ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Μνεία Δεισιδαιμονιών τινών
και μαγικών συνηθειών εις Νομοκανόνας

Φαίδωνος Κουκουλέ, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος επί τη
45ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 35ετηρίδι τακτικής
καθηγεσίας Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου
,
Αθήναι 1958, σελ. 227-238.

 

Ο άνθρωπος, ανίκανος να αντιμετώπιση δι' ιδίων δυνάμεων τους εκ της περιβαλλούσης φύσεως κινδύνους και αποδίδων πολλάκις αυτούς εις επίδρασιν αοράτων και πονηρών δυνάμεων, από παμπαλαίας εποχής κατελήφθη από δεισιδαίμονας φόβους και προσεπάθησε να προστατεύση εαυτόν μεταχειριζόμενος διάφορα μαγικά μέσα.

Δεν υπάρχει περίοδος, καθ' ην να μη επεκράτουν παρά τω Ελληνικω λαώ δεισιδαιμονίαι και προλήψεις, ων ίχνη από της πολιάς αρχαιότητος έφθασαν μέχρις ημών. Πληροφορίας περί των διαφόρων αυτών δεισιδαιμονιών και μαγικών συνηθειών έχομεν παρ' ημίν κατά την αρχαίαν έποχήν, αι σχετικαί όμως μαρτυρίαι πολλαπλασιάζονται εφ' όσον κατερχόμεθα χρονικώς και φθάνομεν εις τους μεσαιωνικούς και τους μετά την άλωσιν χρόνους, οπότε αναφέρεται πλήθος αυτών, παρά τας προσπάθειας προς εκμηδένισίν των εκ μέρους των νόμων της εκκλησίας και των εκκλησιαστικών ανδρών.

Κατά την χρονικήν αυτήν περίοδον ποικίλαι πηγαί μας παρέχουσι πληροφορίας περί του θέματος· είναι δε αύται διάφοροι λόγοι των πατέρων της εκκλησίας, και μάλιστα του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, εν μέρει τα κείμενα των χρονογράφων και άλλων Βυζαντινών συγγραφέων και του Μιχαήλ Ψελλού αι διατριβαί περί ενεργείας δαιμόνων, ωμοπλατοσκοπίας και οιωνοσκοπίας, τα αγιολογικά κείμενα, μάλιστα περί των μαγικών πράξεων προκειμένου, έπειτα ωρισμέναι διατάξεις των νόμων, οι κανόνες των ιερών συνόδων και τα εις αυτούς σχόλια των ερμηνευτών, και μάλιστα του Ζωναρά και του Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ο ουχί ορθώς φερόμενος υπό το όνομα του Πατριάρχου Φωτίου νομοκάνων, κυρίως δε οι από του τέλους του ΙΑ' αιώνος συγκροτηθέντες νομοκάνονες οι περιλαμβάνοντες διατάξεις του αστικού και εκκλησιαστικού δικαίου, και εις άλλα κεφάλαια αυτών, και δη και εις το περί εξομολογήσεως, τα οποία στηρίζονται εις το Καυστικόν Ιωάννου του Νηστευτού.

Τέλος κατά τον ΙΔ' αιώνα λήγοντα και τον ΙΕ' αρχόμενον ενδιαφέρον υλικόν παρέχουσι και δύο διατριβαί του Ιωσήφ Βρυεννίου υπό τους τίτλους «Τίνες αἱ αἰτίαι τῶν καθ' ἡμᾶς λυπηρῶν» και «Περί τῆς ἐν ταῖς πράξεσιν εἰδωλολατρείας», εν αις ο ειρημένος κληρικός ψέγει τας παρά τοις συγχρόνοις του επικρατούσας δεισιδαιμονίας και την χρήσιν διαφόρων μαγικών ενεργειών, εξ ων φαίνεται ότι ό,τι ως προς το κεφάλαιον τούτο συνηθίζετο κατά τους προηγουμένους αιώνας εξηκολούθει και τότε.

Χρήσιμα προς μελέτην του θέματος είναι και τα κείμενα των μαγικών παπύρων, αι Σολομώντειοι Βίβλοι, αι κοινώς Σολομωνικαί, αι άμεσον σχέσιν έχουσαι με τους μαγικούς παπύρους, τα αστρολογικά κείμενα, τα βροντολόγια και καλανδολόγια και, τέλος, τα γεωπονικά βιβλία και ιατροσόφια, ίνα συντόμως τας κυριωτέρας πηγάς αναφέρωμεν.

'Αριστον, εννοείται, βοήθημα είναι η γνώσις των σημερινών Ελληνικών δεισιδαιμονιών, προλήψεων και μαγικών μεθόδων, ήτις μας βοηθεί να μάθωμεν πως εις παλαιοτέρους αιώνας εγίνοντο αι μαγικαί πράξεις και με ποίας εκφάνσεις του βίου συνδέονται ωρισμέναι δεισιδαιμονίαι.

Είπον ανωτέρω ότι, όσον χρονικώς κατερχόμεθα, τόσον πολλαπλασιάζονται αι γνώσεις ημών περί των παρά τω ημετέρω λαώ επικρατουσών δεισιδαιμονιών και προλήψεων και της χρησιμοποιήσεως μαγικών συνηθειών. Τούτο σαφέστατα φαίνεται από τους νομοκάνονας των χρόνων της Τουρκοκρατίας, ένθα αι παρεχόμεναι σχετικαί πληροφορίαι είναι πλούσιαι (1).

Γεννάται νυν το ερώτημα: αι των νεωτέρων τούτων νομοκανόνων πληροφορίαι αναφέρονται μόνον εις τους χρόνους καθ' ους έζη ο συμπιλήσας τον νομοκάνονα ή αντιπροσωπεύουσι και τα ομοίως επικρατούντα κατά παλαιοτέρους αιώνας; Ότι το δεύτερον τούτο, εις ωρισμένας τουλάχιστον περιπτώσεις, είναι αληθές, έχομεν μαρτυρίας. Οι νεώτεροι π. χ. νομοκάνονες ομιλούσι δια «κάποιον πουλίον, που ωσάν λαλήση έρχεται θάνατος εις άνθρωπον». Περί τούτου, και πρόκειται δια το σημερινόν νεκροπούλι ή ρημοπούλι ή την γλαυκά, ομιλούσιν ου μόνον οι ιεροί κανόνες και οι ερμηνευταί αυτών, αλλά παλαιότερον ο τε Αρτεμίδωρος εις τα Ονειροκριτικά του (2) και οι πατέρες της εκκλησίας Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Κυρήνης Συνέσιος και Αλεξανδρείας Εύσέβιος (3) καταδιώξαντες την ορνεοσκοπίαν.

Επίσης οι της Τουρκοκρατίας νομοκάνονες ομιλούν δια βάμματα (4), κόκκινα δηλαδή νήματα, συνήθως μετάξινα, τα οποία μετεχειρίζοντο οι πρόγονοι ημών. Με τα βάμματα αυτά ο Ιβηριτικός κώδιξ (3,385) παραδίδει ότι αι μητέρες εσταύρωνον τα τέκνα των χωρίς να λέγεται δια ποίον σκοπόν. Τούτο διασαφηνίζει ο Θεόδωρος Βάλσαμων ερμηνεύων τον ΞΑ' κανόνα της εν Τρούλλω ΣΤ' οικουμενικής συνόδου, όστις παρατηρεί (Σ. 2, 443): «ἀρκτοτρόφοι, οἵτινες βάμματα ἐξαρτῶσι κατά τῆς κεφαλής καί τοῦ ὅλου σώματος τοῦ ζώου καί τρίχας κείροντες ἐκ τούτου διδόασι ταύτας σύν τοῖς βάμμασιν ὡς φυλακτήρια καί ὡς δυναμένας λυσιτελεῖν ἐν νόσοις καί βασκάνοις ὀφθαλμοῖς». Τα αυτά λέγει και ο Ζωναράς, όστις (ενθ. αν. 2,444) παρατηρεί: «αἱ δέ (μητέρες) μισθόν ἐκείνοις παρέχουσι καί ἀξιοῦσι τά τέκνα αὐτῶν τοῖς νώτοις τοῦ θηρός ἐπιθέσθαι, ὡς δη τινων κακῶν ἀποτροπῆς ἐσομένης ἐκ τούτου τοῖς παισίν αὐτῶν».

Περί της χρήσεως βαμμάτων προς προφύλαξιν από της βασκανίας και αποδίωξιν διαφόρων νόσων παιδιών και ζώων γίνεται λόγος και εις τους επί Τουρκοκρατίας νομοκάνονας (5), ένθα προστίθεται ότι τα βάμματα επετίθεντο «τοῖς ζώοις διά βασκαμόν», ο παρά τω Αγησιλάω Σγουρίτσα νομοκάνων ΙΣΤ' αιώνος (σελ. 10) προσθέτει ότι τα βάμματα αυτά δια τα παιδία ή τα ζώα εγίνοντο την Μεγάλην Πέμπτην, τα αυτά δε λέγει και νομοκάνων παρ' εμοί (φ. 33 α και 38 α ).

Οι άνθρωποι θέλοντες να βλάψουν τον αντίπαλον αυτών και την περιουσίαν του, μη επιθυμούντες δε ή μη δυνάμενοι φανερώς να εκπληρώσωσι τον μυσαρόν σκοπόν των, επιχειρούν να τον επιτύχουν μαγικά μεταχειριζόμενοι μέσα συνιστάμενα είτε εις την κατάδεσιν κόμβων εις νήματα ή σχοινία, είτε εις την αναγραφήν επί μολύβδινων ή άλλης ύλης πλακών διαφόρων εξορκίων, είτε δια της καταπερονήσεως ομοιώματος ανθρωποειδούς κηρίνου ή μεταλλίνου, είτε, τέλος, δια της εμπήξεώς αιχμηρού οργάνου, της πράξεως συνοδευομένης πάντοτε με ανάλογους γοητείας.

Κατά την πρώτην περίπτωσιν η μαγική πράξις εδηλούτο κατά μεν την παλαιάν εποχήν δια των λέξεων δέω, καταδέω, καταπασσαλεύω, κατά δε τους μεσαιωνικούς χρόνους και νυν δια του αποδένω, αμποδένω και καρφώνω (6).

Εννοείται, ότι κατάδεσμοι και καταπασσαλεύσεις, εν μεγάλη χρήσει όντες από της αρχαίας εποχής μέχρι σήμερον, εγίνοντο ου μόνον προς βλάβην, αλλά και προς ωφέλειαν ατόμων και της περιουσίας αυτών, καταδενομένης της επιβλαβούς επιδράσεως ζώων και των στοιχείων της φύσεως. Εις γεωργικούς πληθυσμούς γνωστόν είναι πόσον ωφέλιμος τυγχάνει η εν καιρώ πτώσις βροχής ή και πόσον βλαβερά είναι η έπίσχεσις αυτής· δεν έλιπον λοιπόν κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι επαγγελλόμενοι δια μαγικών μέσων ίνα προκαλέσουν ή να αποτρέψουν βροχήν ή χάλαζαν, ούτοι δε εκαλούντο νεφοδιώκται ή νεφοκράται (7). Εχαρακτηρίζοντο δε δια των λέξεων αυτών οι τα νέφη διερωτώντες (8) , οι παρατηρούντες δηλαδή την κίνησιν των νεφών και τα σχήματα τα οποία ταύτα ελάμβανον εις το στερέωμα, μάλιστα κατά την δύσιν του ηλίου, εξ ων προέβλεπον αν θα επακολουθήσουν άνεμοι, αν θα γίνη πόλεμος ή αν θα εκδοθούν βασιλικά προστάγματα κ.τ.τ. (9) .

Περί τούτων δεν πρόκειται ενταύθα, αλλά περί των προκαλούντων ή κωλυόντων βροχήν ή χάλαζαν «προς εὐετηρίαν τῶν καρπῶν», ως λέγουσιν οι νομοκάνονες, ή «αποτροπήν της των καρπίμων βλάβης», ως λέγει η ΞΕ' Νεαρά Λέοντος του Σοφού (Ρ G 107, 568), η «περί ἀγρῶν εὐφορίας», ως ο Ιωσήφ Βρυέννιος (3, 122).

Ο Αλεξανδρείας Εύσέβιος (Ρ G 86 A , 456) ομιλεί δια τους «νεφέλας καί ὑετούς ἀπελαύνοντας», ο επ' ονόματι του Φωτίου νομοκάνων (τιτλ. Θ', κεφ. ΚΕ'. Σ. 1, 188) δια τους «βροχήν ἤ χάλαζαν ἐπέχοντας», ο ΞΑ' κανών της εν Τρούλλω ΣΤ' οικουμενικής συνόδου μνημονεύει νεφοδιώκτας (Σ. 2, 443), ως και ο Συμεών Μεταφραστής (Ρ G 114, 289) και o νομοκάνων ΚΑΕ 2359 φ. 100 α δια τους «τα νέφη διώκοντας». Εννοείται ότι η προστασία αγρών από όμβρου και χαλάζης αναφέρεται ήδη από Κωνσταντίνου του Μεγάλου, υφ' ου εξεδόθη διάταγμα de incantamentis (10) . Σχετική δε διάταξις υπάρχει και εις τον I ουστινιάνειον Κώδικα (1 1 ).

Οι νεφοδιώκται κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ου μόνον κατέδενον την βροχήν, αλλά και την προεκάλουν. Ούτως εις τα νόθα συγγράμματα Ιουστίνου του Μάρτυρος (Ρ G 6, 1277) αναφέρονται «οἱ καλούμενοι νεφοδιώκται, οἱ ἐπαοιδίαις τισί κατασκευάζονται ἔνθα βούλονται χαλάζας καί ἀμέτρους ὑετούς ἀκοντίζειν». Κείται δε και εις τα Ιερά παράλληλα του Δαμασκηνού (Ρ G 96,532): «πάλιν λέγουσιν ὅτι νεφέλας καί ὑετούς παράγουσι γόητες ἄνθρωποι καί τοῦτο ματαιολογοῦσι» (12) .

Η εκκλησία τους προς ευετηρίαν καρπών αποτρέποντας βροχήν δεν κατεδίκαζεν, ως αιτίους αγαθού. Εις τον επ' ονόματι του Φωτίου νομοκάνονα (Σ. κεφ. 25) αναγινώσκομεν: «οὐ τιμωροῦνται οἱ πρός θεραπείαν ἀνθρώπων ἤ τήν εὐετηρίαν καρπῶν ποιοῦντες οἷον βροχήν καί χάλαζαν ἐπέχοντες».

Μνείαν καταδέσμου βροχής έχομεν παλαιότερον παρά Παυσανία (2,34, 3), όστις λέγει ότι είδε συγχρόνους του Έλληνας δι' εξορκισμών ν' αποτρέπουν την πτώσιν χαλάζης, και ο Εμπεδοκλής δε πολύ παλαιότερον ομιλεί δια τους δυναμένους να παύσουν βίαιους ανέμους, περί των προκαλούντων δε αυχμόν ο Διογένης Λαέρτιος (8, 2) (13). Πως εγίνετο ο κατάδεσμος της βροχής δεν μας διασαφηνίζουν τα κείμενα· εις τα μη γνήσια συγγράμματα Ιουστίνου του Μάρτυρος απλώς λέγεται ότι οι νεφοδιώκται μετεχειρίζοντο επωδάς, δια την χρήσιν δ' ομοίως επωδών επί ευφορία αγρών ομιλεί και ο Ιωσήφ Βρυέννιος (3, 122, εκδ. Βουλγάρεως). Και σήμερον δε οι αλατοποιοί και κεραμοποιοί προς απομάκρυνσιν της βροχής μεταχειρίζονται γοητείας (14) . Ότι δε, πλην των επωδών, και καταπασσαλεύσεως χρήσις θα εγίνετο γνωρίζομεν.

Πλην της βροχής , μεγάλης βλάβης πρόξενος εις τους αγρούς και τα δένδρα ήτο και η βιαία πτώσις χαλάζης, την οποίαν πάλιν δια μαγικών

μέσων προσεπάθουν ν' απομακρύνουν οι πρόγονοι ημών. Ο Ίβηριτικός νομοκάνων (3, 386) ομιλεί δι' εκείνους, οι όποιοι «αποδένουσι το χαλάζι με μαυρομάνικο μαχαίρι ή την βροχήν».

Εις τον Ναίμονα της Μεσημβρίας το Πάσχα έκαναν μίαν κουλλούρα με 5 αυγά, επήγαιναν εις τας αμπέλους και τα έτρωγαν, τους δε φλοιούς παρέχωνον προς αποτροπήν της χαλάζης (Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής λαογραφίας, τεύχος 3, 109).

Εις το επ' ονόματι του Σταφιδά Ιατροσόφιον (15) συνίσταται να γράφη τις τους ψαλμούς 102, 103 και να τους θέτη εις το κύτος του καραβίου και κρατών μαυρομάνικο μαχαίρι να λέγη: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καί ὁ λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός εἶναι ὁ λόγος». Τα αυτά δε λέγονται και εν χφ. ΙΗ' αιώνος, ενθ' αναγινώσκομεν: «με μαυρομάνικο μαχαίρι ρίχτουν την βροχήν και το χαλάζι» (16) . Ο Ιβηριτικός νομοκάνων (3,387) πληροφορεί δτι «την Μεγάλην Πέμπτην εμοίραζον κόλλυβα και συνεχώρουν την χάλαζαν να μην πέση» και νυν δε οι Αιτωλοί αποδένουν την χάλαζαν εμπηγνύοντες μαυρομάνικον μαχαιρίδιον εις κλαδίσκον και την σχετικήν επωδήν λέγοντες. Αλλά και άλλος τρόπος καταδέσεως της χαλάζης εχρησιμοποιείτο κατά τους παλαιοτέρους αιώνας. Εις τον Ιβηριτικόν πάλιν νομοκάνονα (3, 387) αναγινώσκομεν : «Όταν πέφτη το χαλάζι, ρίπτουσι σίδηρα έξω δια εμπόδιον». Την πληροφορίαν αυτήν διασαφηνίζουν τα σήμερον συμβαίνοντα. Νυν δήλα δη εις το Ζουπάνιον και Σισάνιον της Μακεδονίας, ίνα σταματήσωσι την βροχήν ή την χάλαζαν, ρίπτουσιν ανατρέποντες εις την αύλήν της οικίας των την πυροστιάν, το αυτό δε πράττουν και οι Αιτωλοί (17) . Ομοίως δε και οι Θεσσαλοί και Καστοριεΐς και οι κάτοικοι Μετρών και Τσανδού Θράκης (18) . Οι Θράκες μάλιστα επί της πυροστιάς τοποθετούν σάρωθρον και με το κηρίον της Αναστάσεως και το κόκκινον ωόν, το οποίον είχε γεννήσει μαύρη όρνις, εσταύρωνον τρις την πυροστιάν και έλεγον: «Το χαλάζι να πάη στ' άγρια βουνά και στ' άκαρπα δένδρα, άνθρωπος που δεν πατεί και πετεινός που δεν λαλεί».

Δια καταθάψεως τέλος ωού αποδένουσι την χάλαζαν εν Βαμβακού της Λακεδαίμονος (19) .

Πλην της βροχής και της χαλάζης, επιζήμια εις τους ανθρώπους είναι διάφορα θηρία και πτηνά. Εις τα πρώτα καταλεκτέα ο λύκος, ο κατασπαράττων τα ποίμνια, εις τα δεύτερα δε και η αλώπηξ, πνίγουσα τα κατοικίδια πτηνά, και ο αίλουρος και τα αρπακτικά όρνεα (αετοί, ιέρακες, λούποι, βίτσιλοι και φιλάδελφοι = γυπαετοί) αναρπάζοντα αυτά (20).

Ως αμυντικόν όπλον κατά του κινδύνου τούτου οι πρόγονοι ημών μετεχειρίζοντο πάλιν τους καταδέσμους.

Εις τους νομοκάνονας γίνεται συνηθέστατα μνεία εκείνων «που αποδένουν τον λύκον ίνα μη φάγη τα ζώα τους» (21).

Παλαιότερον ο Ιωσήφ Βρυέννιος ωμίλησε δια τους δεσμούντας θηρία δια γοητειών (22) και έτι παλαιότερον ο Ζωναράς, ερμηνεύων τον ΛΣΤ' κανόνα της εν Λαοδικεία συνόδου (Σ. 3, 203, 204), περί του «δι' ἐπαοιδίας δεσμοῦντος τούς λύκους, ἵνα μή φάγωσι κτήνος μεῖναν ἔξω που τῆς ἐπαύλεως».

Και πάλιν ο Ζωναράς και ο Βάλσαμων, ερμηνεύοντες τον Γ' κανόνα του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης, περί γοήτων δια μαγικών επωδών θηρία καταδεσμούντων (23).

Ότι κατά την κατάδεσιν του λύκου εχρησιμοποιούντο επωδαί είδομεν ανωτέρω. Εκ του Ιβηριτικού δε κώδικος (3, 386) πληροφορούμεθα ότι : «Εκάρφωναν τον λύκο με κάρβουνα ή λανάρια», εμπηγνύοντες δήλα δη εις το έδαφος άνθρακας ή τα καρφία των λαναρίων, συμφώνως προς την αντίληψιν ότι τα πονηρά πνεύματα φοβούνται τα σιδηρά αιχμηρά όργανα. Σχετικώς ο Μιχ. Ψελλδς γράφει (24) : «τά δαιμόνια τάς αἰχμάς τῶν σιδηρίων δέδοικε καί πεφόβηται καί ταῦτ' εἰδότες οἱ τούς ἀποτροπιασμούς τεχναζόμενοι βελόνας ἤ μαχαίρας ἤ, ἄν μή προσπελάζειν ἐθέλωσι, κατ' ὀρθάς ἱστῶσι καί ἄλλ' ἄττα ἐπιτηδεύουσι».

Εκ χειρογράφου ΙΣΤ' αιώνος μανθάνομεν ότι προς τον ανωτέρω σκοπόν έγραφον γράμματα επί μολύβδινης πλακός, την οποίαν και κατέχωνον εντός της μάνδρας των ζώων (25).

Τέλος πως σήμερον αποδένουν τον λύκον βλέπε εις την εμήν μελέτην «Μεσαιωνικοί και Νεοελληνικοί κατάδεσμοι» (Λαογρ., Θ', 483-485).

Επανειλημμένως εις διαφόρους νομοκάνονας γίνεται λόγος περί μητέρων, αι οποίαι δι' υγείαν των τέκνων των κατεσκεύαζον κατἀ την Μεγάλην Πέμπτην σκολαρίκια (26).

Οι πρόγονοι ημών, ανυπόμονοι να γνωρίσουν το μέλλον, συχνά προς τον σκοπόν τούτον κατέφευγον εις μάντεις και επαοιδούς, συνήθως εθνικούς άνδρας ή γυναίκας, Τούρκους, Αιγυπτίους, Χαλδαίους, Αρμενίους, Εβραίους. Ούτοι και δι' άλλων μέσων εμαντεύοντο και δια κριθών ή κοκκίων, νομοκάνονες δε αναφέρουν και ρεβίθια (27). Αι δια κριθών μαντευόμεναι εκαλούντο κριθαρίστριαι, αι δε δια κοκκίων κοκκορρίχτριαι. Αι κριθαρίστριαι, αι οποίαι χαρακτηρίζονται ως έχουσαι πνεύμα πύθωνος, προέλεγον τα μέλλοντα αναλόγως της θέσεως, ην ελάμβανον κριθάρια τοποθετούμενα εντός της παλάμης, περί αυτών δε συχνά ομιλούν διάφοροι Βυζαντινοί συγγραφείς και νομοκανόνες (28).

Ο Ζωναράς, ερμηνεύων τον ΟΒ' κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, ομιλεί δια γυναίκας «αἱ κριθάς ἐν ταῖς χερσί τεθεῖσαι δι' ἐκείνων προλέγουσί τίνα» και ο Βαλσαμών δε «περί γυναικῶν μετά κριθῶν ἐπαγγελλομένων ἀποκαλύπτειν ἄδηλα τίνα ἤ καί μέλλοντα» (Σ. 4, 232-233).

Η κριθομαντεία εν Λέσβω σήμερον γίνεται ως εξής : Την 24ην Ιουνίου εις ποτήριον ή λεκάνην με ύδωρ του κλήδονα ρίπτουν δύο κόκκους κριθής, των οποίων έχουν ανασηκώσει τον φλοιόν εν είδει ιστίου αν οι δύο κόκκοι πλέοντες συναντηθούν, δείγμα ότι θα πραγματοποιηθή το μελετώμενον συνοικέσιον (29). Μνείαν κοκκοριχτριών έχομεν συχνήν κατά τους παρελθόντας αιώνας (30).

Πως εγίνετο η δια των κοκκίων μαντική δεν μας λέγουν τα κείμενα, μόνον ο νομοκάνων των Ιβήρων (3, 387) ομιλεί «δι' ὅσους βάνουν κουκκία εἰς τάς κανδήλας διά κακόν ἀνθρώπου». Τον τρόπον τούτον της μαντικής δυνάμεθα, πιθανώς, να συμπεράνωμεν εκ των σήμερον συμβαινόντων, διότι οι σημερινοί Έλληνες, και μάλιστα αι παρθένοι, τον μεταχειρίζονται εις ευρυτάτην οπωσδήποτε κλίμακα.

Εν Κρήτη λοιπόν ρίπτουν τα κοκκία εις το ύδωρ και, αν ταύτα επιπλέουν η βυθίζωνται, εξάγουν διάφορα συμπεράσματα· εις την Λευκάδα παλαιότερον τα έρριπτον, ίνα δι' αυτών ανακαλύψουν τον κλέπτην· εις τον Σκοπόν της Θράκης η μάγισσα, προκειμένου περί ευρέσεως του κλέπτου, ρίπτει τα κοκκία εντός δοχείου πλήρους ύδατος· αν ταύτα εξογκωθούν, πιστεύουν ότι ο κλέπτης θα σκάση. Εν Κύπρω αι μαντευόμεναι λαμβάνουν επτά κοκκία και τα ρίπτουν εις τον αέρα, εκ της θέσεως δε την οποίαν πίπτοντα λαμβάνουν μαντεύονται.

Ο συνηθέστερος τέλος τρόπος χρησιμοποιήσεως των κοκκίων είναι η δι' αυτών πρόκλησις μαντικών ονείρων. Εις την Κέρκυραν και την Σάμον την νύκτα της εορτής του Αγίου Ιωάννου (24 Ιουνίου) και εν Κισσάμω της Κρήτης αι κόραι θέτουν υπό το προσκεφάλαιόν των τρία κοκκία, εξ ων το εν μεθ' ολοκλήρου του φλοιού, το άλλο ημίκοπον και το τρίτον εντελώς αποφλοιωμένον. Την επομένην πρωί, απλώνουσαι τας χείρας, λαμβάνουσι τυχαίως εν αν τούτο είναι γυμνόν, τότε πιστεύουν ότι ο μέλλων σύζυγος των θα είναι πτωχός, αν ημίκοπον, ούτος θα είναι μετρίας καταστάσεως, αν δε μεθ' ολοκλήρου του φλοιού, ασφαλώς θα είναι πλούσιος (31). Αλλαχού η μαντευομένη λαμβάνει τρία κοκκία και τα μελετά, κρατούσα δηλ. αυτά εν καιρώ νυκτός αποτείνεται προς τα άστρα λέγουσα: «'Αστρα μου, να μου δείξετε ό,τι κι αν μελετήσω». Έπειτα αφίνει τα κοκκία επί τρεις Παρασκευάς, δια να τα ίδουν τα άστρα, και προσθέτει τέταρτον αντιπροσωπεύον την υπέρ ης γίνεται η μαντεία, αφ' ου σημείωση επ' αυτής το σημείον του σταυρού. Μετά την πάροδον του ωρισμένου χρόνου λαμβάνει η κοκκορρίχτρια τα τέσσαρα κοκκία μεταξύ των δύο παλαμών, τα πλησιάζει εις το στόμα της και λέγει τρις: «κουκκία μου καλά, να μου δείξετε ό,τι θα σας ρωτήσω», έπειτα τα ρίπτει επί της τραπέζης και εις οποίον από τα τρία πλησίαση το κουκκί της ερωτώσης γυναικός αυτό δηλοί τον μέλλοντα σύζυγον πλούσιον, χήρον ή πτωχόν. Εάν ευρεθή εις ίσην απόστασιν από δύο κοκκία, σημαίνει ότι η ερωτώσα θα υπανδρευθή δις, εάν όμως ευρεθή εις αρκετήν από τα τρία απόστασιν, δείγμα ότι θα μείνη η ερωτώσα άγαμος.

Εν Σύρω μεταχειρίζεται η μάγισσα δύο κοκκία, τα οποία ρίπτει επί της τραπέζης· εάν ταύτα πλησιάσουν, δείγμα ότι θα γίνη ο γάμος, άλλως όχι (32).

Τέλος εν Θράκη η κοκκορρίχτρα μεταχειρίζεται είκοσι ζεύγη κοκκίων και εν μονόν. Αυτά χωρίζει εις τρία τμήματα χωρίς να τα μέτρηση και έπειτα ερωτά την μαντευομένην τι θέλει να μάθη. Μετά λαμβάνει εξ εκάστου τμήματος τέσσαρα κοκκία και, μετακινούσα αυτά, μαντεύεται αναλόγως της θέσεως την οποίαν ταύτα λαμβάνουν (33).

Οι νομοκάνονες αναφέρουν γοητείαν κεφαλαλγίας, νυν κεφαλάργια (34), διαστέλλοντες αυτήν της ζάλης και πιστοποιούντες ότι την τελευταίαν ταύτην εγήτευον άνδρες, αλλά και γυναίκες πνεύμα πύθωνος έχουσαι, καλούσι ζαλιζαρίας πιστεύοντες, ως και σήμερον οι Θράκες και οι Κεφαλλήνες, ότι αύτη προήρχετο εκ βασκανίας. Παλαιοτέραν μνείαν θεραπείας της ζάλης έχομεν κατά τον ΙΓ' αιώνα, ότε λέγεται ότι Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος, επειδή κατελαμβάνετο από ζάλην, ενόμιζεν ότι έπασχεν υπό τίνος μαγγανείας (35). Προς μαντικούς σκοπούς εις παλαιοτέρους αιώνας εχρησιμοποιείτο και ο άρτος, και δη ως εξής: κατά τον Ιβηριτικόν κώδικα (3, 387), πολλοί «την ημέραν του Μεγάλου Βασιλείου κάμνουσι κάποια ψωμία κλειστά και τα βάλλουσιν εις τα κέρατα των βόων αυτών να ιδούσι, καρπίζουσιν οι καρποί των χωραφιών αυτών και κάμνουσιν οι τάλανες ελληνισμόν». Τα ούτω γενικώς λεγόμενα διασαφηνίζονται από τα και σήμερον εις διάφορα μέρη συμβαίνοντα. Εις την Σκύρον λοιπόν οι γεωργοί την πρώτην του έτους κατασκευάζουν κουλλούρες και αύται λέγονται βοϊδόκλορες και είναι τα του Ιβηριτικού κωδικός κλειστά ψωμία και μεταβαίνοντες εις τον στάβλον των βοών τας περνούν εις τα κερατά των. Αυτάς εκτινάσσουν οι βόες και, αν πέσουν ούτως ώστε η κάτω επιφάνεια να εγγίζη το έδαφος, πιστεύουν ότι θα επακολούθηση μεγάλη ευτυχία εις τα σιτηρά· αν τουναντίον ανατραπή η κουλλούρα και η κάτω επιφάνεια έλθη προς τα άνω, τότε θα γίνη πολλή κριθή κατά το έτος εκείνο και, αν κυλήση η κουλλούρα, τούτο είναι δείγμα ότι θα ευδοκίμηση το σπαρέν πίσον. Η μαγική αύτη συνήθεια, υπό διάφορα ονόματα, βονόπιττα (Κάρπαθος), σταυρός του βοδιού (Απύρανθος Νάξου), κουλλούρι του χωραφιού (Κοζάνη), επικρατεί εις διάφορα μέρη, λαμβάνουσα χώραν ουχί μόνον την πρώτην του έτους, ως εν Σκύρω και Καρπάθω, αλλά και την παραμονήν των Φώτων (Ρόδος, Απύρανθος Νάξου). Εις όλα τα ανωτέρω μέρη η κουλλούρα κόπτεται ή δίδεται εις τους βόας να την φάγουν «για καλό» (36).

Από των αρχαίων χρόνων η Εκάτη εσχετίζετο με τα μαγικά, εις τα τριόδια δε ενηργούντο μαγικαί πράξεις με την λατρείαν αυτής συνδεόμεναί· πχ. τα δείπνα της Εκάτης, Εκαταία, Εκατήσια, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες έστελλον εις τα τρίστρατα ως θυσίας εις αυτήν (37), από των τριόδων δε τούτων είχε την επωνυμίαν τριοδίτις ( trivia ) (38).

Δια να λέγουν δε οι Βυζαντινοί και ημείς σήμερον την επωνυμίαν τριοδίτης, τριοδίζω, το εις τας τριόδους ενεργώ μαγικά, συμπεραίνεται ότι τα παλαιότερον και νυν εκεί συμβαίνοντα (39) είναι συνέχεια και απηχήσεις αρχαίων συνηθειών και αντιλήψεων.

Ότι κατά τον ΙΑ' αιώνα υπήρχον εις το Βυζάντιον οι τριοδίζοντες, συμπεραίνω από τον Μ. Ψελλόν, όστις έγραψεν αορίστως πως : «διαλοιδοροῦμαι τῇ Ἑκάτῃ καί τοῖς Ἑκατησίοις» (40). Σαφέστερον κατά τον αυτόν αιώνα ωμίλησεν ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος γράφων ( PG 126, 493): «τάς τύχας λέγων ταῖς γυναιξί οὔκ ἐν ταῖς τριόδοις κατά τούς μάντεις τούτους καί τούς ἀγύρτας».

Κατά τον ΙΒ' αιώνα αρχόμενον ο Θεσσαλονίκης Νικήτας εις τας ερωτήσεις και αποκρίσεις περί κανονικών υποθέσεων (σ. 384) αναφέρει τριοδεύοντας, χαρακτηρίζων την συνήθειαν ως εθνικήν. Κατά τον αυτόν αιώνα ο Μιχαήλ Γλύκας αναφέρει ότι συνέλεξεν «εἰ τι ταῖς τριοδίτισι γραυσί πεφλυάρηται, ἐπωδάς τε καί συνδέσμους» (41)

Βραδύτερον εις το επύλλιον τα κατά Λίβυστρον και Ροδάμνην (42) η τα μαγικά εργαζομένη λέγει :

και συντυχαίνω δαίμονας εις νύκτας ασελήνους, τρώδια να τρέχω μόνη μου, να δαιμονογυρεύω.

Εις ΚΒ 83 φ. 46 β καταδικάζεται να μένη ακοινώνητος επί εξαετίαν όστις «τριοδίζει στό τριόδιν», από δε τον Ιβηριτικόν κώδικα (3, 385) μανθάνομεν ότι «έπαιρνον λίθους την νύκτα από τρία σύνορα ή τρία σταυροδρόμια».

Τέλος αστρολογικός κώδιξ ΙΕ' αιώνος τα εξής σχετικά παραδίδει : «ώρα πρώτη του ηλίου ανατέλλοντος λάβε καινήν λεκάνην και ελθέ εις τρίοδον παλαιόν και όρυξον λάκκον και βάλε την λεκάνην μέσα, τη δε νυκτί ευρέ μέλαν ίππον, ίππευσον δε εν αυτώ έχων εν τη χειρί σου μερόπειον οστέον και επικαλέσθητι τους δαίμονας λέγων οι δαίμονες των τριόδων έρχεσθε και εισέρχεσθε εις την εμήν απόκρισιν. Ομίλει και συ αποκρινόμενος» (43) . Εκ των ανωτέρω φαίνεται ότι οι τριοδίζοντες ήσαν άνδρες ή γυναίκες, αίτινες έλεγον τας τύχας εις τας τριόδους, ότι τα μαγικά εγίνοντο κατά την νύκτα ή με την ανατολήν του ηλίου, ότι εγίνοντο επικλήσεις δαιμόνων και χρησιμοποίησις λεκάνης και ότι οι αγύρται μετεχειρίζοντο τρεις λίθους την νύκτα από τρία σταυροδρόμια. Τι άλλο θα εγίνετο εις τας τριόδους συμπεραίνομεν εκ των σήμερον συμβαινόντων εις τα τριόδια η τα σταυροδρόμια- αι λέξεις συνωνυμούσι νυν χρησιμοποιούμεναι, η μία αντί της ετέρας.

Σήμερον λοιπόν, οπότε σώζεται το τροδίζομαι και το τριαδικό, την μεγάλην στενοχωρίαν σημαίνον, ενιαχού γίνονται καταπασσαλεύσεις· εν Καρπάθω (44) θάπτουν εις τρίστρατο νυκτερίδα και τεσσαράκοντα ημέρας κατά το μεσονύκτιον την θυμιάζουν, έπειτα, μετά την πάροδον του τεσσαρακονθημέρου, την εκθάπτουν, και την κόνιν εμβάλλουν εις ποτήριον οίνου, το οποίον δίδουν εις εκείνον του οποίου θέλουν να προκαλέσουν τον έρωτα·εν Ζακύνθω δε, ως λέγει ο Ιβηριτικός κώδιξ, προς μαγικούς σκοπούς λαμβάνουν τρία λιθάρια από τριόδιον.

Εν Αιτωλία, δια να θεραπεύσουν το πρήξιμον των βοών, λαμβάνουν τρία λιθάρια από τρία σταυροδρόμια και θέτουν εις την κεφαλήν του ζώου, λέγοντες σχετικόν εξόρκιον (Λαογρ., 4, 41). Και τέλος εν Καλαβρύτοις (ενθ. αν., 42) ο ασθενής προς θεραπείαν της κεφαλαλγίας του πηγαίνει νύκτα εις σταυροδρόμιον και, αφ' ου λάβη τέσσαρα λιθάρια, τα ρίπτει κατά την διεύθυνσιν εκάστου δρόμου προς τα οπίσω και άνωθεν της κεφαλής του.

Εν ταις τριόδοις μαγιναί συνήθειαι είναι σήμερον πάμπολλαι, η περί αυτών όμως πραγματεία θα υπερέβαινε τον σκοπόν της παρούσης διατριβής.


* Βραχυγραφίαι:

ΚΑΕ = Κώδιξ Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.

ΚΒ = Κώδιξ της Βουλής των Ελλήνων.

ΚΒ = Κώδιξ Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών.

ΚΙ = Ο υπ' αριθμόν 734 κώδιξ της εν Αγίω Όρει Μονής Ιβήρων (αι παρα-πομπαί γίνονται εις το εν τω τρίτω τόμω, σ. 381 εξ., της Λαογραφίας εκδοθέν τμήμα υπδ Νικ. Πολίτου).

ΚΙΕ = Κώδιξ της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.

ΚΣ = Κώδιξ παρά τω εν Αθήναις Αγησιλάω Σγουρίτσα.

Οι εις τους ανωτέρω κώδικας περιλαμβανόμενοι νομοκάνονες είναι του ΙΣΤ' αιών. και έντεϋθεν.

Ρ G = Μ igne , Patrologia Graeca .

Σ= Ράλλη-Ποτλή , Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλέπε το προμνημονευθέν κείμενον του Ιβηριτικού κώδικος, τα εν τω οποίω σημειούμενα ελήφθησαν εκ νομοκανόνων παλαιοτέρων χρόνων, και δη αυτολεξεί, εκ των πατέρων, των διατάξεων, των ιερών κανόνων και των υπό των ερμηνευτών αυτών παρατηρουμένων.

2. Αρτεμιδώρου, Ονειροκριτικά, 3, 35, σ. 194,11 ( Hercher ) . To υ λυποπούλου μνείαν ποιείται και ο Αχμέτ εν τω Ονειροκριτικώ του, σελ. 265, 18 εξ. ( Drexl ).

3. Βλέπε Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Α΄ ΙΙ, σελ. 204 κ.ε.

4. Και σήμερον εν Θράκη και Καππαδοκία βάμμα λέγεται νήμα ερυθρών, και το ερυθρόν χρώμα παίζει σπουδαίον ρόλον εις τα μαγικά. Ν. Πολίτου, Μάρτης (Λαογραφικά Σύμμεικτα, 2,214 εξ.). Εις τους νομοκάνονας αναφέρονται και κάνουρες. Εν Ηπείρω ούτω καλούνται νήματα χρησιμοποιούμενα ως υφάδια ή στημόνια.

5. Βλ, ΚΕ 1947, φ. 185 α και ΚΑΕ 2359, φ. 10β, 99 a , 100 a .

6. Περί καταδέσμων και καταπασσαλεύσεων διέλαβον δια μακρών εν υπό τον τίτλον: Μεσαιωνικοί και Νεοελληνικοί κατάδεσμοι, δημοσιευθείση εν Λαογραφία, τόμο ογδόω, 302 εξ. και ενάτω, 52 εξ., 450 εξ.

7. Το νεφοκράτης έχομεν εις βυζαντινά κείμενα ως οικογενειακό επίθετον. Miklosich - M ü ller , Α cta et Diplomata VI , 234.

8. Βλ. Βαλσαμώνα εις τον ΞΑ' κανόνα της εν Τρούλλω ΣΤ' οικουμενικής συνόδου, Σ. 2, 445. Και ο Ματθαίος Βλαστάρης, Σύνταγμα κατά στοιχείον, ΜΑ' (Σ. 6, 356), λόγον ποιείται «διά τούς ἐν τοῖς νέφεσι σχημάτων τινά παραφοιβάζοντας».

9. Έπιθι Catalogus Cod. Astrolog. Graecorum, 4, 110.

10. Cod Theodosianus, βιβλ . Θ ', τίτλος 16,2 (Ritter).

11. Cod. Just. , Θ', 18,4. Περί καταδέσμων βροχής βλ. Bouch é - Leclercq, Histoire de la divinisation 1, 202 εξ .

12. Ως παρ' ημίν οι νεφοδιώκται, ούτως εν τη Δύσει υπήρχον οι temperarii , οίτινες ηδύναντο κατά το δοκούν να προκαλέσουν βροχήν. Μ aury, La magie et l'astrologie dans l'antiqui té et au Moyên- Age.

13. Ανθ. Παπαδοπούλου, Νεφοδιώκται, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1927, σελ. 273 εξ.

14. Κ. Παπαϊωανίδου, Σύμμεικτα Λαογραφικά (Θρακικά, 2, 179).

15. Legrand , Bibl . Gr. Vulg. , 2, 22.

16. G . Abbot, Macedonian Folklore , 363.

17. Δ . Λουκοπούλου, Λαογραφικά εξ Αιτωλίας (Λαογρ., 12, 21).

18. Ελπινίκης Σταμούλη-Σαραντή, Προλήψεις και δεισιδαιμονίαι της Θράκης (Λαογραφ., 13,212).

19. Φ. Κουκουλέ, Οινουντιακά, 131.

20. Κατά τον Ιβηριτικόν κώδικα (3,386): «αποδένουσιν τον αετόν εις το να μην αρπάζη τας όρνιθας».

21. Βλ. ΚΒ 31, φ. 37 β, 62α 59, φ. 178 β και 177β, ΚΙΒ 205, φ. 93 β. ΚΕ 673, φ. 186 α-β και 2359, φ. 99α, ως και τον εις χείρας Αγησ. Σγουρίτσα νομοκάνονα, σ. 144, 145, 146, 150.

22. Βλ. Ιωσήφ Βρυεννίου, Κεφάλαια επτάκις επτά, 31.

23. Σ. 4, 307. Τα αυτά δε λέγει και ο Ματθαίος Βλαστάρης (Σ. 6, 358).

24. Μ. Ψελλού, Περί ενεργείας δαιμόνων, Ρ G 122, 873.

25. Fr. Pradel, Griechische und süditalienische Gebete, Beschwörungen und Keyepte des Mittelalters, 132.

26. Έπιθι ΚΕ1947.φ. 185 β. ΚΒ 59, φ. 178 α. ΚΑΕ 2359, φ. 10 3. Και ο κώδιξ δε των Ιβήρων 3385 ομιλεί περί σκολαρικίων· χρήσις τοιούτων σκολαρικίων γίνεται σήμερον εις τα Κούρεντα της Ηπείρου, όπου αι κόραι εις την εκκλησίαν νήθουν νήματα διαφόρων χρωμάτων, με τα κόκκινα δε, όταν αρρωστήσουν τα πρόβατα από παρμάραν, τους τρυπούν τα ώτα και τα κρεμούν δια να θεραπευθούν.

27. Βλ. τον Ιβηρητικόν κώδικα (3, 385). Μαρίας Λιουδάκη, Ο γάμος στην Κρήτη τώρα και παληά (Επετηρ. Εταιρ. Κρητ. Σπουδ., 3, 352).

28. Έπιθι ΚΑΕ 2359, φ. 99α, τον εις χείρας του Αγ. Σγουρίτσα νομοκάνονα σελ. 147, ΚΕ 1947, φ. 185α. Πρόσθες και Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, ΑΗ , 174-175.

29. Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής λαογραφίας, τεύχος 2, 58.

30. Ο όρος είναι νυν ρίχνω τα κουκκιά, αι δε δια κυάμων μαντευόμεναι λέγονται κουκκορίχτρες. Έπιθι ΚΑΕ 2359, φ. 10β και 99α. ΚΕ 1947, φ. 185α. Μαντευομένους δια κοκκίων αναφέρουσιν ότε παρ' Αγησιλάω Σγουρίτσα νομοκάνων, σ. 41, 147 και ο παρ' εμοί δε κώδιξ, φ. 330, 38 α.

31. Ν. Πολίτου, Μαγικαί τελεταί προς πρόκλησιν ονείρων (Λαογραφ., 3,16). Μαρίας Λιουδάκη, Ο γάμος στην Κρήτη τώρα και παληά (Επετ. Εταιρ. Κρητ. Σπουδ., 3, 336).

32. Ανθ. Παπαδοπούλου, Νεοελληνική μαντεία (Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1923, 147).

33. Ελπινίκης Σταμούλη -Σαραντή, Προλήψεις και δεισιδαιμονίαι της Θράκης (Λαογραφ., 13, 229).

34 Βλ. ΚΕ 1947, 185β · 673, φ. 186α · 2359, φ. 101α. Μνείαν θεραπείας της ζάλης αναφέρει και ο παρ' Αγησιλάω Σγουρίτσα νομοκάνων, σ. 144, 149, 150. Ο παρ' εμοί 383 και ο Ιβηριτικός Κώδιξ 3, 383, όστις προσθέτει ότι «οι ζαλιζόμενοι έτρωγον κάποιον ερπετόν ακάθαρτον όπου το λέγουν σαλαμάνδρα και την λειτουργούν οι ιερείς ημέρες σαράντα υποκάτω εις τους πόδας αυτών».

35. Γ. Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, 1,32,12. Σήμερον ζαλιάρικο και ζαλίμι εν Στερεά Ελλάδι = που είθε να το καταλάβη ζάλη, είναι άρα απευθυνόμενη εις άτακτον παιδίον.

36. Νίκης Πέρδικα Σκύρος, Α',129. Μιχ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, Λαογραφ. Σύμμεικτα Καρπάθου, Α', 183. Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής λαογραφίας, τευχ. 3, 36, 54,134. Αναστ. Βρόντη, Ροδιακά λαογραφικά, Β', 108.

37. Περί μαγικών ενεργειών εις τα τριόδια κατά την αρχαιότητα βλ. Th . Hopfner , το άρθρον Triodos εν Pauly - Wissiwa , R . E . Zweite Reihe , Bd 13, 161 εξ.

38. Μ aury, La magie et l' astrologie dans l'antiquité et au Moyên-Age , 176.

39. Έπιθι και Ν. Πολίτου, Μελέτη επί του βίου των Νεωτέρων Ελλήνων, 2, 458. Ουχί μόνον εις τα τριόδια, αλλά και εις τα σταυροδρόμια πιστεύουν νυν ότι γίνονται τα αυτά.

40. Μ. Ψελλού, Εγκώμιον εις την μητέρα αυτού (Κ. Σάθα, Μ. Βιβλ., 5, 57).

41. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Α' ii 9.

42. Στιχ. 1640, κωδ. Scalinger , εκδ. Lambert.

43.Catalogus Codicum Astrologorum Graecorum 4, 132.

44. Μιχ . Μιχαηλίδου-Νουάρου, Λαογρ. Σύμμεικτα Καρπάθου, 1, 193.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.