ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΚΥΡΙΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

Του κ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός ελπίδα σωτηρίας στην Ανατολή της 3ης χιλιετηρίδας, εκδ. Ιεράς Συνόδου, Αθήνα, 2003, σελ. 148-160.

1. Ο Μοναχισμός είναι μία εξαίρετη πνευματική οδός απόλυτης αφιερώσεως του πιστού στη βίωση της όλης «πολιτείας» του Χριστού τόσο για τη θεραπεία της «παρακοής» του πρώτου Αδάμ, όσο και για την κατόρθωση της προσωπικής του κοινωνίας με τον Θεό μέσα από τη μίμηση της «υπακοής» του δεύτερου Αδάμ. Υπό την έννοια αυτή το αίτημα της ασκήσεως είναι μία αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πνευματικότητας και εκδηλώθηκε ήδη από τους αποστολικούς χρόνους κατά διαφόρους τρόπους, οι όποιοι τόνιζαν είτε τα προσωπικά χαρίσματα ορισμένων πιστών ή και ευρύτερες αναζητήσεις για μία υψηλότερη πνευματική τελείωση. Ο αγώνας για τον έλεγχο του σαρκικού και του γενικώτερου κοσμικού φρονήματος, το οποίο διεισέδυε σταδιακά στους κόλπους των τοπικών Εκκλησιών με την εντυπωσιακή αύξηση των πιστών, προκάλεσε όχι μόνο την ανάπτυξη σε αυτές των τάξεων των εγκρατών (παρθένοι, παρθενεύουσες , χήρες, κ.λπ.), αλλά και ακραίες εκδηλώσεις του ασκητικού ιδεώδους (ευνουχισμός, αγαμία, αντινομισμός , συνείσακτοι , ακτημοσύνη, επιζήτηση του μαρτυρίου κ.λπ.).

Η κρίση του εκκλησιαστικού βίου ήταν αισθητή από τις αρχές ήδη του Β' αιώνα ως συνέπεια τόσο των διωγμών, όσο και της δράσεως των αιρέσεων (Γνωστικισμού, Μοντανισμού , Ιουδαϊζόντων ), επηρέασε δε βαθύτατα την ασκητική πνευματικότητα των πιστών. Το ζήτημα της μετανοίας των αρνητών της πίστεως κατά τους διωγμούς ( πεπτωκότες , lapsi ) και των επιστρεφόντων από τις αιρέσεις αντιμετωπίσθηκε από την Εκκλησία με επιείκεια, αλλά ερέθισε τη διαλεκτική μεταξύ της αυστηρότητας και της χαλαρώσεως του πνευματικού βίου με κριτήριο το υπόδειγμα του αποστολικού βίου. Από τα μέσα ήδη του Γ΄ αιώνα πολλοί από τους ζηλωτές της αποστολικής αυστηρότητας εγκατέλειπαν τις τοπικές τους κοινότητες και κατέφευγαν στις πλησίον ή και σε απομεμακρυσμένες ερημικές περιοχές για μία απερίσπαστη επίδοση στα πνευματικά αγωνίσματα της ασκήσεως (Αναχωρητισμός).

Η φυγή λοιπόν από τις πόλεις, ενώ κατά την περίοδο των διωγμών κατακρίθηκε ως άρνηση του Χριστού για τον κόσμο, στην αναχωρητική άσκηση, αντιθέτως, εγκωμιάσθηκε ως άρνηση του κόσμου για τον Χριστό. Υπόδειγμα των αναχωρητών ή ερημιτών ήταν η αναχώρηση του Χριστού στην έρημο για να κατανικήσει τους πειρασμούς του σατανά, η όποια τους ενέπνεε όχι μόνο για να υποτάξουν τους προσωπικούς τους πειρασμούς, αλλά και για να κατορθώσουν τη μίμηση της «πολιτείας» του Χριστού. Από τον Αναχωρητισμό των ερημιτών γεννήθηκε ο Μοναχισμός ως μία αυθεντική μίμηση της «πολιτείας» ή του «υποδείγματος» του Χριστού για τη βίωση ήδη από τον παρόντα βίο της προπτωτικής εμπειρίας της κοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό.

Ο Μ. Αντώνιος (250-355), όπως και οι άλλοι σύγχρονοι του μεγάλοι ερημίτες της Αιγύπτου (Αμμώνιος, Μακάριος κ.α.), υπήρξαν τα σύμβολα όχι μόνο της μεταβάσεως από τον Α ναχωρητισμό προς τον Μοναχισμό, αλλά και της διαδόσεως των δύο μορφών του ασκητικού ιδεώδους σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η συγγραφή του Βίου του Μ. Αντωνίου, του «καθηγητού της ερήμου», α πό τον οικουμενικό διδάσκαλο της ορθοδοξίας της πίστεως Μ. Αθανάσιο {ΡΟ 25, 835-976) αποτελούσε την πιο επίσημη εκκλησιαστική καταξίωση του Μοναχισμού. Ο Παχώμιος , ο οποίος πέθανε το 346, εισήγαγε το κοινοβιακό σύστημα ασκήσεως, μέσα στο οποίο έβρισκαν τις αναγκαίες λύσεις τα ήδη διαπιστωμένα προβλήματα τόσο για τον τρόπο της ασκήσεως, όσο και για τη συντήρηση των ασκητών.

Στο Κοινοβιακό σύστημα προβλεπόταν πράγματι ομοιόμορφη ενδυμασία, κοινή προσευχή και συμμετοχή στην εργασία για την αντιμετώπιση των ποικίλων αναγκών των ασκητών του Κοινοβίου, οι όποιοι ήταν διασκορπισμένοι στα κελλιά και στις λαύρες των ερήμων της Αιγύπτου. Οι αρχές για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβιακού συστήματος καταγράφηκαν σε μία πρώτη μορφή Κανόνα, ο οποίος σταδιακά συμπληρώθηκε και βελτιώθηκε με βάση την εμπειρία. Υπεύθυνος για την εφαρμογή των αρχών του Κανόνα του Κοινοβίου ήταν ο ηγούμενος. Το σύστημα λοιπόν των Λαυρών και το Κοινοβιακό σύστημα εξέφραζαν την προοπτική τόσο για την εξυπηρέτηση των κοινών αναγκών των ερημιτών ή αναχωρητών, όσο και για την αναγκαία μετοχή τους στη μυστηριακή εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.

Η διαλεκτική αυτή του Δ' αιώνα για τη μέθοδο της ασκήσεως και για τη σχέση της με τον καθ' όλου πνευματικό βίο της τοπικής Εκκλησίας υπήρξε ένα ουσιαστικό στοιχείο στην όλη ιστορική εξέλιξη του Μοναχισμού. Η αναφορά των μοναστικών υποσχέσεων της υ πακοής, της α γαμίας και της α κτημοσύνης προς τον Ιδρυτή και τελειωτή της πίστεως Ιησού Χριστό αποτελούσε μία προσωπική ομολογία των ασκητών για τον πνευματικό αρραβώνα τους με τον Κύριο και καθόριζε την προσωπική τους ευθύνη για την αυθεντική μίμηση του υποδείγματός του. Έτσι, η ομολογία των μοναστικών υποσχέσεων αξιολογήθηκε πάντοτε στην εκκλησιαστική συνείδηση ως ανάλογη προς την ομολογία των μαρτύρων της πίστεως. Ήταν πράγματι μία προσωπική υπόσχεση προς τον Θεό για τη μίμηση της «πολιτείας» τ ου Χριστού με την αδιάλειπτη προσευχή και τις ποικίλες εκφράσεις της ασκητικής πνευματικότητας, γι αυτό και, ενώ δέσμευε τον μοναχό μόνο ενώπιον του Θεού, εγκωμιαζόταν από την Εκκλησία ως μία εξαίρετη έκφραση της σχέσεως της με τον κόσμο.

Ο Μ. Αθανάσιος υπήρξε πρωτοπόρος στην αναγνώριση της πολύτιμης για τον καθ' όλου εκκλησιαστικό βίο ασκητικής εμπειρίας, γι αυτό και δεν θεώρησε υπερβολή να τονίση ότι οι αμοιβές των ασκητών είναι ανάλογες ή και μείζονες από τις αμοιβές των μαρτύρων της πίστεως (Ρ G 26, 1173), ενώ ο λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ιερώνυμος χαρακτήριζε τον μοναχικό βίο « καθημερινόν μαρτύριον » ( c ο tidianum martyrium ), έστω και χωρίς συγκριτική αξιολόγηση προς το μαρτύριο των μαρτύρων της πίστεως. Συνεπώς, το μαρτύριο των δακρύων της μετανοίας θεωρήθηκε ως μία αυθεντική συνέχεια του μαρτυρίου του αίματος για τη συνεχή ομολογία της πίστεως. Βεβαίως, στη συνείδηση της Εκκλησίας ήταν σαφής η υπεροχή του μαρτυρίου του αίματος έναντι του μαρτυρίου των δακρύων της μετανοίας, αλλά η πνευματική ακτινοβολία των ασκητών σε όλες τις μορφές ασκήσεως, παρά τα επί μέρους ζητήματα, ήταν πλέον κατά τα τέλη του Δ' αιώνα καθολική στη ζωή της Εκκλησίας.

 

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.