ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τα επαιτικά τάγματα της Δύσης

Παναγιώτη Αρ. Υφαντή, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής,
τιμητικό αφιέρωνα στον Ομ. Καθηγ., Απόστολο Γκλαβίνα
,
τομ. 16, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 251-263.

 

1. Εισαγωγικά

Τα επαιτικά τάγματα (1) εμφανίστηκαν στον εκκλησιαστικό και κοινωνικό ορίζοντα του Δυτικού Μεσαίωνα, σε μια εποχή που ακόμη το όραμα της αγιότητας αποτελούσε «κίνητρο της ιστορίας» (2). Αυτό επαληθεύουν με την προσωπικότητα και τη δράση τους ο Φραγκίσκος της Ασίζης (1181/2-1226) (3) και ο Δομίνικος ντε Γκούζμαν (1170-1221)(4), ιδρυτές του τάγματος των Ελασσόνων και του τάγματος των Ιεροκηρύκων, αντίστοιχα. Πράγματι, η ιστορική ακτινοβολία και η απήχηση του έργου των δύο ανδρών επιβεβαιώνουν ότι κατά τον Μεσαίωνα το ιδανικό της αγιότητας μπορούσε όχι μόνο να συγκινεί τις ατομικές συνειδήσεις αλλά και να επεμβαίνει δραστικά στο ιστορικό γίγνεσθαι. Επειδή ακριβώς η ύπαρξη, τα βασικά χαρακτηριστικά και η -αρχική τουλάχιστον- αποστολή των επαιτικών ταγμάτων οφείλονται και καθορίζονται από την προσωπικότητα των ιδρυτών τους, η πραγμάτευση του θέματός μας αφορά άμεσα τη θεολογική φυσιογνωμία και τους στόχους των δύο ανδρών.

Παρενθετικά αναφέρουμε ότι μία εκτενέστερη μελέτη θα όφειλε να επισημάνει και τις διαφορές που χωρίζουν τις δύο προσωπικότητες και κατ' επέκτασιν τα τάγματα που ίδρυσαν. Στα στενά όρια του παρόντος μελετήματος θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα κοινά χαρακτηριστικά των δύο μεγεθών, περιοριζόμενοι στην επισήμανση κάποιων πολύ χτυπητών διαφορών. Επιπλέον, οφείλουμε προκαταβολικά να διευκρινίσουμε ότι το παρόν μελέτημα αναφέρεται στα πρώτα ιστορικά βήματα των επαιτικών ταγμάτων, όπου παρουσιάζονται ανάγλυφα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και η πνευματική αλκή των αρχών και της σκοποθεσίας τους.

Η ανάπτυξη του θέματος μας διαρθρώνεται ως εξής: Κατ' αρχάς αναφερόμαστε στο ιστορικό πλαίσιο, εντός του οποίου εντάσσονται το κήρυγμα και η δράση των δύο ιδρυτών, και στη συνέχεια, αναφερόμαστε στον ρόλο που διαδραμάτισε η Αγία Γραφή στη θεολογική και πνευματική συγκρότηση τους. Κατόπιν εξετάζουμε τις σημαντικότερες πτυχές της οργανικής σχέσης των επαιτικών ταγμάτων με την Αγία Γραφή, δηλαδή τη βιβλική μελέτη, το κήρυγμα και την πτωχεία. Στη συνέχεια επιχειρούμε μία συνοπτική και κριτική αντιπαραβολή ανάμεσα στα επαιτικά τάγματα και τον ορθόδοξο ανατολικό μοναχισμό και τέλος, διατυπώνουμε κάποιες συμπερασματικές αξιολογικές παρατηρήσεις για τη δυναμική των επαιτικών ταγμάτων στους κόλπους της δυτικής χριστιανοσύνης.

 

2. Ιστορικό πλαίσιο

Η εποχή κατά την οποία εμφανίζονται τα επαιτικά τάγματα είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και καθοριστική περίοδος για τη Δύση, μιας και τότε διαμορφώνονται τα βασικά συστατικά της δυτικοευρωπαϊκής πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς των ιδεών, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του δυτικού Μεσαίωνα μεταξύ του 10 ου και του 13 ου αι., ήταν η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και κατ' επέκτασιν της αγροτικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, άρχισαν να αναπτύσσονται οι πόλεις, που άλλαξαν ριζικά τη φεουδαρχική δομή της μεσαιωνικής κοινωνίας, η οποία μέχρι τότε στηριζόταν στον τριμερή διαχωρισμό των ανθρώπων σε ιερείς, πολεμιστές και αγρότες. Τώρα πλέον, η κοινωνική διαστρωμάτωση εμπλουτίζεται μέσω των λεγόμενων é tats (5) δηλαδή των νέων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων που αναπτύχθηκαν στα όρια της αστικής τάξης. Η ανάπτυξη των πόλεων σε συνδυασμό με τα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα (διεύρυνση των κοινωνικών τάξεων, διαθέσιμο εργατικό δυναμικό για την απαρχή της βιομηχανικής ανάπτυξης, οικονομική άνθιση κ.λπ.) έθεταν υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές -πολιτισμικές, κοινωνικές αλλά και θρησκευτικές- αξίες της αγροτικής κοινωνίας και προωθούσαν δυναμικά τα αιτήματα του αρχόμενο υ καπιταλισμού (6).

Σημαντικό στοιχείο που συνθέτει τη φυσιογνωμία της εποχής είναι και ο θεσμός του Πανεπιστημίου, ενός νέου χώρου καλλιέργειας της γνώσης, χειραφετημένου από την αυταρχική εκκλησιαστική κηδεμονία (7). Η γνωριμία των λογίων της εποχής με την αριστοτελική σκέψη έδωσε μια νέα ώθηση στη θεολογούσα διανόηση της εποχής, που προσπάθησε να εναρμονίσει τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταλήγοντας στη σύνθεση των σχολαστικών οικοδομημάτων (8).

Τέλος, την εποχή αυτή, η ηγεσία της δυτικής Εκκλησίας θέτει σε εφαρμογή το όραμα μιας ενεργού εμπλοκής του παπισμού στο πεδίο των πολιτικών και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών ηγεμονιών. Πράγματι, το όραμα αυτό γίνεται πραγματικότητα κατά την παπική θητεία του Ιννοκέντιου του Γ' (1198-1205), με τον οποίο, όπως έχει επισημανθεί, «η ποντιφικική θεοκρατία βγαίνει από τα πλαίσια του ονείρου ή από τις ταραχώδεις διεκδικήσεις, για να εισέλθει στον θετικό τομέα των γεγονότων» (9). Ο Ιννοκέντιος ο Γ', στον οποίο θα επανέλθουμε εξετάζοντας τον βίο των δύο ιδρυτών, προέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε προκάτοχο του το αίτημα της απόλυτης υπεροχής της παπικής έδρας τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, ώστε ο πάπας να φέρεται έκτοτε ως ο απόλυτος και ανώτατος νομοθέτης, δικαστής της Εκκλησίας καθώς και μοναδικός διαχειριστής της πνευματικής της εξουσίας (10). Ακραίες εκφάνσεις αυτής της απολυταρχικής φυσιογνωμίας της δυτικής εκκλησιαστικής ηγεσίας της εποχής είναι, ως γνωστόν, οι Σταυροφορίες και λίγο αργότερα η θεσμοθέτηση της Ιερής Εξέτασης. Ταυτόχρονα με τις κυριαρχικές δραστηριότητες της, η ρωμαϊκή ιεραρχία την εποχή εκείνη υφίσταται μια ραγδαία διαδικασία εκκοσμίκευσης, η οποία εκδηλώνεται ανάγλυφα σε πολλές πτυχές του εκκλησιαστικού βίου (11). Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, η επίγνωση των παραπάνω προβλημάτων συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του βιβλικού χαρακτήρα και στις επιλογές δράσης των επαιτικών ταγμάτων.

 

3. Η Αγία Γραφή και η θεολογική συγκρότηση των δύο ιδρυτών

Η θεολογική συγκρότηση τόσο του Δομίνικου όσο και του Φραγκίσκου οφείλεται κατ' εξοχήν στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Σύμφωνα τις πηγές, όταν ο Δομίνικος άφησε έφηβος τον ιερέα θείο του που τον είχε μυήσει στη λειτουργική ζωή, προκειμένου να συνεχίσει ανώτερες σπουδές στην Παλέντσια, «άρχισε να τρέφεται αχόρταγα, με την αγία Γραφή» (12). Παρότι ο Δομίνικος σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο, ποτέ του δεν σχετικοποίησε την αξία της Αγίας Γραφής. Ενδεικτικό είναι ένα περιστατικό στην Μπολόνια, όταν ένας φοιτητής ρώτησε τον Δομίνικο ποια βιβλία έχει μελετήσει, εκείνος του απάντησε: «Έχω σπουδάσει στηριγμένος στο βιβλίο της αγάπης· αυτό το βιβλίο, πράγματι, διδάσκει τα πάντα» (13).

Και η θεολογική συγκρότηση του Φραγκίσκου περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην Αγία Γραφή και κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Όπως δείχνουν τα γραπτά ( opuscula ) του, ο Φραγκίσκος γνώριζε και παρέθετε από μνήμης πολλά αγιογραφικά χωρία. Ο πρώτος βιογράφος του, μάλιστα, αναφερόμενος στην εξοικείωση του Φραγκίσκου με τη Βίβλο, γράφει ότι «ο Φραγκίσκος κάθε τόσο διάβαζε τα Ιερά Βιβλία και αποτύπωνε ανεξίτηλα στην καρδιά του αυτό που είχε άφθονο στην ψυχή του (...) γιατί η ακοή του, ακόμη και με μια μόνο φορά, αφομοίωνε ό,τι στοχαζόταν με ευλάβεια» (14). Μολονότι ο Φραγκίσκος δεν παρακολούθησε πανεπιστημιακές θεολογικές σπουδές, ήταν προικισμένος με μια εξαιρετική ικανότητα ερμηνείας των αγιογραφικών χωρίων. Οι βιογράφοι του αντιπαραβάλλοντας την ικανότητα του αυτή με την αδυναμία των ακαδημαϊκών θεολόγων, αναφέρουν ότι κάποτε ο Φραγκίσκος κατάφερε να εξηγήσει σε έναν διδάσκαλο της θεολογίας, και μάλιστα δομινικανό, κάποιο δυσερμήνευτο χωρίο της Γραφής, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να ομολογήσει: «Πραγματικά η θεολογία αυτού του αγίου πατέρα υψιπετεί σαν έναν αετό, πάνω στα φτερά της καθαρότητας και της θεωρίας, ενώ η δική μας επιστήμη σέρνεται με το στομάχι στο έδαφος» (15). Παρά τη γνωστή αποστροφή του στην ακαδημαϊκή και αυτονομημένη μελέτη, ο Φραγκίσκος ζητούσε από τα μέλη του Τάγματος του να εντρυφούν στην αγία Γραφή. Σύμφωνα με μια πληροφορία που οφείλουμε στον Bonaventura, όταν στην αδελφότητα δεν υπήρχε παρά μόνο ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής, ο Φραγκίσκος έκοψε τις σελίδες του βιβλίου και έδωσε από μία στους αδελφούς του, για να τη μελετούν απερίσπαστοι (16).

Ένα από τα σημεία που διαφοροποιούσαν τον Φραγκίσκο και τον Δομίνικο ήταν η στάση τους απέναντι στην ακαδημαϊκή καλλιέργεια της θεολογίας. Ο πρώτος, αντιμετωπίζοντας την αυτονομημένη πανεπιστημιακή γνώση ως μία πνευματική απειλή, καυχιόταν για την απαιδευσία του και ζητούσε από τους αναλφάβητους αδελφούς του να μην μάθουν γραφή και ανάγνωση, ενώ ο δεύτερος, όχι μόνο σπούδασε θεολογία αλλά ενέγραψε τους αδελφούς του στη θεολογική σχολή της Τουλούζης (17). Παρά τη διαφορά της στάσης των δύο ανδρών απέναντι στη γνώση, παραμένουν αμφότεροι αφοσιωμένο ι στα ιδεώδη του Ευαγγελίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε όπως θα δούμε στη συνέχεια να συμφωνούν αδρομερώς τόσο στο πρότυπο αγιότητας που προβάλλουν όσο και στον τρόπο επίτευξης της.

 

4. Ένα νέο ή ανανεωμένο πρότυπο αγιότητας

Αξιοποιώντας τα αιτήματα των μεμονωμένων ιεροκηρύκων του 11 ου αιώνα, ο Δομίνικος και ο Φραγκίσκος προσπάθησαν να ενσαρκώσουν το ευαγγελικό αίτημα της « sequela Christi », του « ακολουθείν » τον Χριστό (Β' Πε 2,21) (18). Με τον τρόπο αυτό εισηγήθηκαν όχι μια νέα αλλά μια ανανεωμένη μορφή χριστιανικής αγιότητας, εμπνευσμένη από το ήθος της αρχέγονης Εκκλησίας (19). «Αφότου εισήλθε στην οδό της τελειότητας», λέει ο Ιορδάνης για το Δομίνικο, «εγκατέλειψε τα πάντα και επέλεξε να ακολουθήσει γυμνός τον γυμνό Χριστό, προτιμώντας να συσσωρεύσει θησαυρούς για τον παράδεισο» (20). Την ίδια απόφαση εξέφρασε ο Φραγκίσκος, με ακόμη πιο δραματικό τρόπο, όταν ενώπιον του επισκόπου της γενέτειρας του Ασίζης γυμνώθηκε αποκηρύσσοντας τη σχέση του με τον φυσικό του πατέρα και εμπιστευόμενος τον εαυτό του μόνο στον ουράνιο Πατέρα (21).

Εκτός από τους προαναφερθέντες περιπλανώμενους κήρυκες που αποτέλεσαν πνευματικούς προδρόμους των επαιτικών ταγμάτων, ο δρόμος προς την τελειότητα που ακολούθησαν οι δύο ιδρυτές ανταποκρινόταν στις γενικότερες αναζητήσεις μιας εποχής, η οποία επικέντρωνε το πνευματικό της ενδιαφέρον στην ανθρώπινη κυρίως φύση του Θεανθρώπου και στην ανακάλυψη των ιστορικών ιχνών του, πράγμα που αισθητοποιείται με τρόπο δυναμικό στις Σταυροφορίες (22). Ο Δομίνικος και κυρίως ο Φραγκίσκος μετέφρασαν αυτό το γενικότερο ενδιαφέρον της Δύσης σε μια προσπάθεια ριζοσπαστικής και ακραίας εφαρμογής του παραδείγματος του ιστορικού Ιησού. Κατ' αυτούς, η αναζήτηση των ιχνών του Χριστού σήμαινε πρώτα απ' όλα μίμηση του ηθικού προτύπου του Θεανθρώπου, και κυρίως εκούσια οικείωση της κοινωνικής Του κατάστασης.

Μολονότι, λοιπόν, η στάση του Φραγκίσκου και του Δομίνικου και το πρότυπο της αγιότητας που προέβαλαν στην εποχή τους παρουσιάζονταν σαν ένας «εξτρεμισμός» (23), στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο παρά για μια άτεγκτη και ακραία εφαρμογή του αιτήματος της μίμησης του ιστορικού Ιησού. Για τον λόγο αυτό αναγνωρίστηκαν από τους συγχρόνους τους ως πρότυπα ευαγγελικών ανθρώπων. Στα Fioretti του Δομίνικου, δηλαδή σε μια συλλογή μαρτυριών για τη ζωή του, διαβάζουμε ότι «κάθε πράξη, κάθε λόγος του [ενν. του Δομίνικου] αποκάλυπτε εντός του τον άνθρωπο του Ευαγγελίου» (24). Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, ο πρώτος βιογράφος του Φραγκίσκου χαρακτηρίζει τον τελευταίο ως «νέο ευαγγελιστή των εσχάτων καιρών» (25). Μάλιστα, η φραγκισκανική γραμματεία, υπό την επίδραση του εσχατολογικού ιωακειμιτισμού (26) απέδωσε στο πρόσωπο του Φραγκίσκου τα χαρακτηριστικά ενός αποκαλυπτικού προφήτη, ενός «οιονεί Χριστού» (27).

 

5. Αγιογραφική μελέτη και διδασκαλικό έργο

Η σταθερή προσήλωση των δύο ανδρών στο ευαγγελικό πρότυπο της αγιότητας διατρέχει τα καταστατικά κείμενα των δύο επαιτικών ταγμάτων. Ο Δομίνικος παρότρυνε τους αδελφούς του να «σκέπτονται τον Σωτήρα » και να καταστούν «ευαγγελικοί άνθρωποι που ακολουθούν τα ίχνη του Σωτήρα» (28). Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, ο Φραγκίσκος μάς πληροφορεί στη Διαθήκη του ότι, στην αρχή της πορείας του, του αποκαλύφθηκε ένας τρόπος ζωής σύμφωνος ή και ισοδύναμος με το άγιο Ευαγγέλιο, τον οποίο ο ίδιος περιέγραψε με απλά και φτωχικά λόγια (29). Αυτά τα φτωχικά λόγια του Φραγκίσκου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τις βιογραφικές πηγές ως «τέλειος ζηλωτής της τήρησης του αγίου Ευαγγελίου» (30), συγκρότησαν τον Κανόνα του τάγματος των Ελασσόνων.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Φραγκίσκος και ο Δομίνικος παρουσιάζονται στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής ιστορίας της Δύσης, ως ηγέτες δύο αρχικά ευάριθμων ομάδων που αποσκοπούν στην αναβίωση των ιδεωδών της αποστολικής ζωής. Δεδομένου ότι πηγή της έμπνευσης τους υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά το Ευαγγέλιο, όπως ήταν φυσικό ευνόησαν και ανέπτυξαν τη μελέτη του, με τις δικές του όμως προϋποθέσεις ο καθένας. Από τη μια πλευρά ο Δομίνικος, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής θεολογίας, ευνόησε μία πιο συστηματική βιβλική έρευνα, από την άλλη πλευρά ο Φραγκίσκος, παραμένοντας καχύποπτος απέναντι στην πανεπιστημιακή γνώση, ανέδειξε με έναν πιο απλοϊκό αλλά εξίσου αποτελεσματικό τρόπο την προφητική δύναμη του ευαγγελικού λόγου. Ενδεικτικός, εξάλλου, είναι και ο τίτλος « magister » («διδάσκαλος»), με τον οποίο χαρακτηρίστηκαν οι δύο ιδρυτές από τους συγχρόνους τους. Ο Ι acobus de Vitry, ένας εκκλησιαστικός ιστορικός (31) στον οποίο οφείλουμε την παλαιότερη μαρτυρία για το φραγκισκανικό κίνημα, αναφέρει ότι στο πρόσωπο του Φραγκίσκου αναγνώρισε τον διδάσκαλο και ιδρυτή του νέου Τάγματος, «στον οποίο υποτάσσονται όλοι οι άλλοι ως γενικό προϊστάμενο τους» (32). Αντιστοίχως, ο Διέγο, επίσκοπος της Όσμα και ο σύντροφος του Δομίνικος χαρακτηρίστηκαν από τους συγχρόνους τους «ως " praedicationis principes et magistri ». Μάλιστα, ο Δομίνικος «θα αναγνωριστεί επισήμως ως " prior et magister praedicatorum "» (33).

Στην ενασχόληση αυτών των ομάδων με την Αγία Γραφή εντοπίζονται τα σπέρματα της κατοπινής συστηματικής σχολαστικής μεθόδου που αναπτύχθηκε στα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Η μέθοδος που ακολουθούσαν οι αυτόκλητοι περιπλανώμενοι διδάσκαλοι της Αγίας Γραφής, μεταξύ αυτών και οι ιδρυτές των επαιτικών ταγμάτων, διακρινόταν στην ανάγνωση ( legere ) του θείου λόγου, στη συζήτηση ( disputare ) και στο κήρυγμα ( praedicare ). Αντιστοίχως, η μέθοδος που ακολούθησαν οι σχολαστικοί μελετητές της Αγίας Γραφής ξεκινούσε με την ανάγνωση ( lectio ) ενός βιβλικού κειμένου, τη διατύπωση ερωτημάτων ( questio ), τη συζήτηση ( disputatio ) και την εξαγωγή ενός συμπεράσματος ( conclusio ) (34). Ο πρόδηλος βιβλικός προσανατολισμός των επαιτικών ταγμάτων και κυρίως του φραγκισκανικού, που σε αντίθεση με το τάγμα των Ιεροκηρύκων διατηρούσε τουλάχιστον στην αρχή έναν αμιγή λαϊκό χαρακτήρα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πλέον δυναμική κορύφωση αυτού του ευρύτερου φαινομένου της «ευαγγελικής αφύπνισης» (35) στο θεολογικό τοπίο του δυτικού Μεσαίωνα.

 

6. Κηρυκτιχή δράση

Φυσική συνέχεια και συνέπεια της αταλάντευτης προσήλωσης των δύο ιδρυτών στο Ευαγγέλιο πρέπει να θεωρηθεί και η κηρυκτική τους δράση. Οι φραγκισκανικές πηγές τονίζουν ότι ο «Φτωχούλης του Θεού» εμπνεύστηκε την ισόβια κηρυκτική δραστηριότητα από ένα ευαγγελικό ανάγνωσμα που άκουσε κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, σχετικά με τη πρακτική των Αποστόλων (36). Η απόφαση των δύο ανδρών να αφοσιωθούν στο κήρυγμα δεν αποτελεί όμως μόνο μια επιμέρους πτυχή της αφοσίωσής τους στο αποστολικό παράδειγμα· συνδέεται άρρηκτα και με τις συγκεκριμένες πνευματικές ανάγκες της εποχής. Αυτό φανερώνει κυρίως η απόφαση του Δομινίκου να επιλέξει το κήρυγμα ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο ενάντια στη ραγδαία εξάπλωση των αιρετικών αντιλήψεων των Καθαρών, οι οποίοι είχαν πλέον εδραιώσει την παρουσία τους στη Νότια Ευρώπη στις αρχές του 13 ου αιώνα (37). Για τον λόγο αυτό, το κήρυγμα του Δομίνικου είχε, ευθύς εξαρχής, έναν σαφέστερα αντιαιρετικό και πολεμικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με το φραγκισκανικό, που στηριζόταν στην προσφορά μιας ηπιότερης, αμεσότερης και πιο ακατέργαστης ευαγγελικής μαρτυρίας (38).

Όπως είδαμε παραπάνω, ο Φραγκίσκος επέμενε ή απολυτοποιούσε την καλλιέργεια της ευσέβειας ως μοναδική προϋπόθεση του κηρύγματος. Ο Δομίνικος, αντιθέτως, θεωρούσε τη συστηματική μελέτη ως απαραίτητη προπαρασκευή των αδελφών του για την αποτελεσματικότητα του κηρύγματος. Πάντως, και οι δύο, όπως διαβάζουμε στις βιογραφικές τους πηγές, συμφωνούσαν ότι η ζωντανή πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό μπορούσαν να καταστήσουν το κήρυγμα πιο γόνιμο απ' όσο το φυσικό χάρισμα της ευγλωττίας ή η προετοιμασία μέσω της μελέτης. Ο Φραγκίσκος καθησύχαζε τους αδελφούς του που δίσταζαν να κηρύξουν, διαβεβαιώνοντας τους ότι ο Θεός θα αναπλήρωνε τις ελλείψεις τους (39) και τόνιζε ότι το κήρυγμα είναι καρποφόρο όταν πηγάζει από τον εσωτερικό φωτισμό (40) και την προσευχή (41). Και ο Δομίνικος, όμως, παρότι εκτιμούσε τη μελέτη, σε ανάλογες περιπτώσεις έλεγε στους αδελφούς του να έχουν εμπιστοσύνη στον Θεό, ο οποίος θα τους φωτίσει κατά τη στιγμή του κηρύγματος. Αυτό τόνισε και σε κάποιο δόκιμο μοναχό που δίσταζε να κηρύξει επειδή δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί. Ο νεαρός αδελφός υπάκουσε και το κήρυγμα του ήταν τόσο εμπνευσμένο, ώστε τρεις ακροατές να ζητήσουν να εισέλθουν στο τάγμα (42). Ενδεικτική της φήμης του Δομίνικου είναι η αναφορά στο έργο Διάλογοι της Θείας Πρόνοιας, όπου ο Θεός φέρεται να αποκαλύπτει στην συντάκτρια του έργου Κατερίνα της Σιένας (†1380): «Αυτός [ενν. ο Δομίνικος] έμοιαζε στον κόσμο σαν ένας απόστολος, τόση ήταν η αλήθεια και το φως με τα οποία έσπερνε τον λόγο μου διώχνοντας το σκότος και χαρίζοντας το φως» (43). Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, ωστόσο, κοινή επιδίωξη και των δύο ιδρυτών ήταν ο επανευαγγελισμός του λαού. Όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε μία βιογραφική του πηγή, ο Φραγκίσκος πίστευε ότι ο Θεός του φανέρωσε την οδό του κηρύγματος όχι μόνο για τη σωτηρία των αδελφών του τάγματος αλλά για τη σωτηρία των άλλων (44).

 

7. Εκούσια πτωχεία

Το τελευταίο αλλά ίσως το σημαντικότερο στοιχείο που αποκαλύπτει τον ευαγγελικό χαρακτήρα των επαιτικών ταγμάτων είναι η αφοσίωση τους στην εκούσια και απόλυτη πτώχεια. Το στοιχείο αυτό, κατά τη γνώμη μας, αναδεικνύει με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο τον βιβλικό ριζοσπαστισμό τόσο της θεολογικής φυσιογνωμίας των ιδρυτών, όσο και της ιστορικής αποστολής των επαιτικών ταγμάτων.

Πολύ συχνά, όταν γίνεται λόγος για τα επαιτικά τάγματα, η προσοχή των μελετητών πέφτει μάλλον ανισοβαρώς στο πρόσωπο του Φραγκίσκου. Μάλιστα, θεωρείται ότι η απόφαση του Δομίνικου να ασπαστεί την απόλυτη πτώχεια οφείλεται στη γνωριμία του με τον Φραγκίσκο (45). Στην πραγματικότητα, οι δύο άνδρες, αν και από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας, κατέληξαν στην ίδια απόφαση, διαμορφώνοντας ένα μοναστικό ιδεώδες που, μολονότι θεμελιωνόταν πάνω στις ριζοσπαστικές εντολές του Ευαγγελίου, διέθετε έναν ανακαινιστικό δυναμισμό, ικανό να απαντήσει στα αδιέξοδα του ομογενοποιημένου κοινοβιακού παραδοσιακού μοναχισμού της Δύσης.

Οι βιογραφικές πηγές των δύο ιδρυτών μιλούν για τις καθοριστικές σχετικές εμπειρίες που σφράγισαν τη νεότητα τους σηματοδοτώντας την κατοπινή τους πορεία. Φοιτητής ακόμη ο Δομίνικος, συγκινήθηκε τόσο από τη θέα του πλήθους των ασθενών και των φτωχών που επαιτούσαν, εξαιτίας της ξηρασίας και της πανούκλας που έπλητταν την Παλέντσια, ώστε αποφάσισε να τους βοηθήσει πουλώντας τα έπιπλα και τα πολύτιμα βιβλία του από περγαμηνή και οργανώνοντας ένα κέντρο διανομής τροφίμων. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε σε όσους προσπάθησαν να τον μεταπείσουν: «Δεν θέλω να διαβάζω σε νεκρά δέρματα όταν γύρω μου οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα» (46) ( πρβλ. Μτ 19,21). Και οι φραγκισκανικές πηγές αναφέρουν ότι η αφετηρία της μεταστροφής του Φραγκίσκου προήλθε από τη συνάντηση του με τους αναξιοπαθούντες της εποχής, τους πτωχούς και τους λεπρούς. Ως ηγέτες των επαιτικών ταγμάτων, οι δύο άνδρες θα προτρέψουν στους αδελφούς τους να πουλούν τις περιουσίες τους, να μοιράζουν τα χρήματα στους πτωχούς και να συντηρούνται, όπως και οι ίδιοι, από την ελεημοσύνη των πιστών (47).

Πάντως, και αυτή η πτυχή της ευαγγελικής φυσιογνωμίας των δύο ιδρυτών σχετίζεται τόσο με τα εσωτερικά προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε την εποχή εκείνη η Εκκλησία, όσο και με το πλέγμα των κοινωνικών και ηθικών προβλημάτων που συνεπέφεραν οι ραγδαίες ιστορικές εξελίξεις του ύστερου δυτικού Μεσαίωνα. Τα ενδοεκκλησιαστικά προβλήματα, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ιδεώδους της απόλυτης πτώχειας, αφορούν κυρίως την τεράστια απήχηση που είχαν οι ποικιλώνυμες ομάδες αιρετικών της εποχής, που παρά τις κακοδοξίες τους ακολουθούσαν ένα τρόπο ζωής περισσότερο κοντινό στις επιταγές του Ευαγγελίου, από όσο η εκκλησιαστική ιεραρχία και ο οικονομικά ισχυρός παραδοσιακός μοναχισμός. Ο Δομίνικος κατάλαβε ότι η αναποτελεσματικότητα του κηρύγματος των παπικών απεσταλμένων στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης οφειλότα ν στην αντίφαση ανάμεσα στο περιεχόμενο του κηρύγματος και στον τρόπο ζωής των ιεροκηρύκων (48). Το κήρυγμα, σύμφωνα με τον Δομίνικο, θα έπρεπε να ασκείται από ανθρώπους που εφάρμοζαν στην πράξη τις ευαγγελικές επιταγές της απλότητας, της εκούσιας πτώχειας και της ηθικής καθαρότητας (49). Ανάλογη είναι και η στάση του Φραγκίσκου. Εξ ου και η εντυπωσιακή ομοιότητα της ζωής και της δράσης του με εκείνη του Πέτρου Βαλδίου, ηγέτη των πτωχών της Λυών (50), μιας αποστολικής ομάδας ιεροκηρύκων οι οποίοι κατέκριναν τον τρυφηλό και πολυτελή τρόπο ζωής της ιεραρχίας φτάνοντας όμως και σε σαφείς αιρετικές παρεκκλίσεις.

Επιπλέον, η εκούσια πτωχεία που υιοθέτησαν τα επαιτικά τάγματα συνδέεται και με εξωεκκλησιαστικές προκλήσεις, και κυρίως την ανάδυση και κραταίωση των αντιπνευματικών αξιών που συνεπέφερε η προϊούσα αστικοποίηση της Ευρώπης. Το όραμα της υλικής ευημερίας που δονούσε τη δυναμικά ανερχόμενη τάξη των αστών αποτελούσε μία έμπρακτη αμφισβήτηση και παραχάραξη των χριστιανικών ιδεωδών. Η εμφάνιση των πόλεων και οι αρχές του πρώιμου καπιταλισμού οριοθετούσαν ένα νέο πεδίο εσωτερικής ιεραποστολής ή επανευαγγελισμού του χριστιανικού πληθυσμού της Ευρώπης. Αυτή την ανάγκη εσωτερικής ιεραποστολής και αντίστασης στη χίμαιρα της υλικής ευημερίας κλήθηκαν να καλύψουν τα νέα μοναχικά τάγματα του 13 ου αιώνα. Είναι ενδεικτική η επισήμανση ότι «ο χάρτης των φραγκισκανικών και των δομινικανικών οίκων, στο τέλος του 13 ου αιώνα, είναι και ο χάρτης των πόλεων της Χριστιανοσύνης» (51). Οι νέοι αδελφοί, μεταφυτεύοντας τα χριστιανικά ιδεώδη από την ύπαιθρο στο άστυ, άρθρωναν έναν έμπρακτο και βιβλικά τεκμηριωμένο αντίλογο στα προβλήματα της νέας κοινωνίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο παρόν μελέτημα εστιάζουμε την προσοχή μας στα δύο κυριότερα επαιτικά τάγματα της Δύσης, το τάγμα των Φραγκισκανών ή Ελασσόνων ( Ο rdo Fratrum Minorum ) και το τάγμα των Δομινικανών ή Ιεροκηρύκων (Ο rdo Fratrum Praedicatorum ). Στη συνέχεια ιδρύθηκαν και άλλα επαιτικά τάγματα με κοινωνικό προσανατολισμό. Γενικά για τη διάκριση των επαιτικών ταγμάτων του δυτικού μοναχισμού βλ. Ε. Δ. Θεοδώρο υ, «Μοναχισμός», στην Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών 1992, τ. 21: Οι Θρησκείες, σ. 274-276. Όσον αφορά τη σύγχρονη παρουσία, την εξάπλωση, τη Βράση αλλά και τις εσωτερικές διασπάσεις των δύο μεγαλύτερων επαιτικών ταγμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, ο επισκέπτης του Διαδικτύου μπορεί να αποκτήσει μια πρώτη εικόνα σχετικά με στις επίσημες ιστοσελίδες του καθενός: Η διεύθυνση htpp :// curia. op. org αφορά στο τάγμα των Ιεροκηρύκων ( Ordo Praedicatorum ). Αντιθέτως, μια πλήρης χαρτογράφηση των πνευματικών απογόνων του Φραγκίσκου απαιτεί την περιήγηση σε τρεις ιστοσελίδες, ισάριθμες με τους επίσημους κλάδους του τάγματος, που αναγνώρισε ο πάπας Λέων ο ΙΓ' στα τέλη του 19ου αιώνα. Η διεύθυνση htpp :// www. ofm. org / ανήκει στο τάγμα των Ελασσόνων Αδελφών (Ο rdo Fratrum Minorum ), η διεύθυνση http :// ofmconv. org / στο τάγμα των Ελασσόνων Αδελφών Μοναστικών (Ο rdo Fratrum Minorum Conventualium ) και η διεύθυνση htpp :// www. db. ofmcap. org / στο τάγμα των Ελασσόνων Αδελφών Καπουτσίνων (Ο rdo Fratrum Minorum Capuccinorum ). Καθένας από τους παραπάνω κλάδους του αρχικού τάγματος των Ελασσόνων διαθέτει τη δική του διοικητική αρχή (Μ inister Generalis ) και τη δική του οργάνωση. Σ' αυτούς τους διαδικτυακούς τόπους, ο επισκέπτης πληροφορείται επίσης και για τα ποικιλώνυμα υποσύνολα του γυναικείου κλάδου τους, όπως και για τις πτέρυγες των λεγόμενων Τ ertiarii, δηλαδή των μελών που ακολουθούν και διαδίδουν τις αρχές των ιδρυτών, συνεχίζοντας να ζουν μέσα στον κόσμο.

2. Π. Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, Μέρος Πρώτο: Από τον Αυγουστίνο ως τον Μιχαήλ Άγγελο, τ. Ι, Αθήνα 1976, σ. 205.

3. Μια συνοπτική αναφορά στον βίο του Δομίνικου βλ. F. L. Cross - E. A. Livingstone ( επίμ.), Ο xford Dictionary of the Christian Church, Oxford University Press , Ο xford - New York 3 1997, σ. 496-497; htpp :// newadvent. org / cathen /05106 a. htm.

4. Γενικά για τη ζωή και το έ ργο του Φραγκίσκου, βλ.. L. Cross - E. A. Livingstone ( επίμ.), Ο xford Dictionary of the Christian Church , σ . 632-633· htpp :// newadvent. org / cathen /06221 a.htm.

5. Βλ. σχετικά J. Le Goff, Ο Πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ. Ρίκας Μπενβενίστε, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 363-364.

6. Βλ. D. Nicholas, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου. Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, μτφρ. Μαριάννας Τζιαντζή, Αθήνα 1999, σ. 265.

7. J. Le Goff, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, σ. 406-409· D. Nicholas, Η εξέλιξη τον μεσαιωνικού κόσμου, σ. 505-507.

8. Για τις συνέπειες αυτού του εγχειρήματος στην πορεία της δυτικής θεολογίας, βλ. ενδεικτικά Ν. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη 3 1988, σ. 291.

9. Ζ. Ν. Τσιπρανλής, Η Δυτική Ευρώπη στους Μέσους Χρόνους (5 ος -15 ος αι.), Θεσσαλονίκη 3 1985, σ. 153-154.

10. Ο. π.., σ. 153-154.

11. Μια πραγματική εικόνα της εκκλησιαστικής κατάστασης στη Δύση την εποχή εκείνη μπορεί να διαμορφώσει κανείς διαβάζοντας τις διάφορες σχετικές ποινές που θεσμοθετεί η δ΄ σύνοδος του Λατερανού (1215). Βλ. σχετικά Conciliorum Oecumenicorum D é creta , ( επιμ. G. L. Dosseti, P.- P. Joannou, Cl. Leonardi, P. Prodi ), Bologna 1996 ( edizione bilingue ), σ. 242 κ.ε.

12. Το παράθεμα στο R. Scognamiglio, Το φωτεινό πρόσωπο του Αγίου Δομινίκου, Αθήνα 1996, σ. 35.

13. Το παράθεμα στο Α. d ' Amato, Il radicalismo delle beatituduni in San Domenico , Βο logna 1994, σ. 13.

14. Thomae de Celano, Vita secunda s . Francisci 102, Vita secunda s . Francisci 102: Fontes Fransiscani, (a cura di E. Menesto ' e St. Brufani ), S. Maria degli Angeli - Assisi 1995, σ. 536-537 ( στο εξής Fontes).

15. Bonaventura de Balneoregio, Legenda maior s. Francisci  : Fontes , σ. 870· πρβλ. και Τ homae de Celano, Vita secunda s. Francisci  : Fontes, σ. 538-539.

16. Βο naventura, Epistola de tribus questionibus, Opera Omnia, τ . VIII, Quaracchi, σ. 334-335.

17. Jordani de Saxonia, Libellas de principus Ordinis praedicatorum , 39, στο Μο numenta ordinis fratrum Praedicatorum Historica, XVI, Roma 1935 (στο εξής Libellas ). Πρβλ. R. Scognamiglio, Το φωτεινό πρόσωπο, σ. 53.

18. Α. Vauchez, « II santo », στον συλλ. τόμο J. L. Goff ( επιμ.), L' uomo m édiévale , Roma Bari 14 2000, 351-390- εδώ : 366-371.

19. Περισσότερα για τα φραγκισκανικά ιδεώδη και την αγιολογική συγγένεια τους με την ασκητική παράδοση της Ανατολής, βλ. Π. Αρ. Υφαντής, Όψ εις και κριτήρια αγιότητας στην Ορθόδοξη Ανατολή και τη χριστιανική Δύση. Η ασκητική παράδοση της Ανατολής και ο Φραγκίσκος της Ασίζης, Ηράκλειο 2004.

20. Giordano di Sassonia, Preghiera a son Domenico. Το παράθεμα στο Α. d'Amato, Il radicalismo delle beatitudini in San Domenico , σ. 71.

21. Thomae de Celano, Vita secunda S.Francisci 12: Fontes, σ. 454.

22. Ζ. Ντυμπύ, Τέχνη και κοινωνία τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ελευθερίας Ζέη, Αθήνα 2000, σ. 55.

23. Α. d ' Amato, Il radicalismo delle beatitudini in San Domenico , σ. 7.

24. Fioretti di San Domenico, Torino 1964, σ. 9. Πρβλ. Libellus , 104.

25. Thomae de Celano, Vita secunda S.Francisci 12: Fontes, σ. 365.

26. Ο όρος προέρχεται από τον εμπνευστή του συγκεκριμένου θεολογικού και ιδεολογικού ρεύματος στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας Ιωακείμ της Φλόρας (1135-1202). Ο συγκεκριμένος μοναχός από την Καλαβρία ιδεάστηκε έναν τριμερή διαχωρισμό της ιστορίας, που αντιστοιχεί στα τρία πρόσωπα του χριστιανικού Θεού. Η πρώτη περίοδος, του Θεού Πατέρα, συμπίπτει με την εποχή και τις αρχές της Παλαιάς Διαθήκης. Η δεύτερη περίοδος, του Θεού Υιού, ταυτίζεται με την εποχή και τα ήθη της Καινής Διαθήκης. Η τελευταία, του Αγίου Πνεύματος, είναι αυτή που προσδοκά η ανθρωπότητα, και η οποία θα σημάνει την κατάρρευση της « εκκοσμικευμένης » ορατής Εκκλησίας και την απαρχή της αναγέννησης του Χριστιανισμού, υπό την χαρισματική και ριζοσπαστική πνοή του τρίτου θείου Προσώπου. Ο ιωακειμιτισμός, μολονότι δεν ήταν παρά ένα ευφάνταστο και εσφαλμένο «αποκαλυπτικό όνειρο» (Μ.- D. Chenu ), βρήκε πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους Ελάσσονες αδελφούς, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι προφητείες του καλαβρού μοναχού ενσαρκώνονταν στο πρόσωπο του Φραγκίσκου. Βλ. σχετικά Oxford Dictionary of the Christian Church , σ. 878. Ιδιαίτερα για τις αναλογίες ανάμεσα στη δριμεία κριτική που άσκησε στη Ρώμη ο Ιωακείμ και την πρακτική του Φραγκίσκου της Ασίζης, βλ. D. S. Merezkovskij, Francesco d ' Assisi , προλ. Ρ. G. Bori [ μτφρ. από τα ρωσικά Laura Malavasi ], Milano 1996, σ. 45 κ.ε. Επίσης, Μ.- D. Chenu, La teologia come scienza nel xiii secolo , Presentazioni di I. Biffi, [ μτφρ. Marta Spranzi - M. Vigevani ], Μ ilano 3 1995, σ. 147· του ιδίου, La teologia nel xii secolo , Introduzione di I . Biffi , επιμ. Paolo Vian, [ μτφρ. Ρ aolo Vian ], Μ ilano 2 1992, σ. 93 κ. ε.

27. Π. Αρ. Υφαντής ( επιμ.), Τα Μικρά Άνθη του αγίου Φραγκίσκου, Αθήνα 2002, σ. 49.

28. Constitutiones antiquae Ordinis fratrum praedicatorum (1215-1237), Ι, Leuven 1965, Dist. II, cap. 31.

29. Testamentum , 14-15: Fontes, σ. 228.

30. Speculum Perfectionis 76: Fontes, σ. 1974.

31. Ο Ι acobus de Vitry (ή Vitriaco ), από το τοπωνύμιο της γενέτειρας του Vitry - sur - Seine, υπήρξε εφημέριος της Argenteuil και κατόπιν «κανονικός» κληρικός στην Oignies, που υπαγόταν στην επισκοπή της Ν amur. Το 1216, στην Perugia, ο πάπας Ονώριος ο Γ', διάδοχος του Ιννοκεντίου του Γ', τον προήγαγε σε επίσκοπο του Α cri της Λιβύης. Προκειμένου να μεταβεί στην έδρα της επισκοπής του, ο Iacobus ακολούθησε τους Σταυροφόρους στην πόλη Δαμιέττη, όπου συντελέστηκε η γνωριμία του Φραγκίσκου με τον μουσουλμάνο ηγεμόνα. Το 1228, ο Ι acobus έγινε καρδινάλιος επίσκοπος του Frascati. Σημαντικό μέρος του ιστοριογραφικού του έργου αναδεικνύει την οργάνωση και τη δράση των διαφόρων -κυρίως λαϊκών- κινημάτων της εποχής του, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και εκείνο των Ελασσόνων αδελφών. Πράγματι, οι μαρτυρίες του σύγχρονου με τον Φραγκίσκο δυτικού χρονικογράφου και ιστορικού θεωρούνται από τα πιο σημαντικά τεκμήρια του αρχέγονου φραγκισκανισμού. Για το πρόσωπο και τη σημασία των αναφορών του στο φραγκισκανικό κίνημα βλ. Fonti Francescani, Scritti e biografie ai san Francesco d' Assist Cronanche e alter testimonianze del primo secolo francescano. Scritti e biografie ai santa Chiara d' Assisi, επιμ. Ε. Caroli, Ρ adova 4 1996 [ editio maior ], o π. παρ., σ. 1811-1828-1908-1909 σημ. (1) ( στο εξής Fonti ).

32. Iacobus de Vitry, Η istoria Occidentalis XXXII : Fonti, σ. 1913.

33. Μ.-D. Chenu, La teologia nel xii secoloco, σ. 293, σημ. 16. Ο όρος την εποχή εκείνη χαρακτήριζε τους επικεφαλής των ποικίλων ευαγγελικών ομάδων που επιδίδονταν σε κηρυκτικές περιοδείες.

34. Μ.-D. Chenu, La teologia come scienza nel xiii secolo, σ. 371-380.

35. Βλ. σχετικά Μ.-D. Chenu, La teologia nel xii secolo, σ. 249-281.

36. Πρόκειται είτε για το Μτ 10,7, είτε για το Μκ 6,8-9, είτε για το Λκ 9,1-6.

37. Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία απ' αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 4 1978, σ. 532.

38 . Σχετική είναι και η παρατήρηση ότι «...ο Δομίνικος ετόνιζε την παιδεία και το κήρυγμα με την επιδίωξη να πείθουν [ενν. τα μέλη του τάγματος του] τους απίστους για την αλήθεια του Χριστιανισμού. Ο Φραγκίσκος από το άλλο μέρος φαίνεται να υποτιμούσε την παιδεία, δίνοντας αντιθέτως την πεποίθησή του στο ευαγγελικό κήρυγμα και στην εξυπηρέτηση των πτωχών»: Κ. Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός δυτικός πολιτισμός και οι κόσμοι του Βυζαντίου και του Ισλάμ, μτφρ. Π. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 400.

39. Α nonymi Perusini, De inceptione vel fundamento Ordinis, 18: Fontes, σ. 1324.

40. Legend atrium sociorum 54: Fontes, σ. 1425-1426.

41. Τ homae de Celano, Vita secunda s. Francisci 163: Fontes, σ. 588.

42. R. Scognamiglio, T 0 φωτεινό πρόσωπο, σ. 101.

43. Το παράθεμα και σχολιασμός στο V. Β enetollo, « San Domenico di Gunzam. Fondatore dell'Ordine Domenicano (1170-1221)», Vita Minorum Rivista di spiritulit à e formayione francescana . Anno LXXVIII, n. 5 ( Settembre - Ottobre 2007), σ. 22.

44. Legend trium sociorum 16: Fontes, σ. 1408- πρβλ. Π. Αρ. Υφαντής ( επιμ.), Τα Μικρά Άνθη, σ. 75.

45. Βλ. ενδεικτικά D. Ν icholas, Η εξέλιξη τον μεσαιωνικού κόσμου, σ. 558.

46. Fioretti , σ. 21-22. Πρβλ. Libellus , 10.

47. Για τον Δομίνικο βλ. Libellus, , 87- Ada canonizationis divi Domenki , Monumenta Ordinis fratrum Praedicatorum Historica, XVI, Romae 1935, 38, 42, 47 ( στο εξής Α cta ). Για τον Φραγκίσκο βλ. Regula non bullata , Ι, VIII, IX : Fontes, σ. 185-186,192-195.

48. Αυτό οδήγησε τον Δομίνικο και τον επίσκοπο Διέγο να επιδοθούν στο κήρυγμα διάγοντας βίο απόλυτης πτωχείας, πράγμα πρωτόφαντο για ιερείς και αρχιερείς. Βλ. Libellus, 22.

49. Libellus, 20. Πρβλ. R. Scognamiglio, Το φωτεινό πρόσωπο, σελ. 43-44.

50. Βλ. σχετικά Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 572-573.

51. J. Le Goff, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, σ. 124-128.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.