ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

Η άφιξις του Παπαφλέσσα

Διονυσίου Α. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις,
εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956, σελ. 251-288

 

Ένα γεγονός ηύξησε την ανησυχίαν. Κατά τον Νοέμβριο του 1820 έφθασεν εις Ναύπλιον δια να μεταβή εις την Τριπολιτσάν, διορισθείς βαλής της Πελοποννήσου, ο Μεχμέτ Χουρσίτ πασσάς, που είχε μόλις προ ολίγου καιρού καταστείλει την επανάστασιν των Σέρβων.

Εις την Πύλην είχαν ήδη καταγγελθή τα της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αλή πασσάς πληροφορηθείς τα της παρασκευαζομένης επαναστάσεως από τον Διόγον, τα ανέφερε εις τον σουλτάνον, ζητών να του αναθέση την πρόληψίν της ή την καταστολήν της, αν εκραγή, με την ελπίδα ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θ' απέφευγε την οργή του κυρίου του και θα ενισχύετο, αλλ' ο σουλτάνος θεώρησε την καταγγελίαν ως ραδιουργίαν του Αλή. Εν τούτοις έδωσε εντολήν εις τον Χουρσίτ, εις τον οποίον είχεν αναθέσει, πλην της διοικήσεως της Πελοποννήσου και την αρχηγίαν των κατά του Αλή στρατευμάτων, να μεταβή κατά πρώτον εις την Πελοπόννησον δια να εξακριβώση εάν επεκράτει γαλήνη και μετά τούτο ν' απασχοληθή με την εκστρατείαν την οποίαν κυρίως είχε σταλή.

Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου εφρόντισαν να φερθούν κατά τρόπον αίροντα τας υποψίας του Χουρσίτ, αν πράγματι είχε τοιαύτας. Συγκεντρώθηκαν εις το Ναύπλιον δια να υποδεχθούν οι πρώτοι από κάθε επαρχίαν, και την 8 ην Νοεμβρίου τον συνώδευσαν από εκεί εις την Τριπολιτσάν, αποτελούντες μέρος και αυτοί της πομπώδους ακολουθίας του. Και τόσον ηυχαριστήθη ο Χουρσίτ από τας εκδηλώσεις των και την έρευναν που έκαμε δια την υποτακτικότητά των, ώστε τους εχάρισε βαρυτίμους γούνας, δείγμα ευνοιάς των Τούρκων αυθεντών. Εν τούτοις, όλοι εκείνοι ήταν μυημένοι εις την Εταιρείαν και ανέμενον την Επανάστασιν, όπως και οι άλλοι, δεν έλειψαν δε μικρά επεισόδια εκ των οποίων εκινδύνευσαν να αποκαλυφθούν. Ολίγον προ της αφίξεως του Χουρσίτ, ο Παναγιώτης Ζαριφόπουλος είχεν αποπειραθή να μυήση εις την Φιλικήν Εταιρείαν τον πρόκριτον της Τριπολιτσάς Κουγιάν και εκείνος όχι μόνον εξεμάνη αλλά και έσπευσε να μεταβή εις το σπίτι του Νετσήπ, εις τον οποίον είπεν ότι κατά τας πληροφορίας του οι ραγιάδες ετοιμάζονται να σκοτώσουν τους Τούρκους. Η καταγγελία θεωρήθη αόριστος, ίσως διότι ο Κουγιάς δεν ανέφερε πρόσωπα, και δεν ελήφθησαν μέτρα κατά των Ελλήνων. Μετά την άφιξιν του πασσά συνέβη άλλο επεισόδιο. Κατηγγέλθη ότι πολλοί από τους προκρίτους τους προερχόμενους εκ των επαρχιών είχαν συγκεντρωθή εις ένα απόκεντρο σπίτι και συνωμοτούσαν. Και τούτο ήτο ακριβές. Εις το σπίτι εκείνο ήσαν πολλοί Έλληνες, όλοι μέλη της Εταιρείας, και συνεσκέπτοντο. Η αστυνομία έσπευσε και οι καταληφθέντες εκεί είχαν την έμπνευσιν να ειπούν ότι εβάπτιζαν το παιδί του οικοδεσπότου. Και πράγματι το εβάπτισαν προ των Τούρκων, ενώ το παιδί ήτο βαπτισμένον, και η καταγγελία εκείνη εθεωρήθη αστήρικτος.

Αλλ' ενώ είχεν αποτραπή ο κίνδυνος της αποκαλύψεως των παρασκευομένων, και υπήρχε πας λόγος να μην δοθούν άλλαι υπόνιαι, ανηγγέλθη ότι αφίχθη εις την Ύδραν ο αρχιμανδρίτης Γρηγόρης Δικαίος, απεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του οποίου είχαν ήδη φθάσει επιστολαί εις την Πελοπόνησσον, δια να κινήση την Επανάστασιν. Οι πρόκριτοι εφοβήθησαν. Εγνώριζαν τον χαρακτήρα και την ορμητική ιδιοσυγκρασίαν του Δικαίου, ανθρώπου ασυγκράτητου εις τας επιδιώξεις του και εις τους ενθουσιασμούς του, και δια να προλάβουν ενδεχόμενην αποκάλυψιν των σκοπών της αφίξεώς του, εκ του θορύβου που θα επροκαλείτο περί αυτόν, έστειλαν εις την Ύδραν τον Παναγιώτην Αρβάλην δια να τον συναντήση και να μάθη από τον ίδιον τον λόγον της αφίξεώς του και να ζητήση από τους προκρίτους της Ύδρας να τον εμποδίσουν να περάση εις την Πελοπόννησον.

Ο Παπαφλέσσας- θα ονομάζωμεν εις το εξής τον Γ. Δικαίον με το όνομα, που ήτο γνωστός εις την Πελοπόννησον- είχε αναχωρήσει από το Ισμαήλιον το Νοέμβριον του 1820 με την εντολήν εκ μέρους του Υψηλάντη να ενεργηθούν ταχύτατα αι προπαρασκευαί και να κηρυχθή η επανάστασις εις την Πελοπόννησον, αφού αυτός ητοιμάζετο να διαβή τον Προύθον και να εισβάλη εις την Μολδαβλαχίαν. Κατά το ταξίδι του επέρασεν από το Αιβαλή, όπου οι εταίροι του έδωσαν πολεμοφόδια, μπαρούτι και μολύβι, προσφοράν δια τον επικείμενον αγώνα, προσέθεσεν εις αυτά και άλλα προερχόμενα από την Σμύρνην, όπου είχε αποστείλει προς τούτο Ήβον Ρήγαν, τα εφόρτωσεν όλα εις ένα καράβι ναυλωθέν υπό του ιδίου με χρήματα της Εταιρείας και έφθασεν εις την Ύδραν.

Εκεί δεν ευρήκε την προθυμίαν που επερίμενε. Ανεκοίνωσεν εις τους προκρίτους της νήσου τον σκοπόν της αφίξεώς του και τους επληροφόρησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, πολεμοφόδια και χρήματα και στρατός προς εισβολήν εις την Μολδαβλαχίαν και ότι έγινε συνωμοσία μεταξύ των Ελλήνων ναυτικών, που υπηρετούσαν εις πολεμικά τουρκικά πλοία, ευρισκόμενα εις τον Βόσπορον, και πολλών εταίρων προς σύμπραξιν από ξηράς. Η συνωμοσία αυτή σκοπόν είχε την πυρπόλησιν ή την κυρίευσιν του τουρκικού στόλου, ενώ ταυτοχρόνως ολόκληροι χιλιάδες Έλληνες εις την ξηράν θα ωρμούσαν και θα κατέσφαζαν τους Τούρκους της πρωτευούσης. Εις το πρόγραμμα της επιχειρήσεως αυτής περιελαμβάνετο και η επίθεσις κατά των ανακτόρων και η σφαγή αυτού του σουλτάνου.

Ο Παπαφλέσσας έλεγεν εκείνα, που πράγματι είχαν σχεδιασθή κατά τα συμβούλια του Υψηλάντη με τους κορυφαίους της Εταιρείας κατά τους τελευταίους μήνας προ της εισβολής του εις την Μολδαβλαχίαν. Αλλ' οι διστακτικοί πρόκριτοι της Ύδρας, λαμβάνοτες υπ' όψιν και τον χαρακτήρα του Παπαφλέσσα, εθεώρησαν τα υπό αυτού ανακοινωθέντα υπερβολικά, και του απήντησαν ότι είναι σύμφωνοι δια την επανάστασιν, αλλ' ότι δεν θα κινηθούν πριν να καταστραφή προηγουμένως ο τουρκικός στόλος. Ο Παπαφλέσσας όμως έκρινε την μη συμμετοχήν των νήσων και μάλιστα της Ύδρας εις την επανάστασιν ευθύς εξ αρχής ως ικανήν να ματαιώση τον αγώνα. Επίστευε πράγματι ότι ημπορούσαν να πραγματοποιηθούν όσα είχαν αποφασισθή δια το εντός της Κωνσταντινουπόλεως ελληνικόν κίνημα, αλλά δεν εννοούσε να εξαρτηθή εκ της επιτυχίας τούτου η έναρξις του αγώνος. Μία τοπική ενέργεια- αυτήν την σημασίαν απέδιδεν απλώς εις την συνωμοσίαν της Κωνσταντινουπόλεως- ημπορούσε να αποτύχη, αλλά δεν έπρεπε να αναβληθή εκ τούτου η όλη επιχείρησις. Αι σκέψεις του Παπαφλέσσα εστηρίζοντο και επί της λογικής και επί της ανάγκης που επέβαλλε την επιτάχυνσιν του κινήματος, αλλ' οι πρόκριτοι της νήσου δεν εύρισκαν ότι έπρεπε να διακυβεύσουν όλην την δύναμιν της Ύδρας χωρίς μίαν εγγύησιν επιτυχίας. Συνεβουλεύοντο το παρελθόν, γεμάτον από επανασταστικάς αποτυχίας και καταστροφάς.

Ήσαν όμως εις την Ύδραν αρκετοί που συνεφώνησαν με τον απεσταλμένον τουΥψηλάντη. Μεταξύ τούτων ήτο και ο Αντώνης Οικονόμου, που τον είχε μυήσει ο Παπαφλέσσας προ ολίγου καιρού εις την Κωνσταντινούπολιν, κατεχόμενος από ενθουσιασμόν και ανυπομονησίαν δια την έναρξιν της επαναστάσεως. Και τα αισθήματα των θερμών αυτών πατριωτών ενεθάρρυναν τον φλογερόν αρχιμανδρίτην εις τας ελπίδας του δια την έξοδον της Ύδρας εις τον αγώνα παρά τας δυσκολίας που έφεραν οι πρόκριτοι.

Από την Ύδραν επέρασεν ο Παπαφλέσσας εις τας Σπέτσας και οι Σπετσιώται εδέχθησαν τας ανακοινώσεις τους με περισσοτέραν θερμότητα. Ο Γ. Πάνου ενθουσιάζεται. Σπετσιώτης πλοίαρχος, ο Δ. Ι. Ορλώφ, είχε ήδη αποπλεύσει με το πλοίον του Αθηνά δια την Τεργέστην, δια να παραλάβη τον Αλέξανδρον Υψηλάντην, ο οποίος, κατά το αρχικόν σχέδιον, επρόκειτο να καταβή δια της Αυστρλιας εις την Εκλλάδα και να αποβιβασθή εις την Μάνην δια να κηρύξη την επανάστασιν, συμφώνα με την αρχική απόφασιν. Εις τας Σπέτσας ευρήκε τον Παπαφλέσσαν ο Αρβάλης. Του εγνωστοποίησε την εντολήν που είχε από τους συνηγμένους εις την Τριπολιτσάν προκρίτους της Πελοποννήσου, και εκείνος του επανέλαβεν όσα είπεν εις τους Υδραίους και τους Σπετσιώτας, του ανέπτυξε με την καίουσαν γλώσσαν του τους λόγους, δια τους οποίους έπρεπε να κηρυχθή γρήγορα η επανάστασις, και ότι δεν υπήρχεν πλέον καιρός όχι προς υποχώρησιν, αλλ' ούτε προς αναβολήν. Είχε τα πειστήρια. Έδειξεν εις τον Αρβάλην τας επιστολάς του Υψηλάντη. Και του ωμίλησε με τόσην αισιοδοξίαν δια την επιτυχίαν, του αράδιαζαε τόσα στοιχία ευνοϊκά δια την επανάστασιν, την βοήθεια εκ μέρους της Ρωσσίας, την εισβολή του Υψηλάντη εις την Μολδοβλαχίαν με στρατόν, την επικείμενη κεραυνοβόλον έκρηξιν της συνωμοσίας εις την Κωνσταντινούπολιν, το άφθονον υλικό πολέμου που πρόκειται να φθάση εις την Ελλάδα, ώστε εις το τέλος Αρβάλης, αντί να τον πείση να ησυχάση ή να ζητήση από τους Σπετσιώτας να του απαγορεύσουν την αναχώρησιν δια την Πελοπόννησον, όπως είχεν εντολήν, επείσθη αυτός από εκείνον και έγραψεν εις τους προκρίτους ότι το κίνημα δεν επιδέχεται αναβολήν, και μετ' ολίγον, όταν επέστρεψεν εις την Τριπολιτσάν, επροσπάθησε να τους πείση ότι η επιτάχυνσις της επαναστάσεως είναι η σωτηρία του γένους. Οι πρόκριτοι τα έχασαν. Βλέπουν εις τον ενθουσιασμόν του Αρβάλη τι ημπορεί να κάμη ο Παπαφλέσσας. Και πληροφορηθέντες ότι ο αρχιμανδρίτης ετοιμάζεται να φύγει από τας Σπέτσας και ν' αποβιβασθή εις Ναύπλιον, στέλλουν εις το Άργος τον Ι. Περούκαν και εις τα Καλάβρυτα τον Ανδρέα Ζαῒμην και τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλον δια να τον σταματήσουν, όπου τον ευρούν και να τον περιορίσουν έως ότου συναντηθούν όλοι εις ασφαλές μέρος και λάβουν γνώση εκείνων, που ήθελε να τους ανακοινώσει δια να κρίνουν αν είναι σοβαρά ή όχι. Τους είχε φοβίσει η παρουσία του Χουρσίτ και η παρά την φαινομενικήν του απάθειαν προσπάθεια ν' ανακαλύψη αν υπάρχουν ύποπτα σημεία εις την Πελοπόνησσον.

Ο Παπαφλέσσας εν τω μεταξύ, αντιληφθείς τας διαθέσεις των προκρίτων από όσα του είπεν ο Αρβάλης κατ' εντολήν των, καθώς και ότι ήθελαν να τον περιορίσουν εις τας νήσους, γράφει εις τον αδελφόν του Νικήταν να καταβή εις το Άργος με τρεις αφωσιωμένους άνδρας, παραλαμβάνει μαζί του προς ασφάλειαν τον Χαρ. Μάλην, τον Δ. Δραγώναν από την Σελίτσαν, τον Σκλαβούνον και τον Ιθακήσιον Πατρίκιον και αποβιβάζεται εις το Ναύπλιον, και εκείθεν κατευθύνεται προς το Άργος. Εκεί καταλύει ως έξαρχος των πατριαρχείων εις την επισκοπήν και την 24 Δεκεμβρίου αποστέλλει προς τους προκρίτους τας «οδηγίας» του, αποτελουμένας από τα ακόλουθα εννέα άρθρα:

«Α΄. Όλοι οι Αρχιερείς, Άρχοντες και Δημογέροντες της Πελοποννήσου, όσους συνέδεσεν ο ιερός της ομονοίας δεσμός, να συνέλθωσιν εις αρμόδιον μέρος με σταθεράν απόφασιν του ν' αφήσωσι τα προς αλλήλους πάθη χάριν της Πατρίδος, και ασπασθέντες με ειλικρίνειαν, να συσκεφθώσι φρονίμως τα πρακτέα περί του Ιερού Σκοπού, ή περί των μελλόντων ευτυχιστέρων και ακινδυνοτέρων κινημάτων.

Β΄. Αφού ανακρίνωσι τας γνώμας του Υψηλάντου και εφεύρωσι τον ασφαλή δρόμον του συμφέροντος, να εκλέξωσιν απ' όλον το Σύστημα των προεστώτων δύο, τους δοκιμωτέρους και υποληπτικωτέρους, οι οποίοι, καθήμενοι εις την Τριπολιτσάν, να θεωρώσι τας συμπιπτούσας κοινάς της Πατρίδος υποθέσεις με καθαράν συνείδησιν, οι δε λοιποί να διοργανώσωσιν εις τας Επαρχίας των το Πράγμα ευτάκτως και ταχέως.

Γ΄. Δια να σηκωθή από αυτούς κάθε υπόνοια εχθροπραθείας, και ν' απέλθη εις τα ίδια καθείς ελευθέρως από τα πάθη, στερεός εις την αδελφικήν αγάπην, και προθύμος να εκτελή τας Διαταγάς της Γερουσίας, όλοι είναι υποχρεωμένοι να δώσωσιν αναμεταξύ των έγγραφον εγγύησιν, διαλαμβάνουσαν την αλληλένδετον συμφωνίαν, το απρόσεκτον των παλαιών παθών, ή νέων, και την αδελφικήν φροντίδα περί του κοινού συμφέροντος.

Δ΄. Να ειδοποιηθώσι δια κοινού εγγράφου οι εις Κωνσταντινούπολιν Επίτροποι-οι βεκίληδες- δια να καταβώσι κάτω: Πρώτον δια ν' αποφύγωσι τον επικείμενον εις αυτούς κίνδυνον, και δεύτερον να ευρεθώσι και ούτοι εις τους Αγώνας, δια να λάβωσιν, ως Συμπολίται, μέρος εις την δόξαν, καθώς και εις τους κινδύνους.

Ε΄ . Το Στρατιωτικόν να διοργανωσθή ευκτάκτως. Η ευταξία, φέρουσα την ευδοκίμησιν των Όπλων, τότε θέλει φυλαχθή, όταν καθ' όλας τας Επαρχίας διορισθώσι Χιλιάρχοι οι πλέον φρόνιμοι και δόκιμοι εις το να οπλοφορήσωσι και να διοικήσωσι Στρατόν. Πρέπει να γίνη κατά Επαρχίαν η εκλογή ενός Χιλιάρχου, έχοντος την άδειαν να στρατολογήση, και να επιστήση κατά την τάξιν της Χιλιαρχίας του Αξιωματικού: Ήτοι Εκατοντάρχους, Πεντηκοντάρχους και Δεκάρχους. Εις όλους αυτούς θέλει υπόκειται νομίμως διοικούμενος ο Στρατός.

ΣΤ΄. Ο Γενικός Έφορος δεν κρίνει εύλογον να αρματωθή ο τυχών δια την προξενουμένην σύγχυσιν και ζημίαν από την απειρίαν του Όχλου να ε κλεχθώσι δε από την Πελοπόννησον όλην εικοσιπέντε μόναι χιλιάδες Στρατός από άνδρας εκλεκτούς και έμπειρους εις τα όπλα, δια να οδηγηθώσι τακτικώς από τούτον με την ανήκουσαν υπακοήν, ευθύς οπού φανή εις την Πελοπόννησον.

Ζ'. Οι Χιλίαρχοι και λοιποί Αξιωματικοί οφείλουν να παρατηρώσι καλώς τους Στρατιώτας των, καθ' όλα: Δηλονότι ποίος έχει όπλα και ποίος όχι, δια να λάβωσιν οι μη έχοντες. Όθεν πρέπει να ιδεασθώμεν εγ­ καίρως περί τούτου, δια να εγχειρίσωμεν δια των Αξιωματικών τα αναγ­καία του πολέμου εφόδια.

Η'. Ανάγκη πάσα να γένη Κατάλογος καθαρός της Αδελφότητος όλης, δια να εξετασθή η κατάστασις του καθενός, και να υποχρεωθή να συνεισφέρη αναλόγως, ώστε η καταβολή να γένη επέκεινα του ενός μιλλιονίου. Αυτή είναι η γνώμη του Γενικού Εφόρου και της Σ. Αρχής. Ας η ξεύρη δε καθείς, ότι όσα καταβάλλουν εις τοιαύτην ανάγκην της Πατρίδος, αφού βραβευθώσιν έπειτα αναλόγως, θέλουν πληρωθή και προς 6 τα 100 , ό ταν συν Θεώ αναλάβη η Πατρίς. Και, δια να μην αμφιβάλλη τις εις την απόφασιν ταύτην, ο τοιούτος θέλει λάβει Απόδειξιν υπογεγραμμένην από τους Εφόρους και Ταμίας.

Θ'. Οι Χιλίαρχοι και Αξιωματικοί έχουσι χρέος να ορκώσωσι τους Στρατιώτας των κατά τον Ακόλουθον Όρκον:

Ορκ ιζόμεθα εν ονόματι Ιησού Χριστού, ότι δι' αγάπην της Πατρίδος αποφασίζομεν να χάσωμεν το αίμα μας. Θέλομεν φυλάττει υπακοήν εις τους Νόμους της, εις τας οδηγίας του Σ. Εφόρου και εις τους Αρχηγούς μας. Να μη μεταχειρισθώμεν κανένα πράγμα εις ιδίον όφελος, αλλ' όλα μας τα επιχειρήματα ν' αποβλέπωσιν εις την ωφέλειαν όλων των Ομογενών με την ευχαρίστησιν του να βραβευθώμεν, καθ' ό,τι μετά ταύτα ήθελε κρί­νει εύλογον και ανάλογον δια τους κόπους μας η Πατρίς.

Φίλοι μου Συμπολίται. Η Πατρίς μας εστάθη ανέκαθεν ένδοξος ελπίζουσα και ήδη την δόξαν της από ημάς με την αναπλήρωσιν των παρελ­θουσών ελλείψεων της. Φιλοτιμηθήτε, όσον το δυνατόν, να εκπληρώσετε τα ιερά χρέη σας. Η Σεβαστή Αρχή και αυτός ο ίδιος ο Έφορος μας, έκρι­ναν εύλογον ότι αυτά τα πράγματα να τελειοποιηθώσι δια της αξιότητος και προστασίας σας και τούτο, δια να μην ευρίσκητε πρόφασιν, ότι δεν ερωτήθητε εις αυτό το κεφάλαιον του Διοργανισμού. Ήδη αφιερώνεται εις την κρίσιν σας δια να έχετε το Δικαίωμα εις τον κοινόν Λαόν περισσότερον παρά τώρα, αφού το διοργανίσητε κατά την θέλησίν σας. Το Έθνος κατά το παρόν, μολονότι έχει τον τρόπον να οργανίση τα Πρά­γματα και αλλοτρόπως, και να διατάξη τα πάντα ευρύθμως, δεν θέλει όμως να σας κάμη αυτό το άδικον. Φιλοτιμηθήτε λοιπόν, Αδελφοί, δια τον Θεόν. Προσπαθήσατε να ενεργήσητε το Πράγμα ως Λακεδαιμόνιοι, ως Αρκάδες, Κορίνθιοι, Μεσσήνιοι και Αργείοι, δια να δείξωμεν ότι ημείς, μολονότι έχομεν να κάμωμεν με ε ν Έθνος φίλαρχον, φιλοτάραχον και οπωσούν κατά το παρόν διεφθαρμένον, πάλιν εδυνήθημεν να το οδηγήσωμεν εις τον ορθόν λόγον. Εγώ είπα, έτρεξα όσον εδυνήθην, προς εκτέλεσιν των Ιερών χρεών μου προς την Πατρίδα. Μένει όμως το Πράγμα τώρα εις σας. Η αρμονία των πραγμάτων θέλει αποδείξει ενδόξους τους Πελοποννησίους, όσον η αταξία αδόξους αιωνίως ως δυστυχείς και παρανάλωμα των ε χθρών - ο μη γένοιτο -. Παύω πλέον και εύχομαι να ακολουθήσητε την οδηγίαν του ορθού λόγου.»

Έφθασεν ε ν τω μεταξύ εις το Άργος ο Περούκας και από τα λόγια του ο Παπαφλέσσας αντιλαμβάνεται ότι ήθελαν να τον περιορίσουν. Φορεί τότε τουρκικά ενδύματα, τα οποία του ε προμήθευσεν ο αδελφός του, που είχεν έ λθει με τους τρεις ενόπλους, σύμφωνα με την παραγγελίαν, οπλίζεται και αυτός ωσάν αγάς και φεύγει δια την Κορινθίαν. Εκεί εσταμάτησεν εις την κωμόπολιν Άγιος Γεώργιος, επήγεν εις το μοναστήρι που ήτο κτισμένον εις ένα βράχον, και από τον ηγούμενον της μονής Δανιήλ Παμπούκην και τον Αναγνώστην Οικονομόπουλον, εταίρους και τους δύο, επληροφορήθη τας προόδους των μυήσεων εις την Πελοπόννησον. Έπειτα, αφού ε φιλοξενήθη εις το σπίτι του Οικονομόπουλου, επήγεν εις την Κόρινθον, όπου συνηντήθη με τον ε ταίρον Σταύρον Νικολάου και εσυνέχισε τον δρόμον του προς την Βοστίτσαν, συνοδευόμενος πάντοτε από τους επτά ενόπλους και τον αδελφόν του Νικήταν. Εις την Βοστίτσαν κατέλυσεν εις το σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδροπούλου.

Εν τω μεταξύ την 6ην Ιανουαρίου του 1821 συνέβησαν δύο γεγονότα εκ τάκτως σοβαρά, εντελώς άσχετα προς άλληλα, και όμως προωθούντα την υπόθεσιν, που απασχολεί τους Έλληνας προς ταχείαν εξέλιξιν.

Το πρώτον, ήτο η αναχώρησις του Χουρσίτ πασσά δια το στρατόπεδον των Ιωαννίνων, κατόπιν της οποίας οι μένοντες εις την Τριπολιτσάν από της σφίξεως τούτου, κατά ρητήν αξίωσίν του, πρόκριτοι, ημπορούσαν να επιστρέφουν ει ς τους τόπους των. Εις την πόλιν έμεινε μόνον ο καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ. Έφυγεν ακόμη και ο Κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ, που διωρίσθη διοικητής του διαχωρίσματος της Θεσσαλονίκης. Ο Χουρσίτ εφρόντισε μόνον να στείλω εις την Τριπολιτσάν χιλίους Αλβανούς προς επιβολήν της τάξεως, αν παρουσιασθή ανάγκη.

Το δεύτερον γεγονός ήτο η επάνοδος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, έπειτα από απουσίαν τόσων χρόνων. Ο αρχηγός είχε λάβει επιστολήν του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, δια της οποίας εκαλείτο να μετάσχη του επικειμένου αγώνος και έφυγεν από την Ζάκυνθον, λαβών την άδειαν της αναχωρήσεως δι' ε μπορικάς δήθεν επιχειρήσεις ανά το Αιγαίον, αλλά απεβιβάσθη εις την Τσίμοβαν και κατέφυγεν εις το σπίτι του παλαιού φίλου του Διονυσίου Μούρτζινου ό που εκ ρύπτετο. Αλλ' η μυστική αυτή άφιξις έγινε γνωστή μετ' ολίγον εις ολόκληρον την Πελοπόννησον. Από στόματος εις στόμα επαναλαμβάνετο άλλοτε εις τόνον εμπιστευτικόν και άλλοτε με υψωμένην από ενθουσιασμόν φωνή ν η είδησις.

- Ήρθε ο Κολοκοτρώνης.

Τoν είχεν αναζητήσει o τόπος. Και όσοι τον είχαν λησμονήσει κατά το μακρόν διάστημα της απουσίας του, τον ενεθυμήθησαν τώρα. Πώς θα εγίνετο η ε πανάστασις χωρίς τον Κολοκοτρώνην; Και αυτοί οι παλαιοί εχθροί του, οι Δηληγιανναίοι, ελησμόνησαν τας θλιβεράς ιστορίας του παρελθόντος και του έστειλαν κατά πρωτοβουλίαν του Κανέλλου Δηληγιάννη, εις την Ζάκυνθον όπου ευρίσκετο ακόμη τότε, το α κόλουθον γράμμα με τον Δημήτριον Πλαπούταν δια να το μεταφέρη ασφαλώς: «Φίλε,

Ο παρών στέλλεται επίτηδες προς αντάμωσίν σου. Λοιπόν, α φού πληροφορηθής εκ των δια ζώσης αυτού δίδων πίστιν εις τους λόγους αυτού ως προφερομένους παρ' ημών των ιδίων και πάσης της πατρίδος και φι λοτιμούμενος ως συμπατριώτης, εάν έχης ελληνικόν αίμα και πνεύμα και σώζης εις την ψυχήν σου τον πατριωτισμόν, πρέπει ν' ακολούθησης τον ενταύθα ερχομόν του αφεύκτως. Μη αφαρπασθής παρ' υποσχέσεων και λό­ γων άλλων. Αγκαλά και δεν ελπίζομεν να διαβουκοληθής, αθετών την της πατρίδος σου πρόσκλησιν, επιθυμούσης σε ήδη και ζητούσης σε. Πλην αν δεν ήσαι νόθος γόνος της περικλεούς ποτέ Αρκαδίας, η παρούσα εποχή θέλει σε δείξει. Μην καταδεχθής ποτέ, το οποί ον και ποτέ δεν ελπίζομεν, ί να αθέτησης ταύτην την πατριωτικήν πρόσκλησιν και να μείνης αλλαχού. Αλλ' ως συμπολίτης και αδελφός μας πρόθυμος και πάραυτα ν' ακολουθήσης τον ενταύθα ερχομόν σου, τον οποίον και περιμένομεν ανυπομόνως και αφεύκτως.

Μένομεν πρόθυμοι ως αδελφοί Κανέλλος Παπαγιαννόπουλος, Αναστάσιος Παπαγιαννόπουλος, Κωνσταντίνος Παπαγιαννόπουλος, Παναγής Παπαγιαννόπουλος».

Οι Δηληγιανναίοι μετεχειρίζοντο ακόμη το επώνυμον Παπαγιαννόπουλος. Εξ αφορμής της επιστολής αυτής, πρέπει να σημειωθή ότι οι Δηληγιανναΐοι ήσαν από τους ολίγους προκρίτους της Πελοποννήσου, που δεν κατεπτοήθησαν από την άφιξιν του Χουρσίτ, ούτε από τον κίνδυνον της αποκαλύψεως του μυστικού και ήθελαν να κηρυχθή γρήγορα το κίνημα, κατόπιν όμως προ­παρασκευής.

Ο Πλαπούτας δεν ευ ρήκε τον Κολοκοτρώνην εις την Ζάκυνθον, διότι προ ολίγου είχε φύγει εκείθεν δια την Μάνην. Μετ' ολίγον έφυγεν εκείθεν και ο Νικήτας Σταματελόπουλος - ο Νικηταράς - και απεβιβάσθη παρά την Καλαμάταν. Ολίγον αργότερα κατώρθωσαν να φύγουν δια την Πελοπόννησον και οι δύο υιοί του Κολοκοτρώνη Πάνος και Ιωάννης, ο αποκληθείς Γενναίος.

Η επάνοδος του Κολοκοτρώνη εις την πατρίδα ενίσχυσεν εις εκείνους που ε πληροφορήθησαν το γεγονός, την πεποίθησιν ότι η επανάστασις δεν θα αργούσε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.