασκαλία για το βάπτισμα, η χειροθεσία με την οποία έρχεται το Άγιο Πνεύμα, η ανάσταση των νεκρών και η αιώνια κρίση (Εβρ. 6, 1)

Στο διάβα των χρόνων η κατήχηση αυτή προς τους ενηλίκους, χωρίς να αλλάξει στην ουσία της, πήρε, κατά τις διάφορες περιόδους της ιστορίας της Εκκλησίας, ανάλογες μορφές. Οι πιο βασικές απ᾿ αυτές είναι οι εξής τέσσερις.

Η πρώτη μορφή

Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται μερικές περιπτώσεις που ασφαλώς δεν θα ήσαν κι οι μόνες, όπου το βάπτισμα ακολουθεί σχεδόν αμέσως μετά τη διδασκαλία. Θυμίζουμε τους 3.000 Ιουδαίους κατά την Πεντηκοστή (2, 41), τις καθημερινές βαπτίσεις στα Ιεροσόλυμα, που ακολουθούσαν την πρώτη μαζική βάπτιση (2, 47· 4, 4· 6, 7), τον ευνούχο της Κανδάκης που βαπτίστηκε από το διάκονο Φίλιππο (8, 38), τον εκατόνταρχο Κορνήλιο από τον απ. Πέτρο (10, 48), τον δεσμοφύλακα των Φιλίππων από τον απ. Παύλο (16, 33), τους γύρω στους δώδεκα μαθητές του Ιωάννη του Προδρόμου στην Έφεσο (19, 5) κ.λπ. Στις παραπάνω περιπτώσεις τη θέση της κατηχήσεως, που σχεδόν απουσίαζε, την υποκατέστησαν θαυμαστά γεγονότα, τα οποία λειτούργησαν σαν άλλη κατήχηση και μάλιστα με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό. Ως τέτοια ήσαν το γλωσσολαλικό χάρισμα του Αγ. Πνεύματος (2, 4· 10, 46· 19, 6), η θαυματουργική αρπαγή του διακόνου Φιλίππου (8, 39), το γεγονός ότι οι κρατούμενοι στις φυλακές των Φιλίππων δεν έφυγαν μετά το σεισμό αν και ελευθερώθηκαν από τα δεσμά τους (16, 27) και άλλα. Πέρα όμως από τα παραπάνω θαυμαστά γεγονότα που υποκατέστησαν για τους συγκεκριμένους ανθρώπους την έλλειψη της επαρκούς κατηχήσεως, τα άλλα σημεία και θαύματα των αποστόλων, που οι πιστοί τα έβλεπαν σχεδόν καθημερινά, πρόσφεραν την πιο δυνατή υποστήριξη σ᾿ αυτούς για να παραμένουν στην πίστη και να αυξάνουν σ᾿ αυτή.

 

Η δεύτερη μορφή

Στα μεταγενέστερα χρόνια η διάρκεια της κατηχήσεως των ολοένα και περισσότερο νεοπροσερχόμενων στην πίστη άρχισε σιγά σιγά να αυξάνει. Ως πρώτο πρώιμο στάδιο εξελίξεως πρέπει να ήταν η χρησιμοποίηση αναγνωσμάτων από την Παλαιά Διαθήκη. Αυτά ήσαν διαλεγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να προβάλλουν στους κατηχούμενους το σχέδιο της θείας οικονομίας, δηλαδή την πορεία της προετοιμασίας του κόσμου από το Θεό για να δεχτεί την εν Χριστώ σωτηρία. Τα αναγνώσματα αυτά έχουν περισωθεί στην ακολουθία του πρωινού του Μ. Σαββάτου.

Στις αρχές του δευτέρου αιώνα η κατήχηση άρχισε να συστηματοποιείται περισσότερο. Δημιουργήθηκε η τάξη των Κατηχουμένων και ταυτόχρονα η διάρκεια του χρόνου της κατηχήσεως επιμηκύνθηκε μέχρι τα τρία χρόνια. Η επιμήκυνση αυτή του χρόνου δεν προέκυψε τόσο από την ανάγκη της καλύψεως μιας μεγάλης «διδακτέας ύλης» κατηχήσεως. Απέβλεπε κυρίως στη στήριξη της πίστεως των υποψήφιων για το βάπτισμα μπροστά για να είναι ικανοί να αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα στην οποία βρέθηκε η Εκκλησία, δηλαδή τους διωγμούς. Από την άλλη πάλι μεριά οι διωγμοί λειτουργούσαν, όχι βέβαια όπως στην προηγούμενη περίοδο τα θαύματα, αλλά κατά κάποιον άλλον, εξίσου όμως άμεσο τρόπο, ως μορφή κατηχήσεως. Ο υποψήφιος για το βάπτισμα, μπροστά στο ενδεχόμενο του διωγμού και της περιπτώσεως να κληθεί να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, έπρεπε να αναμετρήσει, κατά τα ανθρώπινα μέτρα, με κάθε σοβαρότητα τις δυνάμεις του.

 

Η τρίτη μορφή

Όταν τις αρχές του τέταρτου αιώνα η Εκκλησία με το διάταγμα των Μεδιολάνων και τον Μέγα Κωνσταντίνο ελευθερώθηκε από την κρατική καταπίεση, μπήκε σε μια νέα φάση της ζωής της. Στην περίοδο αυτή ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων άρχισε να ενδαφέρεται για την ένταξή του στις τάξεις της. Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον αυτό δεν ήταν πάντα ειλικρινές, μια και τα κίνητρα που το προκαλούσαν έκρυβε ιδιοτέλεια. Ασφαλώς πολλοί ήταν αυτοί που, μπαίνοντας στην Εκκλησία, όχι μόνο δεν διακινδύνευαν, κατά κόσμο, τίποτε, αλλά αντίθετα προσδοκούσαν λογής λογής ωφέλη, εφόσον ο αυτοκράτορας ήταν θετικά διατεθειμένος απέναντι στην Εκκλησία.

Στην περίοδο αυτή η μορφή της κατηχήσεως άλλαξε. Έγινε πιο συστηματική. Οι κατηχούμενοι έπρεπε να έρχονται πιο συχνά στους ναούς, να παρακολουθούν τα κηρύγματα, να δέχονται εξορκισμούς από τα εντεταλμένα πρόσωπα της Εκκλησίας κ.ά. Παραλληλα διαμορφώθηκε πλήρως η τάξη των Φωτιζόμενων, δηλαδή η ομάδα εκείνη των κατηχούμενων που περνούσε από ειδική προετοιμασία για να λάβει το βάπτισμα. Συγχρόνως συστηματοποιήθηκαν οι ειδικές κατηχήσεις για τη συγκεκριμένη αυτή προετοιμασία των Φωτιζόμενων. Δημιουργήθηκαν επίσης νέες κατηχήσεις για μετά το βάπτισμα, που ονομάζονταν μυσταγωγικές. Τέλος λειτούργησε πιο καθοριστικά ο θεσμός των αναδόχων, που τότε ο ρόλος τους δεν συνίστατο στην παρουσία τους κατά το βάπτισμα, αλλά στην παρακολούθηση του κατηχούμενου και στη μύησή του στη νέα ζωή.

Είναι φανερό ότι η νέα αυτή μορφή κατηχήσεως διαμορφώθηκε για να αντιμετωπίσει, όσο ήταν άνθρωπινα δυνατό, την προσέλευση ανθρώπων στο βάπτισμα με ανεπιτρέπτως ιδιοτελή κριτήρια, μια και οι προηγούμενες μορφές έμμεσης κατηχήσεως δεν ήσαν πια απόλυτα αποτελεσματικές, εφόσον τα θαύματα είχαν περιοριστεί και οι διωγμοί είχαν γενικά σταματήσει, τουλάχιστον στα πλαίσια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

 

Η τέταρτη μορφή

Μετά από ένα αιώνα η Εκκλησία άρχισε να περνά σε μια νέα φάση ζωής. Ο Χριστιανισμός έμπαινε στο στάδιο της παγιώσεως. Η διδασκαλία του τόσο από τους Πατέρες της Εκκλησίας όσο και από τις δογματικές διαμάχες της Εκκλησίας με τους αιρετικούς γινόταν ολοένα και πιο γνωστή. Το ίδιο συνέβαινε και με τη μύηση του κόσμου στο νέο χριστιανικό ήθος που έφερε ο Χριστιανισμός. Από την άλλη πάλι πλευρά, χωρίς βέβαια να έχουν εξαλειφθεί τα ιδιοτελή κίνητρα εισόδου στην Εκκλησία, οι κατηχούμενοι δεν επείγονταν πια να βαπτιστούν. Η αναβολή του βαπτίσματος, κάτι που την έψεγαν οι Πατέρες, έφτανε κάποτε και μέχρι τη στιγμή του θανάτου. Πολλοί προτιμούσαν την αναβολή αυτή ως την καλύτερη, κατά τη γνώμη τους, προετοιμασία για την άλλη ζωή, μια και το βάπτισμα απαλλάσσει τον άνθρωπο οριστικά από την αμαρτία. Άλλοι πάλι αποφάσιζαν την αναβολή από τους ίδιους λόγους αλλά με κίνητρα ιδιοτελή και εξαιτίας μιας νομικιστικής από μέρους τους αντιλήψεως του μυστηρίου. Γι᾿ αυτούς το βάπτισμα κατά το Γρηγόριο Νύσσης αποτελούσε «ηδονών κώλυμα». Με άλλα λόγια οι άνθρωποι αυτοί προτιμούσαν να απολαύσουν την εδώ ζωή και ταυτόχρονα με το βάπτισμα πριν το θάνατό τους να «κερδίσουν» την άλλη! Από την άλλη πάλι μεριά η αναβολή του βαπτίσματος μαρτυρεί ότι η παλιά μορφή ιδιοτελών κριτηρίων για προσέλευση σ᾿ αυτό πρέπει να είχε αρκετά μεταβληθεί.

Έτσι φτάνουμε στην τέταρτη μορφή κατηχήσεως. Η Εκκλησία κατά την περίοδο αυτή, χωρίς να διακόψει την προηγούμενη μορφή κατηχήσεως, την τροποποίησε περιορίζοντάς την. Το βάρος πλέον της κατηχήσεως το έριξε στην ίδια τη ζωή της Εκκλησίας. Χαρακτηριστική διατύπωση της μορφής αυτής της κατηχήσεως μας τη δίνει ο ιεραπόστολος επίσκοπος Γάζης όσιος Πορφύριος. Το ποίμνιο της επισκοπής του ήταν ολιγάριθμο. Τούτο οφειλόταν στο έντονα εχθρικό για το χριστιανικό περιβάλλον της πόλεως, που ένα αιώνα μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων εξακολουθούσε να μη δέχεται τη νέα θρησκεία. Όμως όταν τελικά άρχισε να μεταστρέφεται η πόλη στο Χριστιανισμό κι ένας σημαντικός αριθμός πιστών ήρθε στην Εκκλησία, οι παλαιοί πιστοί διαμαρτυρήθηκαν στον επίσκοπό τους που εκδήλωσε την πρόθεσή του να βαπτίσει τους νεοπροσερχόμενους σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, με άλλα λόγια όχι επαρκώς κατηχουμένους. Στη διαμαρτυρία τους αυτή η απάντηση που τελικά δόθηκε από τον Πορφύριο και που οι ίδιοι τη δέχτηκαν και συμφώνησαν με αυτή, ήταν· «όσοι από αυτούς βαφτιστούν μπορούν να σωθούν συναναστρεφόμενοι με το καλό», δηλαδή ζώντας με τη χριστιανική κοινότητα. Και ο βίος του οσίου Πορφυρίου συνεχίζει· «Όταν είπε αυτά ο όσιος Πορφύριος και έπεισε τους αδελφούς, δέχτηκε να βαφτίσει όλους όσους ήθελαν να βαφτιστούν».

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.