ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η διεύρυνση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών
Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός και «Χριστιανικός Νότος» στο οικουμενικό προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1960

  Δρος Γεωργίου Τσέτση
Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Κατά τήν περίοδο τῆς γενέσεως καί τῆς σταδιακῆς διαμορφώσεώς του, τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) εἶχε χαρακτηρισθεῖ καί ἀναγνωρισθεῖ ὡς μιά διεκκλησιαστική/διαχριστιανική ὀργάνωση μέ παγκόσμιο βεληνεκές καί κῦρος, πού ἦταν ἐπιφορτισμένη μέ τήν εὐθύνη τῆς συνεχίσεως τοῦ ἔργου τῶν Κινήσεων «Πίστις καί Τάξις» (Faith and Order) καί «Ζωή καί Ἐργασία» (Life and Work). Κινήσεων οἱ ὁποῖες μέ τήν ἀγαστή σύμπραξη Ὀρθοδόξων, Ἀγγλικανῶν καί διαφόρων ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Διαμαρτυρήσεως, ἐνεργοποιοῦνταν, ἀπό τό 1920 ἤδη, ἡ πρώτη στόν τομέα τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί ἡ δεύτερη, σ΄ἐκεῖνον τοῦ Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί τόν «παγκόσμιο» αὐτό χαρακτήρα εἶχαν προσδώσει στό ΠΣΕ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, τόσο τό καίριο γιά τήν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως Συνέδριο τῆς Οὐτρέχτης (1938), τό ὁποῖο εἶχε ἀποφασίσει τήν συγχώνευση τῶν παραπάνω διαχριστιανικῶν σωμάτων στά πλαίσια ἑνός καί μόνον οἰκουμενιστικοῦ ὀργάνου, ὅσο καί ἡ ἱδρυτική Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ, πού συνερχόταν στό Ἄμστερνταμ τόν Αὔγουστο τοῦ 1948, ἔπειτα ἀπό μεγάλη καθυστέρηση, λόγῳ τοῦ ἐκραγέντος στό μεταξύ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ὡστόσο, πρέπει νά ὁμολογηθεῖ ὅτι μέχρι τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, τόσο οἱ ἀνωτέρω δύο διαχριστιανικές Κινήσεις, ὅσο καί ὁ Ὀργανισμός πού τίς εἶχε διαδεχθεῖ τό 1948, κάθε ἄλλο παρά «παγκόσμιο-σφαιρικό» χαρακτῆρα ἔφεραν. Νά μή λησμονηθεῖ ὅτι σύντρια τά σώματα αὐτά εἶχαν προέλθει ἀπό πρωτοβουλίες ἐκκλησιαστικῶν κέντρων τοῦ Βορείου ἡμισφαιρίου, ἤτοι, τήν Νέα Ὑόρκη («Πίστις καί Τάξις»), τήν Κωνσταντινούπολη («Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν») καί τήν Στοκχόλμη («Ζωή καί Ἐργασία»), ἐνῶ γιά μιά τριακονταετία περίπου, οἱ ἰθύνοντες τῶν σωμάτων αὐτῶν ἦταν, στήν μεγάλη τους πλειοψηφία, διακεκριμένες ἐκκλησιαστικές καί πανεπιστημιακές προσωπικότητες ἀπό τήν Δυτική καί Νοτιοανατολική Εὐρώπη καί τήν Βόρειο Ἀμερική.

Τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ στά σπάργανα εὑρισκομένου ἀκόμη οἰκουμενισμοῦ, ἡ συμμετοχή ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων ἀπό τό Νότιο ἡμισφαίριο ἦταν λίαν διακριτική 1. Ἐκτός τούτου, τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ πρωτογενοῦς οἰκουμενισμοῦ, ἀπό τό διαχριστιανικό προσκήνιο ἦταν ἀποῦσα μιά οὐχί εὐκαταφρόνητη μερίδα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, εὐαγγελικαλικῶν καί πεντηκοστιανῶν τάσεων, ὅπως ἀποῦσα ἦταν καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τό 1919 εἶχε εὐσχημόνως ἀποποιηθεῖ τήν πρόσκληση τῶν ἰθυνόντων τῆς ὑπό σύσταση Κινήσεως «Πίστις καί Τάξις» νά συμμετάσχει στό προγραμματιζόμενο τότε ὁμώνυμο θεολογικό Παγκόσμιο Συνέδριο 2. Ὅσο καί ἄν προσωπικά ὁ Πάπας Βενέδικτος ιε΄ εἶχε δείξει ἐνδιαφέρον γιά τό ἐγχείρημα καί δηλώσει ὅτι θά προσευχόταν γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ Συνεδρίου 3.

Ἡ «παγκόσμια» δι-ομολογιακή καί πολυπολιτισμική διάσταση τοῦ ΠΣΕ ἀποκτήθηκε μόλις κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960, μάλιστα δέ μετά τήν Γ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί (1961), καί παγιώθηκε ἔπειτα μιά ἑπταετία, κατά τήν Δ΄Γενική Συνέλευση τῆς Οὐψάλας τό 1968, ὡς θά δοῦμε ἐν τοῖς ἐφεξῆς.

* * * * *

Καθώς εἶναι γνωστό, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1920-1938, καί στά πλαίσια τῆς δραστηρότητος τῶν Κινήσεων «Πίστις καί Τάξις» καί «Ζωή καί Ἐργασία», ὑπῆρξε μία οὐσιώδης πρόοδος στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν Ἀγγλικανικό καί τόν Διαμαρτυρόμενο κόσμο. Κατά τήν περίοδο αὐτή, σχεδόν ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίας, (καί αὐτές ἀκόμη τῆς Ἀλβανίας καί τῆς Ἐσθονίας), μέ ἐξαίρεση μόνο τήν ὑπό ἀμείλικτο διωγμό εὑρισκόμενη Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας ἔπειτα ἀπό τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση τοῦ 1917, εἶχαν ἐνεργό συμμετοχή στήν νεοεμφανισθεῖσα Οἰκουμενική Κίνηση 4, καί ἕνας ἱκανός ἀριθμός κορυφαίων ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν καί θεολόγων, ὡς λ.χ. ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, ὁ Ἐπίσκοπος Novi Sad Εἰρηναῖος, ὁ Στέφανος Zankov, ὁ Γεώργιος Florovsky, ὁ Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, ὁ Κωνσταντῖνος Δυοβουνιώτης, ὁ Σέργιος Μπουλγκάκωφ, ὁ Νικόλαος Γκλουμποκόβσκυ, ὑπῆρξαν, κατά τήν μαρτυρία τοῦ W. A. Visser ' t Hooft, «ἀπό τούς πιό πιστούς καί σημαίνοντας ἡγέτες τῆς κινήσεως αὐτῆς» 5.

Τήν ἴδια ἐνεργητικότητα ἔδειξαν οἱ Ὀρθόδοξοι, μέ πρωταγωνιστές τούς Θυατείρων Γερμανό, Νόβι-Σάντ Εἰρηναῖο, Γεώργιο Φλωρόφσκυ καί Στέφανο Ζάνκωφ, καί στό Συνέδριο τῆς Οὐτρέχτης (9-12 Μαΐου 1938), τό ὁποῖο, ὡς προελέχθη, προέβη στήν πρόταση ἱδρύσεως ἑνός Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἔπειτα ἀπό τήν διαπίστωση ὅτι οἱ Κινήσεις «Πίστις καί Τάξις» καί «Ζωή καί Ἐργασία» , σέ τελευταία ἀνάλυση ἀπέβλεπαν στόν ἴδιο σκοπό, τοὐτέστι στήν προσέγγιση καί συνεργασία τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, καί ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε στό ἑξῆς νά δραστηριοποιοῦνται ἀπό κοινοῦ, μέσα στούς κόλπους ἑνός ἀντιπροσωπευτικοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀργανισμοῦ 6.

Ὡστόσο, παρά τήν πλούσια καί καρποφόρο συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στά ἀνωτέρω πρωτοπόρα ὄργανα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, στήν ἱδρυτική Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ συμμετεῖχαν τρεῖς μόνο Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἤτοι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες Κύπρου καί Ἑλλάδος, ὅπως (περιέργως πως) καί ἡ Ρουμανική Ἐπισκοπή τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν 7. Καί τοῦτο διότι ἕνα μῆνα πρίν τήν Συνέλευση, σέ Συνέδριο πού εἶχε ὀργανωθεῖ στήν Μόσχα (8-18 Ἰουλίου1948) μέ τήν εὐκαιρία τῶν 500 ἐτῶν ἀπό τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας Ρωσσίας, εἶχε ληθφεῖ ἡ ἀπόφαση περί ἀποχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Συνέλευση καί περί τῆς μή συμμετοχῆς των στό ἱδρυθησόμενο ΠΣΕ. Τήν ἀνωτέρω ἀπόφαση εἶχαν ἐπηρεάσει μεγάλως οἱ διεξοδικές εἰσηγήσεις τοῦ ρουμάνου καθηγητοῦ Ἴωνος Κόμαν καί τοῦ Ἐξάρχου Σόφιας Στεφάνου, πρωτίστως ὅμως ὁ ἀψύς ἀντιδυτικός «φιλιππικός» τοῦ ρώσσου Πρωθιερέως Γεωργίου Ραζουμόβσκυ 8, ὅπως καί τά ποικίλα ἀρνητικά σχόλια πού ἀκολούθησαν 9.

Ὡς λόγους τῆς ἀρνητικῆς του στάσεως ἔναντι τοῦ Συμβουλίου, τό Συνέδριο τῆς Μόσχας πρόβαλλε τά ἑξῆς: α) ἡ πρόθεση τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὅπως διά τῆς δημιουργίας τοῦ ΠΣΕ συστήσει μιά «οἰκουμενική Ἐκκλησία», δέν ἦταν σύμφωνη πρός τίς ἐκκλησιολογικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β) μέ τήν δημιουργία μιᾶς «οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας», ἡ Οἰκουμενική Κίνηση ἔτεινε νά ἀποβεῖ μιά ἰσχυρή διεθνής πολιτική δύναμη προκειμένου νά ἀσκεῖ ἐπιρροή ἐπί διεθνῶν ζητημάτων, γ) ἡ Οἰκουμενική Κίνηση μέ τήν παροῦσα μορφή της εἶχε χάσει κάθε ἐλπίδα ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀπέβλεπε μᾶλλον στήν πραγματοποίηση μιᾶς ἑνώσεως ἐπί κοινωνικοῦ, πολιτικοῦ καί οἰκονομικοῦ ἐπιπέδου, καί δ) ἡ πίστις μόνον εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα (καθώς ἀνέφερε τότε τό Ἄρθρο-βάσις τοῦ ὑπό ἵδρυση ΠΣΕ), δέν ἦταν ἀρκετή 10.

Περιττό νά λεχθεῖ ὅτι τόσο ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς ἑορτασμούς τῆς Μόσχας, Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, (πού ὁμολογουμένως ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πρωτοπόρους τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως), ὅσο καί ἐκεῖνος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, Μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος (ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν), δέν ὑπέγραψαν τήν ὡς ἄνω ἀπόφαση, δοθέντος ὅτι ἀπέσχον ἀπό τίς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου, στό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία Ρωσσίας ἦθελε νά δώσει Πανορθόδοξο χαρακτῆρα 11.

Ἀπό τήν μελέτη ὅμως τῶν παραπάνω εἰσηγήσεων καί τῶν ἔντονων σχολίων πού ἀκολούθησαν, γίνεται φανερό ὅτι στό ἐν λόγῳ Συνέδριο ἐπικρατοῦσε μιά σχετική ἄγνοια, ἴσως δέ καί ἐπεχειρεῖτο μία ἠθελημένη παραπληροφόρηση, ὅσον ἀφορᾷ στούς σκοπούς τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τήν φύση τοῦ ὑπό ἵδρυση ΠΣΕ. Δέν χωρεῖ ὅμως ἀμφιβολία ὅτι στήν λήψη τῆς ἀρνητικῆς αὐτῆς ἀποφάσεως εἶχε συντελέσει μεγάλως καί ὁ ψυχρός πόλεμος πού ὑπαγόρευε τίς σχέσεις μεταξύ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, κατά τήν κρίσιμη ἐκείνη μεταπολεμική «μετά-Γιάλτα» ἐποχή 12.

Ἡ ἀπογοήτευση τῆς ἡγεσίας τοῦ ΠΣΕ μέ τήν παραπάνω ἀπόφαση, καί τήν, συνεπείᾳ αὐτῆς, ἀπουσία πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τήν ἱδρυτική Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ, ἦταν ἔκδηλη. Βέβαια, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Ἐκκλησίες Κύπρου καί Ἑλλάδος συμμετεῖχαν ἐνεργά στήν ὅλη δραστηριότητα τοῦ νεοϊδρυθέντος ΠΣΕ καί προσέδιδαν σ'αὐτό μιά οἰκουμενική διάσταση. Ἐν τούτοις, τόσο οἱ ἰθύνοντες τοῦ Συμβουλίου, ὅσο καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας 13 διακαῶς ἐπιθυμοῦσαν τήν εἴσοδο καί τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό ΠΣΕ, καί τοῦτο γιά νά ὑπάρχει μιά πληρέστερη παρουσία καί μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς μέσα στόν διαχριστιανικό αὐτό ὀργανισμό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἐτίθετο πρόβλημα μέ τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, διότι ὅσο καί ἄν εἶχαν συνυπογράψει τό περί ἀποχῆς κείμενο τοῦ Συνεδρίου τῆς Μόσχας, δέν εἶχαν ἀνακαλέσει ἐπίσημα τήν ἀπόφασή τους νά συμμετάσχουν στήν Συνέλευση, τήν ὁποία καί εἶχαν ἐν καιρῷ γνωστοποιήσει στήν Γενική Γραμματεία τοῦ Συμβουλίου. Διά τοῦτο, ἡ μή παρουσία τους στό Ἄμστερνταμ, θεωρήθηκε τότε ὡς μιά τεχνικῆς φύσεως ἀπουσία.

Ἀλλεπάλληλες ἀνεπίσημες διαβουλεύσεις μεταξύ διαφόρων ἡγετικῶν στελεχῶν τοῦ ΠΣΕ καί ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἤδη εὐθύς μετά τήν Δ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου στό Ἔβανστον (1954), συνετέλεσαν ἀποτελεσματικά στό νά ἀρθοῦν πολλές παρεξηγήσεις ὡς πρός τή φύση καί τούς σκοπούς τοῦ ΠΣΕ καί τοιουτοτρόπως νά προλειανθεῖ τό ἔδαφος γιά τήν προσχώρηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας στό Συμβούλιο. Δέν εἶναι ὅμως τυχαῖο ὅτι ἡ στροφή αὐτή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας συνέπιπτε καί μέ τό βαθμιαῖο πρός τήν Δύση «ἄνοιγμα» τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως, πού ἦταν συνακόλουθο τῆς ὑφέσεως πού εἶχε ἀρχίσει να διαγράφεται στόν ψυχρό πόλεμο μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης.

Ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν προσχώρηση στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἐκκλησίας Ρωσσίας καί μαζί μ'αὐτήν καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπέκεινα τοῦ «Σιδηροῦ Παραπετάσματος», ἦταν μιά συνάντηση πού εἶχε πραγματοποιηθεῖ στήν Οὐτρέχτη τόν Αὔγουστο τοῦ 1958. Δέκα μόλις χρόνια μετά τό Συνέδριο τῆς Μόσχας καί τήν Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ 14. Ἔτσι, κατά τήν Τρίτη Γενική Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί (1961) καί δεκατρία χρόνια μετά τό κατηγορηματικό «ὄχι» τους, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ρωσσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας καί Πολωνίας γίνονταν μέλη τοῦ ΠΣΕ 15, «δικαιώνοντας τήν οἰκουμενική πολιτική τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα» 16.

Ἐξηγῶντας τούς λόγους πού ὤθησαν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας νά γίνει μέλος τοῦ ΠΣΕ, ἀλλ΄ἀντικατοπτρίζοντας καί μιά γενικώτερη ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος παρατηροῦσε ὅτι ἐκεῖνο πού εἶχε συντελέσει στήν εἴσοδο τῶν Ὀρθοδόξων στό Συμβούλιο ἦταν ἐν πρώτοις ἡ ἀδελφική ἀγάπη πού δέν ἀνέχεται διαιρέσεις μεταξύ χριστιανῶν, καί ἀκολούθως ἡ ἀνάγκη συντονισμοῦ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στό κοινό ἔργο τῆς διακονίας τοῦ ἀνθρώπου μέσα σ'ἕνα κόσμο ἐκκοσμικευμένο, ἀντιμέτωπο μέ ραγδαῖες ἐξελίξεις, ἕνα κόσμο διῃρημένο, ἀλλά μολαταῦτα ποθοῦντα τήν ἑνότητα 17.

Μαζί μέ τίς ὡς ἄνω Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅμως, κατά τήν Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί προσχωροῦσαν στό ΠΣΕ, «μέ ἕνα ἀριθμό ρεκόρ γιά μιά Συνέλευση» 18, καί πλεῖστες ὅσες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες, προερχόμενες ἀπό διάφορες, πολιτικά χειραφετημένες πλέον, χῶρες τοῦ λεγομένου «Τρίτου Κόσμου», προσδίδοντας σ'αὐτό μία ὄντως παγκόσμια διάσταση 19.

* * * * *

Ἕνα χαρακτηριστικό τῆς, ἱστορικῆς στά οἰκουμενιστικά χρονικά, Συνελεύσεως τοῦ Νέου Δελχί, εἶναι ὅτι γιά πρώτη φορά στό ἀνώτατο αὐτό θεσμικό ὄργανο τοῦ ΠΣΕ, παρίσταντο καί πέντε ἐξουσιοδοτημένοι ἀπό τήν Ἁγία Ἕδρα ἐπίσημοι παρατηρηταί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας 20. Καί ἡ παρουσία τους στήν Συνέλευση, τίς παραμονές μάλιστα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὄχι μόνο σήμαινε μιά ἀπόκλιση ἀπό τίς ὁδηγίες τῆς Παπικῆς Ἐγκυκλίου “ Mortalium Animos ” (1928), ἡ ὁποία ἀπαγόρευε τήν συμμετοχή τῶν πιστῶν σέ «μή καθολικά» συνέδρια μέ τό σκεπτικό ὅτι « ἡ ἑνότης τῶν χριστιανῶν δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ παρά μόνο μέ τήν ἐπιστροφή τῶν πεπτωκότων στήν ἀληθῆ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» 21, ἀλλά ἄνοιγε καί νέους ὁρίζοντες γιά τήν συνεργασία τῆς Ἁγίας Ἕδρας μέ τό ΠΣΕ καί γενικά μέ τήν Οἰκουμενική Κίνηση τήν ὁποία αὐτό ἐκπροσωποῦσε. Μιά συνεργασία, σημειωθήτω, τήν ὁποία δέν εἶχαν ἀρνηθεῖ ad personam, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1930 ἤδη, οὐκ ὀλίγοι ἐπιφανεῖς ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι. Καθώς παρατηροῦσε τό 1969 ὁ Ἀρχιμανδρίτης (σήμερα δέ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας) Στυλιανός Χαρκιανάκις, τά ὀνόματα τῶν Yves Congar, Dom Lambert Beaudoin, Hans Urs v. Balthasar ἤ Thomas Sartory, «ἀρκοῦν ἐνδεικτικῶς διά νά στρέψωμεν μετ'εὐγνωμοσύνης τήν σκέψιν εἰς τούς σκαπανεῖς τούτους τῆς οἰκουμενικῆς ἰδέας, ἐντός τοῦ μέχρι πρό τινος σκληροτράχηλου Ρωμαιοκαθολικοῦ κόσμου» 22. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι παρά τίς ἐπιφυλάξεις τῆς Ρώμης, διάφορα Ρωμαιοκαθολικά κέντρα ἔρευνας καί μελετῶν ἀσχολοῦνταν ἐντατικά μέ τό θέμα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καί τήν πορεία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔτσι ὅπως ἐξελισσόταν αὐτή στά πλαίσια τῆς «Πίστεως καί Τάξεως», ἀργότερα δέ τοῦ ΠΣΕ. Ἐνδεικτικά μπορεῖ νά ἀναφρεθοῦν, μεταξύ ἄλλων, τό Ἰνστιτοῦτο Istina στό Παρίσι,(1925), ἡ μοναστική ἀδελφότητα τοῦ Chevetogne (1925), ἡ Κίνηση Una Sancta στό Niederalteich, (1945), τό Κέντρο Unitas στήν Ρώμη (1947) 23.

Πράγματι, ἡ καινοτόμος αὐτή Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ, μεταξύ τῶν πολλῶν «ἀνοιγμάτων» πού ἔκαμε στόν κόσμο, ἀσχολήθηκε εἰδικά μέ τό θέμα τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος, καί προέβη σέ χειρονομίες πού ἔθεταν τέρμα στίς προηγούμενες ἀρνητικές τοποθετήσεις τῆς Ρώμης ἔναντι τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἔτσι, τό περί «Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα» τῆς Συνόδου, γνωστό ὡς « Unitatis redintegratio », πού εἶχε ψηφισθεῖ στίς 21 Νοεμβρίου 1964, οὐδεμία εἶχε σχέση μέ τήν Ἐγκύκλιο “ Mortalium animos ” Πίου τοῦ ΙΑ΄. Διότι ὄχι μόνο ἀναγνώριζε «μιά κάποια, ἔστω ἀτελῆ, κοινωνία» μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία ὅσων ἔχουν « ἔγκυρο βάπτισμα», ἀλλά δήλωνε ὅτι «ἕνας ἀπό τούς κύριους στόχους τῆς Β΄Βατικανῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν», καί παρώτρυνε κλῆρο καί λαό « νά συμμετάσχουν ἐνεργῶς στήν οἰκουμενική προσπάθεια ἐκείνων πού ὑπό τήν πνοή καί τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί διά προσευχῆς, λόγων καί ἔργων, μοχθοῦν διά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιποθουμένη ἑνότης» 24.

Μιά πρώτη, ἐπιτυχῆ μάλιστα, ἀπόπειρα πρός ὑλοποίηση τῶν ὅσων εἶχαν ἀποφασισθεῖ στήν Σύνοδο σχετικά μέ τήν Οἰκουμενική Κίνηση, ἀποτέλεσε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Καρδιαναλίου Αὐγουστίνου Bea, Προέδρου τῆς Βατικανῆς Γραμματείας Προωθήσεως τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος 25, στήν ἕδρα τοῦ ΠΣΕ, στίς 18 Φεβρουαρίου 1965.

Σέ μιά συζήτηση «στρογγύλης ταπέζης», στήν ὁποία ἐκτός ἀπό τόν Καρδινάλιο παρακάθονταν ὁ ἐκ τῶν πρωτοπόρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαπρεπής πάστωρ καί ἀκαδημαϊκός Marc Boegner, καί ὁ Γενικός Γραμματεύς τοῦ ΠΣΕ, Δρ W. A. Visser ' t Hooft, ὁ ἐκ Ρώμης ὑψηλός ἐπισκέπτης, ἀφοῦ πρῶτα συνώψισε τά διαμειφθέντα στήν Σύνοδο σχετικά μέ τήν χριστιανική ἑνότητα καί τούς στόχους τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἀνακοίνωσε ἐπίσημα ὅτι ἡ Ἁγία Ἕδρα ἀνταποκρινόταν εὐχαρίστως στήν πρόταση τοῦ ΠΣΕ 26 ὅπως συσταθεῖ μιά «Μικτή Ἐπιτροπή» πρός ἀπό κοινοῦ ἐξερεύνηση τρόπων διαλόγου καί συνεργασίας μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ΠΣΕ 27. Πρᾶγμα τό ὁποῖο χαιρέτισε, ὅπως ἦταν φυσικό, μέ ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση ὁ Visser ' t Hooft, δηλώνοντας ὅτι ἡ ἀπόφαση τῆς Ἁγίας Ἕδρας νά συνάψει σχέσεις συνεργασίας μέ τό Συμβούλιο ἀποτελοῦσε «ἱστορικό γεγονός» 28.

Ἔκτοτε, ἡ ὁλομέλεια τῆς «Μικτῆς Ἐπιτροπῆς» συνέρχεται ἅπαξ τοῦ ἔτους, ἐνῶ οἱ ἀξιωματοῦχοι αὐτῆς ἀνά ἑξάμηνο, πρός ἀποτίμηση τῶν θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν ἐξελίξεων τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου ἐπί διεθνοῦς καί τοπικοῦ ἐπιπέδου, καί τήν μελέτη, κατά διαστήματα, καίριων θεμάτων πού ἀπασχολοῦν σήμερα τήν Ἐκκλησία. Μεταξύ πολλῶν ἄλλων μελετῶν πού πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα, μπορεῖ νά ἀναφερθοῦν ἐνδεικτικά ἐκεῖνες πού ἀφοροῦσαν στήν κοινή μαρτυρία τῶν χριστιανῶν στή συγχρονη κοινωνία, τήν θρησκευτική ἐλευθερία καί τόν προσηλυτισμό, τόν εὐαγγελισμό, τήν τοπική καί καθολική διάσταση τῆς ἐκκλησίας , τήν ἱεράρχηση τῶν ἀληθειῶν , τήν τοποθέτηση τῆς Ἐκκλησίας ἐπί θεμάτων ἠθικῆς φύσεως , τό περιεχόμενο καί τήν φύση τοῦ οἰκουμενκοῦ διαλόγου, τόν ρόλο τῶν ἐθνικῶν καί περιφρειακῶν Συμβουλίων Ἐκκλησιῶν μέσα στό γενικώτερο πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.

Συνακόλουθο τῆς προεγγίσεως αὐτῆς μεταξύ Ρώμης καί Γενεύης, ἦταν ἡ δημιουργία τό 1968 μιᾶς Ἐπιτροπῆς κοινωνικοῦ προβληματισμοῦ, γνωστῆς ὡς SODEPAX (Committee on Society, Development and Peace), ἔπειτα ἀπό κοινή ἀπόφαση τοῦ ΠΣΕ καί τῆς Ποντιφικῆς Ἐπιτροπῆς « Δικαιοσύνη καί Εἰρήνη» (“Justice and Peace”). Ἑδρεύουσα στήν Γενεύη, καί στελεχωμένη μέ ἐπιτελικά πρόσωπα προερχόμενα ἀπό τά δύο συνεργαζόμενα μέρη, ἡ Ἐπιτροπή αὐτή δραστηριοποιήθηκε ἐπί μιά δωδεκαετία στούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀναπτύξεως, τῆς κινητοποιήσεως γιά τήν εἰρήνη, ὡς καί σ'ἐκεῖνο τοῦ διαλόγου μέ ἄλλα θρησκεύματα. Δυστυχῶς τερμάτισε τήν ἀποστολή της τό 1980, λόγῳ ὡρισμένων δυσλειτουργιῶν κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς θητείας της.

Συνέπεια ὅμως τῆς συνεργασίας τοῦ ΠΣΕ μέ τό Ποντιφικό Συμβούλιο ἐπί τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος, ἦταν καί ἡ παρουσία, ἀπό τό 1984 καί ἑξῆς, μιᾶς Ρωμαιοκαθολικῆς μοναχῆς στό Τμῆμα Ἱεραποστολῆς καί Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ΠΣΕ, ὅπως καί ἡ στελέχωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Μπωσαί καί τοῦ Τμήματος ἐπί τῆς «Πίστεως καί Τάξεως» μέ Ρωμαιοκαθολικούς Θεολόγους. Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ἡ, ἀπό τό 1968 ἤδη, ἐπίσημη συμμετοχή Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς πλήρους μέλους, στά διοικητικά σώματα καί σ'ἐρευνητικές ὁμάδες τῆς «Πίστεως καί Τάξεως» , τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ΠΣΕ, ἦταν ἄκρως σημαντική. Διότι σ'ἕνα Ὀργανισμό, ὅπου γιά ἕνα μεγάλο διάστημα ἐπικρατοῦσε τό Προτεσταντικό στοιχεῖο, Ρωμαιοκαθολικισμός καί Ὀρθοδοξία ἔδιναν στίς συζητήσεις μιά διαφορετική «νότα» καί κόμιζαν θεολογικά στοιχεῖα παρμένα ἀπό τήν ζωή καί παραδόση τῆς μιᾶς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἁπτό παράδειγμα τό συμπεφωνημένο κείμενο «Βάπτισμα, Εὐχαριστία, Λειτούργημα» , στήν σύνταξη τοῦ ὁποίου ἔπαιξαν βασικό ρόλο, δίπλα στούς Ὀρθοδόξους Νῖκο Νησιώτη, Γεράσιμο Κονιδάρη, Ἰωάννη Ζηζιούλα καί Νικόλαο Losky, καί διαπρεπεῖς Ρωμαιοκαθολικές προσωπικότητες, ὅπως οἱ Jean Tillard, Anton Houtepen, καί Dom Emmanuel Lanne. Τό ἴδιο μπορεῖ νά λεχθεῖ καί γιά τίς μελέτες σχετικά μέ τήν Ἀποστολική Πίστη ἤ τό Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

* * * * *

Ἡ διεύρυνση τοῦ ΠΣΕ μέ τήν εἰσδοχή νέων Ἐκκλησιῶν-μελῶν προερχομένων κυρίως ἀπό χῶρες τοῦ λεγομένου «Τρίτου Κόσμου», συνεχίσθηκε ἐντατικά κατά τήν μετά Νέο-Δελχί περίοδο, καί πῆρε τήν ἀνιοῦσα κατά τήν Δ΄ Γενική Συνέλευση τῆς Οὐψάλας (1968), ἀλλά καί ἐπέκεινα αὐτῆς, ἀνατρέποντας τίς μέχρι τότε ἰσορροπίες 29.

Καθώς παρατηροῦσε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων σέ ὁμιλία του στό Ἵδρυμα Pro Oriente τῆς Βιέννης (26 Νοεμβρίου 1968), ἡ Συνέλευση αὐτή «ἦτο μία πρόκλησις πρός δύο κατευθύνσεις. Πρῶτον πρός τάς Ἐκκλησίας καί τούς χριστιανούς νά ἀναλογισθοῦν τάς ἐπί μέρους εὐθύνας των καί δεύτερον μία πρόκλησις τοῦ Χριστιανισμοῦ πρός τόν κόσμον, ἡ ὁποία ἀνταπεδόθη εἰς τήν πρόκλησιν τοῦ κόσμου πρός τόν Χριστιανισμόν, ὅπως ἀναλογισθῇ τήν συλλογικήν εὐθύνην του, μέ τήν σαφῆ πρός αὐτόν ὑπόμνησιν ὅτι εἶναι ἀλληλέγγυος, ὅτι παρά τάς διαφοράς του θεωρεῖται ἀδιάσπαστος ἐν τῷ πρός τόν κόσμον καθήκοντι καί τῇ εὐθύνῃ του καί ὅτι ὡς ἕν ὅλον κρίνεται ὑπό τοῦ κόσμου» .Καί συνέχιζε τονίζοντας μέ ἔμφαση ὅτι « εἰς τήν Οὐψάλαν ὑπῆρξε μία συνάντησις καί μία ἀντίδοσις Χριστιανισμοῦ καί κόσμου, Χριστιανισμοῦ καί ἐποχῆς» 30.

Ἀποτελεσματικό παράγοντα στήν καίρια αὐτή «συνάντηση» τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν σύγχρονη ἐποχή στήν Οὐψάλα, γιά τήν ὁποία ἔκαμε λόγο ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ἀποτέλεσε τό παγκόσμιο συνέδριο πού εἶχε συγκαλέσει στήν Γενεύη τόν Ἰούλιο τοῦ 1966 τό τμῆμα «Ἐκκλησία καί Κοινωνία» τοῦ ΠΣΕ, ὑπό τό γενικό θέμα «Οἱ χριστιανοί ἐνώπιον τῶν τεχνολογικῶν καί κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων τῆς ἐποχῆς μας» 31.

Τό ἐν λόγῳ συνέδριο ἦταν χωρίς ἀμφιβολία μιά διεγερτική καί δημιουργική εὐκαιρία. Ὑπερπεντακόσιοι σύνεδροι, κατά τό πλεῖστον πολιτικοί, οἰκονομολόγοι, ἐπιστήμονες καί ἐπιχειρηματίες, βαθύτατα ὅμως ριζωμένοι στήν χριστιανική τους πίστη, συνέτειναν τίς προασπάθειές τους γιά νά ἐξατάσουν, μαζί μέ ἐπιφανεῖς θεολόγους διάφορα, σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα μέ μιά χριστιανική προοπτική, προκειμένου ὅπως ἔλθουν ἀρωγοί στό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τό συνέδριο, πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ ΠΣΕ ἔφερε ἐπί τό αὐτό ἕνα μεγάλο ἀριθμό χριστιανῶν ἀπό τήν Ἀφρική, τήν Ἀσία καί τήν Λατινική Ἀμερική, ἔγινε ἀφορμή στό νά θιγοῦν πλεῖστα ὅσα θέματα, πού βρίσκονταν τότε στό ἐπίκεντρο τοῦ προβληματισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ «Τρίτου Κόσμου». Θέματα ἀναφερόμενα στήν πόλωση στίς σχέσεις πλουσίων καί πτωχῶν χωρῶν, στήν ἀποδέσμευση τῶν λαῶν ἀπό ὁποιασδήποτε φύσεως καταδυναστεύσεις, στόν ρόλο τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς σ'ἕνα μεταβαλλόμενο κόσμο, στή μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά ἀλληλεγγύη, δικαιοσύνη καί ἐλευθερία στόν σύγχρονο κόσμο, καί τέλος στίς ραγδαῖες τεχνολογικές προόδους τῆς ἐποχῆς μας. Ἦταν, συνεπῶς αὐτονόητο, καί ἀναμενόμενο, ἡ μετά διετία συγκροτηθεῖσα Δ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ νά βρίσκεται ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ὅσων εἶχαν ἐπισημανθεῖ στό προαναφερθέν συνέδριο τῆς Γενεύης.

Ἡ Συνέλευση τῆς Οὐψάλας ἦταν ἡ μέχρι τότε πολυπληθέστερη οἰκουμενική σύναξη στήν ἱστορία τοῦ ΠΣΕ. Ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν συμμετεχόντων, ἐκ τῶν ὁποίων μιά μεγάλη μερίδα ἀπό τήν Ἀφρική, τήν Ἀσία καί τήν Λατινική Ἀμερική, εἶχε ἀνέλθει σέ 2700 ἄτομα, καί ἡ συμμετοχή δεκαπέντε ἐπισήμων παρατηρητῶν τῆς Ἁγίας Ἕδρας, -συμμετοχή τήν ὁποία ὁ Πάπας Παῦλος ὁ στ΄ εἶχε χαρακτηρίσει ὡς «σημεῖον τῆς ἐποχῆς μας» 32-, ἔδιναν στήν Συνέλευση αὐτή ἕνα ἰδιάζοντα χαρακτῆρα.

Πολλοί θεωροῦν ὅτι, συνεπείᾳ τῆς νέας αὐτῆς διευρύνσεως τοῦ ΠΣΕ μέ τήν εἴσοδο σ'αὐτό μεγάλου ἀριθμοῦ Ἐκκλησιῶν τοῦ Νότου, ἡ Συνέλευση τῆς Οὐψάλας ἐπέφερε μιά ἀναστάτωση στούς κόλπους τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί ὅτι συνετέλεσε ὅπως τό Συμβούλιο παρεκκλίνει ἀπό τόν ἀρχικό του σκοπό, πού ἦταν ἡ προώθηση τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος.

Ὡστόσο, ἄν κανείς ἐξετάσει τό σύνολο τοῦ ἐπιτελεσθέντος ἔργου στήν Οὐψάλα, καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι καί τά πλέον ἐπίμαχα καί ἀμφιλεγόμενα θέματα, ὅπως ἐκεῖνο τῶν φυλετικῶν διακρίσεων ἤ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, πού βρίσκονταν ψηλά στήν ἡμερησία διάταξη τῆς Συνελεύσεως, δέν εἶχαν συζητηθεῖ μεμονωμένα, ἀλλά ἐν ἀναφορᾷ πρός τούς προδιαχαραγμένους σκοπούς τοῦ ΠΣΕ. Χαρακτηριστική ἐπί τοῦ προκειμένου ἦταν ἡ ἄνευ περιστροφῶν καταδίκη ἐκ μέρους τῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Συνελεύσεως τῶν χριστιανικῶν ἐκείνων κοινωνιῶν «πού ἐπιτρέπουν ὅπως ἡ συμμετοχή σ'αὐτές καθορίζεται μέ ἀξιολογική διάκριση φυλῆς, περιουσίας, κοινωνικῆς τάξεως ἤ μορφώσεως», χωρίς νά συνειδητοποιοῦν ὅτι οἱ « πολιτιστικές, ἐθνολογικές ἤ πολιτικές διακρίσεις, παρακωλύουν τήν ὀργανική ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν πού ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη σέ μιά καί τήν αὐτή χώρα 33.

Τά ἔτη πού ἀκολούθησαν τήν Δ΄Γενική Συνέλευση, ὑπῆρξαν, χωρίς ἀμφιβολία, κρίσιμα. Τά πορίσματα στά ὁποῖα κατέληξε ἡ Συνέλευση καί ἡ ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της, μάλιστα δέ ὁ ἐγκαινιασμός τοῦ Προγράμματος Καταπολεμήεως τῶν Φυλετικῶν Διακρίσεων, ἔγιναν ἀφορμή ὅπως δημιουργηθεῖ μιά πόλωση στίς σχέσεις μεταξύ τοῦ ΠΣΕ καί πολλῶν Ἐκκλησιῶν-μελῶν του. Οἱ πιό συντηρητικές ἀπό αὐτές θεώρησαν ὅτι τό Συμβούλιο, ξεπερνῶντας τά ὅρια, ἀναμίχθηκε σέ ζητήματα πού δέν τό ἀφοροῦσαν. Ἐνῶ ἄλλες, φιλελευθερωτέρων τάσεων, τό κατηγόρησαν ὡς ἄβουλο ὄργανο τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου», πού δέν εἶχε τήν τόλμη νά λάβει τά ἀπαιτούμενα δραστικά μέτρα, γιά νά συμβάλει στήν θεραπεία τῶν δεινῶν τοῦ κόσμου.

Αὐτό ἦταν φυσικό, ἄν ληφθεῖ ὑπ'ὄψιν ὁ ἀριθμός τῶν ἑτερόκλητων, ἐν πολλοῖς, Ἐκκλησιῶν- μελῶν τοῦ ΠΣΕ, ὁ πολύπλευρος προβληματισμός τους, οἱ ποικίλες πολιτισμικές καταβολές τους καί οἱ τρόποι ἐκφράσεώς τους. Ὡστόσο τό ΠΣΕ, μέ τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε στήν Οὐψάλα, προσπάθησε νά φέρει τόν Σταυρό στό ἐπίκεντρο τῶν ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Καί ἄν παράλληλα μέ τήν θεολογική ἔρευνα καί τήν προώθηση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, ἀσχολήθηκε, (καί ἀσχολεῖται ἀκόμη), μέ τό φυλετικό πρόβλημα, τό πρόβλημα τοῦ ὑποσιτισμοῦ ἤ ἐκεῖνο τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, εἶναι διότι ὅλα αὐτά τά ἐπί μέρους προβλήματα ἀποτελοῦν μικρούς ἤ μεγάλους Σταυρούς ἐθνῶν, φυλῶν, ἐκκλησιῶν. Σταυρούς πού στήνονται μέν σήμερα σ΄ἕνα ὁποιοδήποτε τοπικό Γολγοθᾶ, ἀλλά ὁπωσδήποτε προαναγγέλουν Ἀνάσταση.


1 Εἶναι ἀξιοσημείωτη π.χ. ἡ διαπίστωση ὅτι στήν Γενική Συνέλευση τοῦ Ἀμστερνταμ, ἐπί συνόλου 147 ἱδρυτικῶν Ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ ΠΣΕ, τά δύο τρίτα (99 Ἐκκλησίες) προέρχονταν ἀπό τό Βορρᾶ, (κυρίως ἀπό τήν Εὐρώπη καί τήν Βόρεια Ἀμερική), ἐνῶ τό ἕν τρίτο ἀπό τόν Νότο (48 Ἐκκλησίες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 10 ἀπό τήν Αὐστραλία καί τήν Νέα Ζηλανδία). Τοὐθόπερ σημαίνει ὅτι ὁ ἀποικιοκρατούμενος τότε «Νότος», ἐκπροσωποῦνταν στήν οὐσία ἀπό 38 μόνο Ἐκκλησίες, κυρίως τῆς Ἰνδίας, τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς καί, μερικῶς, τῆς Ἀφρικῆς.

2 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βατικανοῦ στό αἴτημα τῆς Ἀντιπροσωπείας πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τόν Πάπα Βενέδικτο ιε΄ στίς 16 Μαρτίου 1919 ἦτο ὅτι « ἡ διδασκαλία καί ἡ πράξις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τό ζήτημα τῆς ὁρατῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰς ὅλους γνωστή. Συνεπῶς, ἡ συμμετοχή τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς παρόμοιον συνέδριον τυγχάνει ἀδύνατος» . Βλ. Tissington Tatlow, The World Conference on Faith and Order, στό Ruth Rouse-Stephen Charles Neil, (eds), A History of the Ecumenical Movement, (1517-1948 ), SPCK, London, σελ. 416.

3 Γράμμα τοῦ Robert Gardiner πρός τόν Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο, (Τοποτηρητή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου), 1 η Α ὐγούστου 1919, Βλ. Ἀρχεῖο «Πίστεως καί Τάξεως»/ΠΣΕ, φάκελλος Dorotheos

4 Κατά τήν γνώμη το ῦ Νικολάου Zernov, ἡ ἀθρόα αὐτή Ὀρθόδοξη συμμετοχή ὀφειλόταν στήν Εγκύκλιο πού εἶχε ἀξαπολύσει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόν Ἰανουάριο τοῦ 1920, ἡ ὁποία «ἐσήμαινε μιά ἀπόκλιση ἀπό τήν συνηθισμένη ἐπιφυλακτική στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀπεδείκνυε ὅτι σέ μερικούς τοὐλάχιστον Ὀρθοδόξους ἱεράρχες ὑπῆρχε ἡ ἐπιθυμία νά ἀναλάβουν πρφτοβουλίες στά πλαίσια μιᾶς κινήσεως πού ἀπέβλεπε σέ μιά στενώτερη συνεργασία», Βλ. N. Zernov, The Eastern Churches and the Ecumenical Movement , στό R. Rouse - S. Neill, μν. ἔργ., σελ. 654

5 W.A. Visser' t Hooft, Memoirs, SCM Press, London, 1973, σελ. 254

6 Βλ. Dix ans de formation , 1938-1948, Genève, σελ. 11

7 Τά Πρεσβυγεν ῆ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων εἶχαν ἀποδεχθεῖ τήν πρόκληση συμμετοχῆς στήν Συνέλευση, χωρίς ὅμως νά στείλουν ἀντιπροσώπους. Βλ. πλείονα στό Γεωργίου Τσέτση, Ἡ Ὀρθόδοξη Παρουσία στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν-Μιά ἐμπειρία ἀμοιβαίου ἐμπλουτισμοῦ, ἐν Μνήμη Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου, ἔκδ. Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, Ἐν Ἀθήναις, 1984, σελ. 332 ἑξ.

8 Βλ. Actes de la Conférence des Chefs et des Représentants des Eglises Orthodoxes Autocéphales à Moscou, 8-18 juillet 1948, vol. II, Moscou, 1952, σελ. 5-200.

9 Εἶ ναι χαρακτηριστικό ὅτι κατά τήν συζήτηση α ὐτή μεταξύ ἄλλων κατηγοριῶν ἀνερφέρθη καί ἡ γνωστή ἐπῳδός ὅτι πίσω ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση βρισκόταν ἡ Μασωνία. Βλ. ὅπ. π., σελ. 393

10 ὅπ. π., σελ. 450 ἑξ.

11 Τήν ἀποχή τοῦ Μητροπολίτου Θυατείρων ἀπό τό Συνέδριο ἐπέβαλλε ἡ ἀρχή ὅτι, σύμφωνα μέ τά κρατοῦντα στό Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό σύστημα, κανονική ἁρμοδιότητα τοῦ συγκαλεῖν Πανορθοδόξους Διασκέψεις καί Συνέδρια ἔχει μόνο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς Πρωτόθρονος Ἐκκλησία καί κέντρο συντονισμοῦ τῶν δρωμένων εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας.

12 Βλ. Γεωργίου Τσέτση, μν. ἔργ., σελ. 33 3

13 Βλ. Olivier Clément, Dialogues avec le Patriarche Athénagoras, Fayar, 1969, σελ. 469

14 Στή συνάντηση α ὐτή τήν Ρωσσική Ἀντιπροσωπεία ἀποτελοῦσαν ὁ Μητροπολίτης Κρουτίτσης καί Κολόμνης Νικόλαος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σμολένσκ Μιχαήλ καί ὁ Ἀλέξιος Μπουγιέφκυ, καί ἐκείνη τοῦ ΠΣΕ, ὁ Πρόεδρος τῆς Κεντρικῆς του Ἐπιτροπῆς Franklin Fry, ὁ Γενικός Γραμματεύς W.A. Visser' t Hooft καί ὁ Μητροπολίτης Μελίτης ( καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς) Ἰάκωβος, Μόνιμος Ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἕδρα τοῦ ΠΣΕ. Ἡ παρουσία τοῦ Μητροπολίτου Μελίτης στήν τριμελῆ αὐτή ἀντιπροσωπεία τοῦ ΠΣΕ, ὄχι μόνο ἔδινε τήν δέουσα βαρύτητα στίς διαβουλεύσεις αὐτές, ἀλλά καί διερμήνευε τήν βούληση τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα νά δεῖ συνόλη τήν Ὀρθοδοξία συνεργαζόμενη μέ τόν διαχριστιανικό αὐτό ὀργανισμό. Βλ. Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουμενικά Ἀνάλεκτα-Συμβολή στήν Ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐκδ. «Τέρτιος», 1987, σελ. 144

15 Ἡ Ἐκκλησία Γεωργίας ἔγινε μέλος τοῦ ΠΣΕ τό 1962, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό 1965, ἡ Ἐκκλησία Τσεχοσλοβακίας τό 1966, ἡ Ἐκκλησία Φιλλανδίας τό 1982 καί ἡ Ἐκκλησία Ἀλβανίας τό 1994. Στό μεταξύ οἱ Ἐκκλησίες Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἐνέστειλαν τήν συμμετοχή τους στό ΠΣΕ τό 1997 καί 1998 ἀντίστοιχα.

16 Olivier Cl é ment, μν. ἔργ., σελ.469

17 Metropolitan Nikodim, The Russian Orthodox Church and the Ecumenical Movement, στό The Ecumenical Review, vol. XXI, April 1969, σελ. 116-119

18 Βλ. W.A.Visser' t Hooft, (éd), Nouvelle Delhi 1961, Rapport de la troisième Assemblée du COE, Dealachaux- Niestlé, 1962, σελ. 14

19 Κατά τήν Συνέλευση α ὐ τή προσχώρησαν στό ΠΣΕ ὡς μέλη του, 11 Ἐκκλησίες ἀπό τήν Ἀφρική, 3 ἀπό τόν Εἰρηνικό, 2 ἀπό τήν Νότιο Ἀμερική, 1 ἀπό τήν Ἀσία καί 1 ἀπό τήν Καραϊβική.

20 Ο ἱ ἐν λόγῳ παρατηρηταί ἦταν οἱ πατέρες E. Duff, T. Edamaran, καί I. Extross, καί οἱ καθηγηταί J.C.de Groot, καί M.le Guillou. B λ. W.A.Visser' t Hooft, Nouvelle Delhi, σελ. 366

21 Βλ. http://www.vatican. va/holy_father/pius_xi/encyclicals/documents/hf_p-xi_enc_19280

22 Στυλιανο ῦ Χαρκιανάκι, Ἡ Δ΄ Γενική Συνέλευσις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 14

23 Βλ. πλείονα στό Maurice Villain, Introduction à l 'Œ cum é nisme, Casterman, 1958, σελ. 36 ἑξ. ὅπως καί στό Α lting von Geusau, (ed), Ε cumenism and the Roman Catholic Church, Shed & Ward ltd, 1966, σελ. 12 ἑξ.

24 Βλ. πλ ῆ ρες κείμενο το ῦ περί Οἰκουμενισμοῦ Διατάγματος, στό Austin P. Flannery (ed), Documents of Vatican II, Eerdmans Publishing Company, 1974, σελ. 452-470

25 Ἡ ἐν λόγῳ Γραμματεία (καί ἀκολούθως «Ποντιφικό Συμβούλιο»), εἶχε συσταθεῖ τό 1960 ἤδη ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη τόν ΚΓ΄

26 Ἡ πρόταση εἶχε γίνει ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1965.

27 Βλ. Rencontre Œ cuménique à Genève, Labor et Fides, 1965, σελ. 33.

28 Ὅπ.π., σελ. 36

29 Σέ σύγκριση μέ τήν ἱδρυτική Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ, σήμερα στό ΠΣΕ συμμετέχουν 349 Ἐκκλησίες, ἐκ τῶν ὁποίων 212 ἀπό τόν Νότο καί μόλις 137 ἀπό τόν Βορρᾶ!

30 Βλ. Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις καί ἡ Δ΄Γενική Συνέλευσις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. Στό περιοδικό Στάχυς, Ἰούλιος - Δεκέμβριος 1968, σελ. 25

31 Βλ. σχετικά στό World Conference on Church and Society-Official Report, WCC, Geneva 1967

32 Βλ. The Pope's message to the President of the fourth Assembly, στό N. Goodall, (ed), The Uppsala 1968 Report, WCC Geneva, 1968, σελ. 403

33 Ὑπαινιγμός στήν πολιτική τοῦ apartheid πού ἐφάρμοζαν τότε ἡ Ροδεσία καί ἡ Νότιος Ἀφρική.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.