ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η απαρχή και η εξέλιξη του βυζαντινού αντιμηνσίου **

Κατερίνα Καραπλή, Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) -
Έλενα Παπασταύρου, Εφορεία Αρχαιοτήτων Πιερίας -
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ)*
Εκκλησιαστικός Φάρος ΠΖ -ΠΗ (2016-17), Αλεξάνδρεια 2018, σελ. 123-140

 

Η τέλεση της χριστιανικής θείας λειτουργίας μπορεί να γίνει και εκτός εκκλησίας, σε οποιονδήποτε άλλο χώρο η και στο ύπαιθρο. Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι η Αγία Τράπεζα, καθαγιασμένη με άγιο μύρο και με λείψανα μαρτύρων τοποθετημένα κάτω από αυτήν, σε ειδική θήκη η κιβωτίδιο (1).

Στην περίπτωση όμως που η Αγία Τράπεζα λείπει η υπάρχει μεν, αλλά δεν είναι καθαγιασμένη, όπως π.χ. σε εκκλησίες νέες η βεβηλωμένες, την αντικαθιστά το αντιμήνσιον (2) η αντιμίνσιον/ αντιμίσσιον(3). Πρόκειται για λέξεις ελληνο-λατινικές. Το αντιμήνσιον, ξύλινο η υφασμάτινο ― καθαγιασμένο και αυτό με άγιο μύρο και έχοντας στην κάτω επιφάνειά του προσαρμοσμένες μικρές θήκες (ξύλινες η θυλάκια υφασμάτινα αντιστοίχως) με άγια λείψανα ― μπορεί να τοποθετηθεί επάνω σε οποιοδήποτε τραπέζι και η λειτουργία να γίνει κανονικά. Άλλωστε, αρχικά και η Αγία Τράπεζα ήταν ένα απλό ξύλινο μεταφερόμενο τραπέζι (4).

Το αντιμήνσιον μαρτυρείται στις γραπτές πηγές από τον Ζ’ αι., προφανώς όμως ήταν γνωστό από πολύ νωρίτερα (5). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στη διάρκεια μακρών μετακινήσεων (διπλωματικών αποστολών/«πρεσβειών», ιεραποστολικών, προσκυνηματικών), ιδιαίτερα όμως κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, είτε χερσαίες είτε θαλάσσιες. Εκεί, την εκκλησία μπορούσε να αντικαταστήσει μία σκηνή «εις εκκλησίαν εικασμένη», προοριζόμενη ειδικά για την στρατιωτική λειτουργία, όπως αυτές που αναφέρουν ο Σωκράτης και ο Σωζομενός, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Corippus, ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ο Γεώργιος Παχυμέρης κ.α. (6). Την μεταφορά αυτής της σκηνής/εκκλησίας και των απαραιτήτων «ιερών» (ενν. σκευών) ανελάμβαναν ο «μινσουράτωρ» και ο «πριμικήριος του βεστιαρίου» (7).

Το «αντιμήνσιον», όπως ήδη είπαμε, ήταν από ξύλο ― γενικώς από σκληρό υλικό ― η ύφασμα, τελικά όμως επικράτησε το δεύτερο, καθ’ ότι πιο εύχρηστο (8). Το ξύλινο είναι, ως φαίνεται, ο πρόγονος της φορητής Αγίας Τράπεζας, του «altareportatile» η απλώς «portatile», με τη λατινική ονομασία που επικράτησε στη Δύση (γαλλ.: «autelportatif», γερμ.: «Trag -, Feld -, Reisealtar») (9).

Πρόκειται για μια ειδική κατασκευή, στην ουσία για μία λειψανοθήκη, ένα κιβωτίδιο συνήθως ξύλινο, καλυπτόμενο με πλάκα από ημιπολύτιμο λίθο (αχάτη, αμέθυστο, ορεία κρύσταλλο η α.) με πλαίσιο ξύλινο η μπρούντζινο, επιχρυσωμένο η επάργυρο, με ανάγλυφες παραστάσεις αγίων μορφών. Σημειώνω, ότι τον ίδιο τύπο τραπεζιού ― δηλαδή μία κεντρική πλάκα περιβαλλόμενη από ανάγλυφο πλαίσιο, επίχρυσο η επάργυρο ― συναντούμε και σε εύπορα βυζαντινά σπίτια (10).

Οι σωζόμενες βυζαντινές φορητές Άγιες Τράπεζες είναι αντικείμενα αρκετά σπάνια. Οι πιο παλιές έχουν σχήμα ορθογώνιας πλάκας (βλ. αμέσως προηγούμενα), είναι δε μάλλον μικρών διαστάσεων. Η εικονογράφησή τους συνδέεται με τη χρήση τους, εφ’ όσον αντικαθιστούν την Αγία Τράπεζα (11). Είναι και αυτές συνδεδεμένες με τη διπλή φύση του Χριστού, θεία και ανθρώπινη· συμβολίζουν τόσο τον τάφο του Χριστού όσο και τον θρόνο του Θεού και συνοψίζουν την εικονογραφία του ευρύτερου χώρου του Ιερού Βήματος (12).

Στον ελλαδικό χώρο δεν γνωρίζω να υπάρχει αυτού του τύπου φορητή Αγία Τράπεζα. Σώζονται όμως κάποιες σε μουσεία και συλλογές της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης (13), όπου έφθασαν με διάφορους τρόπους (14). Φυλάσσονται ομοίως εκεί και άλλες, που φιλοτεχνήθηκαν στη Δύση και στις οποίες διαπιστώνουμε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονη την βυζαντινή επίδραση (15).

Γνήσια βυζαντινή μπορεί να θεωρηθεί φορητή Τράπεζα (διαστάσεων 25 Χ 22,3 Χ 3.8 εκ.) που βρίσκεται σήμερα στο Kunstgewerbemuseum του Βερολίνου. Ανήκει στον λεγόμενο «θησαυρό των Γουέλφων» (Welfenschatz ) και χρονολογείται στα τέλη του ΙΒ’ αι. (εικ. 1) (16). Η πλάκα είναι από ορεία κρύσταλλο. Κάτω από αυτήν, τεμάχιο δέρματος ρόδινου χρώματος καλύπτει δρύϊνο κιβωτίδιο με άγια λείψανα, συσκευασμένα σε 11 μικρά πακέτα. Η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το πλαίσιο που περιβάλλει την πλάκα είναι μονοκόμματο από ασήμι επιχρυσωμένο, ενώ στις γωνίες έχει χρησιμοποιηθεί νιέλλο. Είναι σφυρηλατημένο, με φυτικά μοτίβα (φύλλα) και φέρει έξη στηθάρια (m é daillons ) με ιερές μορφές, των οποίων όμως δεν αναγράφονται τα ονόματα. Στο κέντρο της άνω στενής πλευράς εικονίζεται ο Χριστός, ενώ λίγο πιο κάτω, στις μακρές (κάθετες) πλευρές, η Θεοτόκος (αριστερά ως προς τον θεατή) και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος (δεξιά). Πρόκειται δηλ. για τις τρεις μορφές που συνθέτουν τον πυρήνα στην παράσταση της Δεήσεως (17). Ακολουθούν προς τα κάτω, στις μακρές πάντοτε πλευρές, δύο στρατιωτικοί άγιοι, πιθανότατα οι Θεόδωρος (αριστερά) και Γεώργιος (δεξιά) (18). Στο κέντρο της κάτω στενής πλευράς αταύτιστος άγιος, που κρατεί δισκοπότηρο (ιατρός;). Φύλλο αργύρου καλύπτει το πίσω μέρος του αντικειμένου, προστατεύοντας έτσι τα εμπεριεχόμενα άγια λείψανα (19).

Παρατηρώντας προσεκτικά τα έξη στηθάρια, διαπιστώνουμε ότι ακολουθούν ― σε σύμπτυξη βέβαια ― το εικονογραφικό πρόγραμμα των εκκλησιών, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη λήξη της Εικονομαχίας (843), από τα μέσα του Θ’ και μέχρι το τέλος του Ι’ αιώνα (20). Πρόκειται για το ίδιο πρόγραμμα που βλέπουμε και σε άλλα ιερά αντικείμενα (λιτανικούς σταυρούς, σημαίες, ελεφαντοστέϊνα τρίπτυχα) που «συνόδευαν» τα στρατεύματα και τους αρχηγούς τους στις πολεμικές επιχειρήσεις (21). Πράγματι, αυτή, την οποία μελετούμε, πιστεύω ότι πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση της θείας λειτουργίας στη διάρκεια μιας η περισσοτέρων επιχειρήσεων. Συνηγορεί στην άποψη αυτή η αυστηρή επιλογή μόνο των δύο στρατιωτικών αγίων (και όχι άλλων), δεδομένου ότι αυτοί προστατεύουν το στράτευμα και το οδηγούν στη νίκη. Ομοίως και ο τρίτος άγιος, αν είναι ιατρός, προστατεύει και αυτός το στράτευμα.

Μια δεύτερη φορητή Αγία Τράπεζα του Welfenschatz (περί το 1200· βλ. εικ. 2) (22) μπορεί μόνο έμμεσα να συνδεθεί με τη βυζαντινή παράδοση. Την πλάκα, από αχάτη, περιβάλλουν δύο πλαίσια. Το ένα, το εσωτερικό, αργυρό, δυτικής τεχνοτροπίας, φέρει διακόσμηση μόνο στις στενές (κάθετες) πλευρές, τρία «στηθάρια» (m é daillons ) με αγίους στην κάθε μία. Στο άλλο, το εξωτερικό, βυζαντινής κατασκευής, το εικονογραφικό σχήμα θυμίζει τα πλαίσια εικόνων της εποχής των Κομνηνών. Ειδικότερα, στην επάνω μακρά (οριζόντια) πλευρά ο Χριστός περιστοιχίζεται από τους πρώτους των αποστόλων, Πέτρο και Παύλο. Ακολουθούν, στις δύο (κάθετες) στενές πλευρές, οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός. Στην κάτω μακρά πλευρά η Θεοτόκος περιστοιχίζεται από τους αγίους Στέφανο και Σίξτο. Στις τέσσερες γωνίες οι ευαγγελιστές. Όλες οι μορφές εικονίζονται σε προτομή, ενώ οι Κοσμάς και Δαμιανός ολόσωμοι, όρθιοι, υπογραμμίζοντας έτσι την ιδιότητά τους ως ιατρών-προστατών. Από την άλλη πλευρά, με την παρουσία των τεσσάρων ευαγγελιστών η των συμβόλων τους στις γωνίες (23), τονίζεται ο λειτουργικός ρόλος του αντικειμένου. Διότι είναι αυτοί και τα σύμβολά τους που υμνούν το μεγαλείο του Παντοκράτορος στον Ουρανό: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου» (Αποκ. Δ’, 7 κ.ε., Ησ. 6. 1-3) (24). Ως εκ τούτου τοποθετούνται πάντοτε στις γωνίες των επιταφίων και των αντιμηνσίων.

Μία άλλη φορητή Τράπεζα (25), φυλασσόμενη στον καθεδρικό ναό της Λυών και χρονολογούμενη στον ΙΓ’ αιώνα, ακολουθεί επίσης τη βυζαντινή παράδοση. Η πλάκα είναι από αμέθυστο. Στο πλαίσιο, στο κέντρο της επάνω μακράς πλευράς (οριζόντιας), ο Χριστός περιστοιχίζεται από την Θεοτόκο και τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Όρθιοι, στις στενές (κάθετες) πλευρές εικονίζονται δύο Πατέρες της Εκκλησίας: Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τέλος, στην κάτω μακρά πλευρά, σε στηθάρια, ο στρατιωτικός άγιος Θεόδωρος (στο κέντρο) και οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, ομοίως προστάτες (ιδίως ο πρώτος) των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Τα ονόματα όλων των ιερών μορφών αναγράφονται στα ελληνικά. Στην πίσω πλευρά διαβάζουμε, επίσης στα ελληνικά: «ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ ΚΑΙ ΕΣΚΗΝΩΣΕΝ ΗΜΙΝ ΚΑΙ ΕΘΕΑΣΑΜΕΘΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΑΥΤΟΥ (Ιω. 1:14), επιγραφή που υπογραμμίζει τη διπλή φύση του Χριστού.

Παρατηρούμε, ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα των τριών «σκληρών» αντιμηνσίων βυζαντινής τεχνοτροπίας που παρουσιάσαμε, συνίσταται στην ουσία από μία «μεγάλη Δέηση» ― επιτομή ενός ολόκληρου μνημειακού προγράμματος ― και, όπως θα δούμε πιο κάτω, αλλάζει με την πάροδο του χρόνου (26).

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η «Ακολουθία επί κατευοδώσει και συμμαχία στρατού» ― πιθανότατα υπόδειγμα ― χρονολογούμενη στην εποχή της ακμής του Βυζαντίου (από τα μέσα του Θ’ έως και τον ΙΑ’ αιώνα το αργότερο). Εδώ, η σειρά των τροπαρίων αντιστοιχεί στη σειρά που ακολουθείται στην εικονογράφηση του τρούλλου, της αψίδος του Ιερού και των τοίχων των εκκλησιών μετά το τέλος της Εικονομαχίας (27). Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ο κρατικός μηχανισμός ενεργούσε μεθοδικά και με συνέπεια για την τόνωση του φρονήματος λαού και στρατού πριν από τον πόλεμο, καθώς και κατά τη διάρκειά του. Ας μη λησμονούμε, ότι η βυζαντινή τέχνη ήταν σε μεγάλο βαθμό τέχνη «στρατευμένη», στην υπηρεσία της πολιτείας και της θρησκείας (28).

Γνωστές είναι και αρκετές δυτικές φορητές Άγιες Τράπεζες από σκληρό υλικό, επηρεασμένες λίγο η πολύ από βυζαντινά πρότυπα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η προερχόμενη πιθανότατα από τη μονή της Fulda (Γερμανία, περί το 1030) (29), καθώς και άλλες, του ΙΒ’ αι., στις οποίες αρχίζουν να εμφανίζονται ορισμένες διαφορές (30).

Ξύλινα «αντιμήνσια» χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα από χριστιανούς της ανατολικής Μεσογείου, όπως οι Κόπτες και οι Σύροι (Μαρωνίτες). Το αρχαιότερο βρίσκεται στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου (31), χρονολογείται από τον ΙΔ’ αι. και φέρει την απλή παράσταση του σταυρού περιβαλλομένου από κοπτικές επιγραφές, συνδεόμενες με τους ψαλμούς, καθώς και από τα ελληνικά γράμματα ΑΩ και ΙΣ ΧΣ ΥΣ ΘΥ (Ιησούς Χριστός Υιός Θεού).

Τα ξύλινα αντιμήνσια (32) της μεταβυζαντινής περιόδου είναι σπάνια. Γνωστά είναι τρία στην Κύπρο (33): ένα του 1572, ένα του 1653 (στη μονή του Κύκκου) και ένα του 1684 (στο μουσείο της μονής του Αγίου Νεοφύτου). Στα δύο, του 1572 και του 1684, εικονίζεται σταυρός και επιγραφές, ενώ αυτό του 1653 είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο (εικ. 3). Φέρει ενσωματωμένα 52 (!) άγια λείψανα, ελεφαντοστέϊνο ανάγλυφο εικονίδιο του αποστόλου Πέτρου (ΣΤ’ αι.) και καμέο με ανάγλυφη παράσταση του αγίου Δημητρίου (ΙΓ’ αι.). Στο κέντρο του αντιμηνσίου εικονίζεται σταυρός με θολωτή βάση (αψίδα) (34), καθώς και επιγραφές με τα ονόματα του Χριστού και των αγίων στους οποίους ανήκουν τα λείψανα. Τέλος, επιγραφή, που περιτρέχει το πλαίσιο, δηλώνει τη λειτουργία του αντικειμένου, καθώς και τον καθαγιασμό του, το 1653, από τον δωρητή του επίσκοπο Κύπρου και Νέας Ιουστινιανής Νικηφόρο.Το αντιμήνσιον του Κύκκου εκπλήσσει με τον μεγάλο αριθμό λειψάνων και με τα άλλα αρχαία κειμήλια που φέρει και που ο Νικηφόρος, φοβούμενος μήπως στο μέλλον διασκορπισθούν και χαθούν, αφορίζει, στην επιγραφή του πλαισίου, οποιονδήποτε διαπράξει την ιεροσυλία να τα αποσπάσει (35).

Τα περισσότερα μεταβυζαντινά αντιμήνσια είναι από λινό ύφασμα και κοσμούνται κυρίως με θέματα ευχαριστιακά, που καταλαμβάνουν όλη την επιφάνειά τους και πλαισιώνονται από εκτενή επιγραφή. Παρ’ όλο που έχουν συχνά ελκύσει την προσοχή των ειδικών (36), δεν έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί ακόμη επαρκώς, για διάφορους λόγους: την πολυπλοκότητα των εικονογραφικών τους προγραμμάτων, τις καλλιτεχνικές τάσεις που φανερώνουν, τις ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν οι επιγραφές τους. Πράγματι, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας ανήκει μία σημαντική συλλογή από υφασμάτινα αντιμήνσια, η οποία, μέχρι στιγμής, δεν έχει δημοσιευθεί στο σύνολό της. Πολλά είναι τυπωμένα (στα Ιεροσόλυμα, στη Βενετία, στο Άγιον Όρος). Άλλα είναι ζωγραφισμένα με το χέρι. Σκοπός μας εδώ είναι να παρουσιάσουμε εν συντομία μερικά παραδείγματα, που δείχνουν την εικονογραφική ποικιλία κατά την μεταβυζαντινή περίοδο.

Σε ορισμένα από αυτά τα αντιμήνσια παρουσιάζεται ο σταυρός ― σύμβολο της θυσίας, αλλά και του θριάμβου του Κυρίου επί του θανάτου (37) ― μαζί με άλλα σύμβολα του Πάθους, τη λόγχη, τον σπόγγο και ενίοτε τον ακάνθινο στέφανο. Πολύ συχνά, γύρω από τον σταυρό εμφανίζονται ως μονογράμματα τα αρχικά γράμματα λέξεων με σημασία γνωστή στη λειτουργική και εικονογραφική παράδοση (38).Ο σταυρός βρίσκεται συνήθως επάνω σε βάση, που παριστάνεται ως ημικυκλική αψίδα, συμβολίζοντας έτσι τον λόφο του Γολγοθά και ανακαλώντας ομοίως το «όρος Σιών», από το οποίο πηγάζουν οι τέσσερεις ποταμοί του Παραδείσου (39). Στο αντιμήνσιο του Κύκκου η βάση είναι θολωτή, τρίλοβη (εικ. 3).

Σε άλλες περιπτώσεις ο σταυρός εμφανίζεται στηριζόμενος επί βαθμίδων (εικ. 4), ενθυμίζοντας έτσι το σχήμα που συναντούμε σε βυζαντινά νομίσματα των ΣΤ’-Ζ’ αιώνων, όταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες διεξήγαν τους νικηφόρους πολέμους κατά των Περσών. Το οπτικό «μήνυμα» της παράστασης ανακαλεί πράγματι στη μνήμη τον σταυρό θριαμβεύοντα επί ανεστραμμένου (αναποδογυρισμένου) βαθμιδωτού ζωροαστρικού βωμού και, κατ’ επέκταση, δηλώνει τον θρίαμβο της χριστιανικής αυτοκρατορίας επί εκείνης των Σασσανιδών. Πρόκειται δηλαδή για μήνυμα ταυτοχρόνως πολιτικό και θρησκευτικό (40). Η ίδια παράσταση επαναλαμβάνεται και σε μεταγενέστερα βυζαντινά νομίσματα, υπαινισσόμενη πάντοτε νίκες, εναντίον (άλλων πλέον) εχθρών.

Στα αντιμήνσια, στο εσωτερικό κοίλωμα του βάθρου (είτε θολωτού είτε βαθμιδωτού) εμφανίζεται συχνά το κρανίο του Αδάμ, σύμφωνα με την παράδοση και τα λειτουργικά κείμενα (41). Επί πλέον, οι αφηγηματικές σκηνές, όπως η Κοινωνία των Αποστόλων η ο Θρήνος υποδεικνύουν ευθέως τη λειτουργία του κοσμουμένου αντικειμένου. Ειδικότερα, ο Θρήνος απαντάται συχνά (εικ. 5) σέδιάφορες παραλλαγές. Στη μεταβυζαντινή περίοδοείναι συχνά εμφανείς δυτικές επιρροές. Οι σκηνές που συνήθως περιβάλλουν τον Θρήνο είναι η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, τα σύμβολα του Πάθους, η πόλη της Ιερουσαλήμ με τον Πανάγιο Τάφο, επάνω ο Θεός-Πατήρ κ.α. (εικ. 5) (42).

Άλλες φορές το ευχαριστιακό μήνυμα εκπέμπεται με πιο λιτά εικονογραφικά μέσα, και δη συμβολικά, όπως ο Χριστός-αμνός κείμενος επί της σαρκοφάγου η και ο «Μελισμός», όπως σε «αντιμήνσιο» του 1855 (εικ. 6) (43).

Άλλη παράσταση είναι η «Άκρα Ταπείνωσις» (imago pietatis ): ο Ιησούς νεκρός, ημίσωμος, όρθιος μέσα στη σαρκοφάγο, εμπρός από τον σταυρό και λοιπά σύμβολα του Πάθους. Πρόκειται για θέμα αλληγορικό της θείας ευχαριστίας, γνωστό στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση, από τον ΙΒ’ αι. (εικ. 7) (44).Παραλλαγή του ίδιου θέματος συναντούμε σε αντιμήνσιον της Ζακύνθου, του 1732 (εικ. 7) στο οποίο ο Χριστός υποβαστάζεται από έναν άγγελο (45). Οι άγγελοι στην παράσταση αυτή εμφανίζονται στην ιταλική εικονογραφία τον ΙΓ’ αι (46). Το σχήμα αυτό, αν και όχι πολύ συχνό στη μεταβυζαντινή τέχνη, διαδόθηκε όμως στη Ζάκυνθο, π.χ. σε εικόνα του ΙΣΤ’ αι. (47), καθώς και σε σειρά έργων του ΙΗ’ αι (48).Σε άλλες περιπτώσεις εμφανίζεται ο Χριστός ημίσωμος, όρθιος μέσα στο Άγιον Ποτήριον (εικ. 8), σχήμα συναντώμενο από τον ΙΔ’ αι. (Παναγία Ευαγγελίστρια στον Μυστρά) και ιδιαιτέρως συχνό στη μεταβυζαντινή περίοδο (49).

Ιδιαίτερη σημασία στα αντιμήνσια έχει η επιγραφή που πλαισιώνει τις εικονογραφικές παραστάσεις. Σκοπός της είναι να αναδείξει τη λειτουργία του αντικειμένου ως καθαγιασμένου ιερού βωμού, όπου θα τελεσθούν οι ιερές ακολουθίες. Στη συνέχεια αναγράφεται το όνομα του πατριάρχη η του μητροπολίτη που το καθαγίασε και, τέλος, η χρονολογία. Αν πρόκειται για τυπωμένο στο ύφασμα, σημειώνονται ομοίως ο τόπος του τυπογραφείου (Βενετία, Ιεροσόλυμα, Άγιον Όρος) και η χρονολογία. Έτσι, οι επιγραφές μπορούν να είναι πηγή σημαντικών ιστορικών πληροφοριών. Π.χ. στο προαναφερθέν αντιμήνσιον της Ζακύνθου (εικ. 7) αναγράφεται το όνομα του μητροπολίτη Ζακύνθου και Κεφαλληνίας Σωφρονίου (Ρομαντζά η Ρουμαντζά) (50), ενώ σε άλλο παράδειγμα (εικ. 5) εμφανίζεται το όνομα του επίσης σημαντικού μητροπολίτη Κορίνθου Μακαρίου (Νοταρά) και η χρονολογία 1739 (51).

Ως κατακλείδα στο σύντομο αυτό άρθρο παραθέτουμε φωτογραφία από την εποχή του Β’ παγκοσμίου πολέμου: την τέλεση της θείας λειτουργίας για την εορτή του Ευαγγελισμού και της Εθνικής Επετείου, στο αλβανικό μέτωπο, στις 25 Μαρτίου 1941. Διακρίνεται το αντιμήνσιον επάνω σε πτυσσόμενο τραπέζι, οι εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου στηριγμένες στα όπλα, η ημερομηνία σημειωμένη με μικρές λευκές πέτρες στο έδαφος (εικ. 9) (52).


Υποσημειώσεις

* kkarapli @ arch. uoa. gr - epapastavrou @ yahoo. gr

** Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί σε εκτενέστερη μορφή στα γαλλικά, με τον τίτλο: Katerina Karapli, Hélène Papastavrou, «Autels portatifs (Altaria portatilia - Antimensia. Courte note», στόσερβικόπεριοδικόΖΟΓΡΑΦ 38 (2014), σελ. 221-231.

(1)Γ.Α. Σωτηρίου, Χριστιανικήκαίβυζαντινήαρχαιολογία, τ. Α’, Αθήναι 1962, σ. 180-185, 507-508.

(2)Από τις λέξεις «αντί» + «mensa» (τράπεζα, τραπέζι). Ευ. Θεοδώρου, «Αντιμήνσιον», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Β’, Αθήναι 1963 (στο εξής ΘΗΕ), στ. 870 κ.ε. HPetrides, «Antimension», Dictionnaire d ’ Arch é ologie Chr é tienne et de Liturgie (στο εξής DACL ), éd. F. Cabroletal., I /2, Paris 1907, στ. 2319-2326. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ιεράς Συνόδου προς τους ιερείς του ελληνικού στρατού (Μάρτιος 1837), § στ’, έπρεπε και η Τράπεζα ομοίως να προορίζεται γι’ αυτόν τον σκοπό, να είναι δηλαδή καθαγιασμένη. Βλ. Αρχιμανδρ. Μελ. Π. Κουράκλης, Θρησκευτικοί λειτουργοί στο στράτευμα δια μέσου των αιώνων, Αθήνα 2010, σ. 634. Σε κανέναν άλλο ελληνικό εκκλησιαστικό κανονισμό δεν τίθεται ο όρος αυτός, όπως μου διευκρίνισε ο π. Κουράκλης, τον οποίο και ευχαριστώ.

(3)Από τις λέξεις «αντί» + «μίνσος» -«missus» (= μικρό τραπέζι κινητό προοριζόμενο για τη μεταφορά των γευμάτων, η και δίσκος). Την γραφή αυτή υιοθετεί και υποστηρίζει στο αφιερωμένο στο θέμα βιβλίο του ο Αιδεσ. Παρ. Αγάθωνος, Οικονόμος, Το αντιμίνσιον, Λευκωσία 2003, σ. 21-53 κ.α. Βλ. και P. Plank, «Antiminsion», Lexikon des Mittelalters (στο εξής LMA ), I, M ü nchen, 1981, στ. 715-716.

(4)Σωτηρίου, ο.π., σ. 182 κ.ε. Αγάθωνος, ο.π., σ. 55 κ.ε.

(5)Βλ. επόμ., σημ. 32.

(6)Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, στ. 124C. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, στ. 880. Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου, Δ’, LVI (Βιβλιοθ. Ελλ. Πατέρων και Εκκλησ. Συγγραφέων, στο εξής ΒΕΠΕΣ: τ. ΚΔ’, σ. 194. Eusèbe de Césarée. Vie de Constantin, eds. F. Winkelmann, L. Pietri, M.-J. Rondeau, Paris 2013, IV/LVI. Flavius Cresconius Corippus. Iohannidos seu De bellis Libycis libri VIII, eds J. Diggle, F.R.D. Goodyear, Cambridge 1970, σ. 177. Κωνστ. Πορφυρογέννητος, ΈκθεσιςπερίτήςΒασιλείουΤάξεως (στο εξής : Βασ. Ταξ.): Constantini Porphyrogeniti imperatoris De cerimoniis aulae byzantinae, ed. I.I. Reiske, Bonn 1829, σ. 466-467. J.F. Haldon, Constantine Porphyrogenitus. Three Treatises on Imperial Military Expeditions, Wien 1990, σ. 106, 183-184, 195. Georges Pachymérès. Relations historiques, 1. Livres I-III, ed. A. Failler, V. Laurent, Paris 1984, σ. 23515 -18. Du Cange, Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis, I-II, Graz 21958, στ. 86 («Αντιμίνσιον»), στ. 935 («Μίνσος»). Δεν είναι άσκοπο, νομίζω, να αναφέρουμε εδώ, ότι και οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούσαν στις μακράς διαρκείας μετακινήσεις τους (όχι μόνο στρατιωτικές ) «κινητά τζαμιά»: V. Christides, «Ibn Battuta’s Journey to Constantinople», Entre Oriente y Occidente: Ciudades y viajeros en la Edad Media, eds. J.P. Montferrer Sala, M.D. Rodríguez Gómez. Granada 2005, σ. 315. Γιάτίςσκηνές - εκκλησίεςστήΔύση (καθώςκαίστήνΑνατολή, όχιόμωςστόΒυζάντιο : M. Russon, H. Martin, Vivre sous la tente au Moyen Age (Ve-Xve s.), Rennes 2010, σ. 115, 235, 255, 266 κ. α. Κουράκλης, ο. π., σ. 634. Αγάθωνος, ο. π., σ. 58.

(7) Βασ. Ταξ., σ. 466-467.

(8) Θεοδώρου, «Αντιμήνσιον», στ. 870 κ. ε. Theophanis Chronographia, ed. C. de Boor, II, Leipzig 1885, σ. 450: «ενεχθέντος αντιμισσίου». Ο παπικός βιβλιοθηκάριος Αναστάσιος μεταφράζει (από παλαιό χειρογραφο της Χρονογραφίας του Θεοφάνη μη σωζόμενο σήμερα ): «delato altario», στόίδιο, ΙΙ, σ. 29820.

(9) J.H. Emminghaus, «Altare portatile», LMA I, σ. 463. H. Leclercq, «Autel», VII «Autels portatifs», DACL I/2, στ. 3187. Exposition internationale d’art byzantin, 28 mai - 9 juillet 1931 : Musée des arts décoratifs, Palais du Louvre, Pavillon de Marsan, Paris 1931, σ. 447-448. L’art byzantin, art européen, eds. M. Chatzidakis et al., Athènes 1964, σ. 433, no 521 (E. Kalliga-Geroulanou). L. Arntz, «Der Feldaltar in Vergangenheit und Gegenwart», Zeitschrift für christliche Kunst 28 (1915), σ. 89-105, γραμμένο κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ασχολείται μόνο με τη Δύση και, παρ’ ότι ανατρέχει μέχρι τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δεν μνημονεύει καθόλου το Βυζάντιο. A.M. Koeniger, Die Militärseelsorge der Karolingerzeit, München 1918, σ. 45-46 (βλ. και ελλην. μετάφραση : Κουράκλης, ο. π., σ. 238).

(10)M.H. Fourmy - M. Leroy, «La vie de Saint Philarète», Byzantion 9 (1934), σ. 136-137: «τράπεζαελεφαντίνηπερικεχρυσωμένη». Ομοίως, Constantine Porphyrogenitus. De administrando imperio, ed. Gy. Moravcsik, transl. R. J.H. Jenkins, Washington 1967, σ. 244, κεφ. 50. 248-249, 252: «τραπεζίου ασήμιν εν ζωδον» (το πλαίσιο τραπεζιού που προσέφερε στον Λέοντα ΣΤ’ ο ιερεύς Κτενάς ).

(11) Leclercq, «Autel», στ. 3187.

(12) F.E. Brightman, «The Historia Mystagogica and other Greek Commentaries on the Byzantine Liturgy», Journal of Theological Studies 9 (1907/1908), σ. 259.14, 258.11.Germanus Constantinopolitanus. Rerum ecclesiasticarum contemplatio, PG 98, στ. 388C. Sophronius Hierosolymitanus. Fragmentun commentarii liturgici 2, PG 87, στ. 3984.

(13)Γενικά, πάντως, πολύ λίγα αντικείμενα του τύπου αυτού σώζονται. Κατά τον L. Arntz (Der Feldaltar, σ. 90), αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι άξια να περιληφθούν σε συλλογές κρίνονταν κυρίως όσα ήταν από ακριβά υλικά και με πολυτελή διακόσμηση, ενώ εκείνα από ευτελέστερα υλικά, όπως από απλό ξύλο, δεν συνέτρεχε λόγος να φυλαχθούν και, ως εκ τούτου, ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν για άλλους σκοπούς.

(14)W. Ehlich, «Weitreichender Einfluß byzantinischer Tragaltäreund Ikonenränder», Byzanzinder europaïschen Staatenwelt, Berliner Byzantinistische Arbeiten 49 (1983), σ. 217-223 και εικόνες.

(15)Ehlich, ο. π., σ. 217 κ. ε. G. Swarzenski, «Der Welfenschatz», Der Welfenschatzim Kunstgewerbe museum Berlin, Jahrbuchder Stiftung Preussicher Kulturbesitz 2 (Köln 1963), σ. 94-95, 98 κ. ε. Βλ. και H. Fillitz, Das Mittelalter I, Berlin 1969, σ. 16, 104-108, 155 κ. α. Για τις βυζαντινές επιρροές στη δυτική τέχνη, βλ. Otto Demus, Byzantine Art and the West, New York 1970, passim.

(16)Πρέπει να έφθασεστόν «θησαυρό των Γουέλφων» (Welfenschatz ) μεταξύ 1542 και 1671. Βλ. B.U. Hucker κ. α. (επιμ.), Otto IV. Traum vom Welfischen Kaisertum, Petersberg 2009, σ. 480. Swarzenski, ο. π., σ. 98. Ehlich, ο. π., σ. 217 και εικ. 2. Η αρχή της δημιουργίας του Welfenschatz ανάγεται στον Ερρίκο τον Λέοντα, δούκα της Σαξωνίας και της Βαυαρίας (1129-1195),ηγεμόνα με οξύ καλλιτεχνικό και, κατ’ επέκταση, συλλεκτικό αισθητήριο. Βλ. Swarzenski, ο.π., σ. 92 κ.ε. Fillitz, ο.π., σ. 105. Ehlich, ο.π.,σ. 217. Πρόσφατη παρουσίαση του συγκεκριμένου αντικειμένου βλ. στον κατάλογο της έκθεσης στο Braunschweiger Landesmuseum : Hucker κ.α., Otto IV, ο.π., σ. 478-480, αρ. 170, υπό Regine Marth, η οποία το χρονολογεί στα τέλη του ΙΒ’ αι. και υποστηρίζει ότι προέρχεται από την Ιταλία, πράγμα διόλου απίθανο. Ευχαριστίες οφείλονται στον αναπληρωτή διευθυντή του Kunstgewerbe museum του Βερολίνου Δρα Lothar Lambacher για τις πληροφορίες, καθώς και τη φωτογραφία, που με προθυμία μας έστειλε.

(17)A. Grabar, L’empereur dans l’art byzantin. Recherches sur l’art officiel de l’empire d’Orient, Paris 1936, σ. 258. Th. von Bogyay, «Déesis», in Lexikon der christlichen Ikonographie I, Breisgau 1968, στ. 494-495. Hucker, Otto IV, ο.π., σ. 478. Για την παράσταση της Δεήσεως βλ. Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Διονυσίου του εκ Φουρνά, «Ερμηνείατήςζωγραφικήςτέχνης», εν Πετρουπόλει 1909, σ. 128, 141, 215, 221, 224, 229, 261, 287. Η προσθήκη και άλλων αγίων στις τρεις βασικές μορφές συνιστά τη λεγόμενη «μεγάλη Δέηση»: Th. Von Bogyay, ο.π., στ. 494-495.

(18)Βλ. και Ehlich, ο.π.,σ. 217. Για τις παραστάσεις στρατιωτικών αγίων βλ. Ch. Walter, The Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition, Aldershot 2002.

(19) Ehlich, ο.π.,σ. 217.

(20)Για το μνημειακό εικονογραφικό πρόγραμμα μετά την Εικονομαχία, βλ. την 10η Ομιλία του πατριάρχη Φωτίου: Β. Λαούρδας, Φωτίου Ομιλίαι, Θεσσαλονίκη 1959, σ. 102-103. Ομοίως τον Λόγο 28 του Λέοντος ΣΤ’, εκδ. Ακακίου ιερομονάχου: Λέοντος Σοφού, Πανηγυρικοί Λόγοι, Αθήναι 1868, σ. 274-280. Κλασική παραμένει η μελέτη του O. Demus, Byzantine Mosaic Decoration, London 1948. J.-M. Spieser, Liturgie et programmes iconographiques, Travaux et Mémoires 11 (1991), σ. 575-590. Rayonnement de Byzance, ed. T. Velmans et al., Paris 1999, σ. 93 κ. ε. Α. Μαντάς. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού Βήματος των Μεσοβυζαντινών ναών της Ελλάδας (843-1204), Αθήνα 2001. J. Vitaliotis, «Le programme iconographique “classique” de l’Église byzantine, expression de la doctrine christologique », Actes du Congrès «Cristo nell’Arte Bizantina e Post-bizantina», Venezia 2002, σ. 57-70. Hélène Papastravrou, Recherche iconographique dans l’art byzantin et occidental du XIe au XVe siècle. L’Annonciation, Venise 2007, σ. 115 κ. ε.

(21) Κατά τον Grabar, στις πορείες, οι λιτανικοί σταυροί «αντικαθιστούσαν», κατά κάποιον τρόπο, μία φορη τη Αγία Τράπεζα : A. Grabar, «La précieuse croix de la Lavra Saint Athanase du Mont Athos», CA 19 (1969), σ. 111-112. Κατερίνα Καραπλή, «Κατευόδωσις στρατού». Η οργάνωση και η ψυχολογική προετοιμασία του βυζαντινού στρατού πριν από τον πόλεμο (610-1081), Ι, Αθήνα 2010, σ. 111, 114 (σημ. 295), 120-121. Βλ. και K. Karapli - H. Papastavrou, «Autels portatifs (Altaria portatilia) - Antimensia. Courte note», ΖΟΓΡΑΦ 38 (2014), σ. 223 (σημ. 22).

(22)Ehlich, ο. π., σ. 218, εικ. 6.

(23)K. Wessel, «Evangelisten symbole», RbK II, στ. 508 κ. ε. F. Brightman, Liturgies Eastern and Western, I: Eastern Liturgies, Oxford 1896, σ. 313, 323, 385, 402-403. ΠατριάρχηςΓερμανός, Εκκλησιαστική ιστορία, PG 98, στ. 388 C, 413 BC, 429 D. Γκιολές, Ο βυζαντινός τρούλλος, σ. 145-146. Hél. Papastavrou, «Un épitaphios brodé de 1672 au Musée Byzantin», ΔελτίονΧΑΕ 20 (1999), σ. 404.

(24) Ιωάννης ο Δαμασκηνός, (III/10), PG 94, στ. 1021. Οίδιος, PG 95, στ. 37.Πατρ. Γερμανός, PG 98, στ. 408-409. D. Pallas, Passion und Bestattung Christi in Byzanz. Der Ritus - Das Bild, München 1965, σ. 40 κ. ε., Exkurs II. Παρ. Αγάθωνος, Το Αντιμίνσιον, σ. 312 κ. ε.

(25) L’art byzantin, art européen, σ. 433, no 521 (Kalliga-Geroulanou). Byzance. L’art byzantin dans les collections publiques françaises, Paris 1992, 447-448, αρ. 343 και βιβλιογραφία (J. Durand, του οποίου οι μτγν. χρονολογήσεις, ιδίως ως προς την Αγία Τράπεζα του Welfenschatz που παρουσιάσαμε πιο επάνω, δεν είναι πολύπειστικές ).

(26) Βλ. προηγ., σημ. 21.

(27)A. Heisenberg, «Kriegsgottens dienst in Byzanz», Aufsätze zur Kultur- und Sprachgeschichte vornehmlich des Οrients, E. Kuhn gewidmet, München 1916, σ. 255. Πρώτη πλήρης έκδοση του κειμένου : Ag. Pertusi, «Una acolouthia militare inedita del X. secolo», Aevum 22 (1948), σ. 145-148. Πιο πρόσφατη : Κατερίνα Καραπλή, «Η Ακολουθία επί κατευοδώσει και συμμαχία στρατού», Βυζαντιακά 16 (1996), σ. 69-88 (σχόλια ) και 17 (1997), σ. 247-262 (τόκείμενο, με την ακροστιχίδα και το όνομα του υμνογράφου ). Πλήρης τίτλος του κειμένου : «Ακολουθία ψαλλομένη επί κατευοδώσει και συμμαχία στρατού, εις τε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, την υπεράγιον Θεοτόκον, τους ασωμάτους, τους αποστόλους και εις τους μάρτυρας» Πρβλ. Ν. Γκιολές, Ο βυζαντινός τρούλλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα, Αθήνα 1990, σ. 129-132, 137-138, 203-204. Ο ίδιος, «Παρατηρήσεις στο εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλλου ναών της Κωνσταντινούπολης κατά το β ’ μισό του 9ου αι.», Δίπτυχα 5 (1991-1992), σ. 6 κ. ε., 24, 28 κ. ε. Βλ. επίσης K. Wessel, «Bildprogramm», Reallexikon zur byzantinischen Kunst (στόεξής RbK), I. Stuttgart 1966, στ. 668-669. Spieser, ο.π., σ. 583.

(28)Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α’, Θεσσαλονίκη 21992, σ. 371. Καραπλή, « Κατευόδωσις...», σ. 22.

(29) Στο Musée National du Moyen Age - Thermes et Hôtel de Cluny (Cl. 13072).

(30)H. Fillitz, Das Mittelalter, εικ. 335 (a-b) και 254, εικ. 350 και 259, πιν. XXXIX καίεικ. 258 αντιστοίχως. Βλ. καί Karapli - Papastavrou, «Autels portatifs», σ. 225-226.

(31) M. ̒Awa ḑ Allāh, Manārat al-aqdās fī shar ḥṭ uqūs al-Kanīsah al-Qib ṭ īyah wa-al-quddās, 1, Le Caire 31979, σ. 59. Βλ. καιΠ. Αγάθωνος, ο. π., σ. 339-340.

(32) Η χρήση φορητών Τραπεζών από ξύλο μαρτυρείται στα κείμενα από τον Ζ’ αιώνα. Βέδας ο σεβαστός : Venerabilis Bedae Historia ecclesiastica, PL 95, col. 244 και σε αγγλική μτφρ.: L. Sherley-Price, R.E. Latham, Bede, Ecclesiastical History of the English People, London 41990. J. Sirmond, Encomium S. Marciani ep. M., Acta sanctorum Iunii, II, Antwerpen 1698, col. 793B. Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολαί, Μ’ (40), PG 99, στ. 1056 B : βλ. Π. Αγάθωνος,ο.π., σ. 337-338.

(33)Π. Αγάθωνος, ο.π., σ. 337-357.

(34)Βλ. προηγ. σημείωση.

(35)«ουτοσ ο αγιωτατοσ θρο/νοσ ποιηθεν (sic ) εξ εμουνικη φορουαρ/χιεπισκοπουκ(αι) δια ψυχικην σ(ωτη)ρι/αν αφιερωσα αυτόν εισ τ(ην)αγιαν μο/νην του κυκκουκ(αι) μεμνησθε μου/δια τ(ον) κυριον. κ(αι) ει τις συληση/ αυτ(ον) η αρη τι εκ / των θειων τουτ(ων) λειψανων η μετριοτησ / ημων εχει τον αφ/ορισμενον κ(αι) κα/τηραμενον εκ θ(ε)ου παντοκρατοροσ / ινδικτιωνοσ στ’».

(36)Γ. Σωτηρίου, «Τα λειτουργικά άμφια της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας», Θεολογία 20 (1949), σ. 612-614. Μαρία Θεοχάρη, «Αντιμήνσια του σκευοφυλακίου της Μονής Σινά», Πανηγυρικός τόμος επί τη 1400η αμφιετηρίδι της ιεράς Μονής Σινά, Αθήναι 1971, σ. 137-152. Αναστασία Τούρτα, «Γραπτό αντιμήνσιο απο τη συλλογή της Ντόρης Παπαστράτου», Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού 3 (1996), σ. 46-48.

(37)Για τον «θριαμβεύοντα» σταυρό βλ. Pallas, ο. π., σ. 389 κ. ε.

(38)Γ. Γρατσέας, «Σταυρός», ΘΗΕ 11 (1967), στ. 411-434. Αγάθωνος, ο.π., σ. 320 κ.ε.

(39) Βλ. G. Schiller, Ikonographie der christlichen Kunst II, Gütersloh 1966, Abb. 6.

(40) Βλ. Kyra Eriksson, «The Cross on Stepsand the Silver Hexagram», Jahrbuchder Oesterreichischen Byzantinischen Gesellschaft 17 (1968), σ. 149-164. Ο Π. Αγάθωνος (ο.π., σ. 295) δεν δέχεται την άποψη αυτή.

(41)«Τριώδιον κατανυκτικόν», Αθήναι 1994, σ. 913. Schiller, Ikonographie, II, σ. 109.

(42)Schiller, ο. π., II, σ. 198 κ. ε.

(43)Χαρίκλεια Κωνσταντινίδου, Ο Μελισμός, Θεσσαλονίκη 2008, passim. Karapli - Papastavrou, ο.π., σ. 228, εικ. 11, 12.

(44) Pallas, ο. π., σ. 232 κ. ε. H. Belting, Das Bildundsein Public umim Mittelalter: Formund Funktion früher Bildtafelnder Passion, Berlin 1981, passim.

(45) Μυστήριον μέγα και παράδοξον. Σωτήριον έτος 2000, έκθεσις εικόνων και κειμηλίων. Αθήνα, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον 28 Μαΐου - 31 Ιουλίου 2001, εκδ. Ε. Κυπραίου, Αθήνα 2002.

(46) Belting, ο.π., σ. 114-118.

(47)Νανώ Χατζηδάκη, Εικόνες της συλλογής Βελιμέζη, Αθήνα 1997, αρ. 17.

(48)Βλ. π.χ. στο Βυζαντινό Μουσείο της Ζακύνθου: Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, Αθήνα 1997, σ. 211.

(49)Χαρίκλεια Κωνσταντινίδου, Ο Μελισμός. Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες μπροστά στην Αγία Τράπεζα με τα Τίμια Δώρα η τον ευχαριστιακό Χριστό, Αθήνα 1991 (διδ. διατριβή), σ. 297 κ.ε., εικ. 193). Βλ. και Μαρία Θεοχάρη, Χρυσοκέντητα άμφια Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Αθήναι 1960.

(50)Λ. Ζώης, Λεξικό ιστορικό λαογραφικό Ζακύνθου, Α’, Αθήναι 1963, σ. 572. Ν. Κατραμής, Φιλολογικά ανάλεκτα Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1880, σ. 78.

(51)Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Π. Δρανδάκης, τ. ΙΣΤ’, Αθήναι 1934.

(52) Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. Φωτογρ. Δημ. Χαρισιάδη, αρ. 306. Ευχαριστίες οφείλονται στη διευθύντρια του Αρχείου κ. Αλίκη Τσίργιαλου.

 

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.