ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

πίσω


Οι «ιστορικές περιπέτειες» των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας

Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών και η περί των χριστιανών αλληλογραφία του Πλινίου μετά του αυτοκράτορος Τραϊανού

Θρήνος για την άλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Ο παπισμός στη Φραγκοκρατού- μενη Ελλάδα

Ο Χριστιανισμός και τα χρόνια που έρχονται

Το ζήτημα της σχέσεως του Ευγενίου Βουλγάρεως προς το Διαφωτισμό και τις αρχές του

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα

Ο Αγιος Κοσμάς και το Εικοσιένα

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θεόκλητου Φαρμακίδη

Τα όρια της Δυτικής Ευρώπης

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδιαθηκική περίοδος και προπαρασκευή

Κωνστανίνος Παλαιολόγος - Πολιορκία και Aλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Τα Πρεσβεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα Ανατολικά Πατριαρχεία

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον

Απόπειραι των Δυτικών προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων από της τουρκικής δουλείας (1453- 1463)

Κολλυβάδες - Αντικολλυβάδες

Η ελληνικότητα της αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης

Η προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό

Η φιλοσοφία από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια

Βίος και Πολιτεία της Οσιομάρτυρος Μητρός ημών Φιλοθέης της Αθηναίας

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Α)

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Β)

Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ

Κριτόβουλος, Ξυγγραφής Ιστοριών Α΄

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους

Τα επαιτικά τάγματα της Δύσης

Οικουμενική κίνηση, ιστορία-θεολογία: Επαφές και δραστηριότητες κατά τον 20° αιώνα

Ο Προτεσταντισμός και ο Ελληνισμός

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η απελευθέρωση των Ελλήνων και ο εσχατολογικός ρόλος της Ρωσίας και της Γαλλίας μέσα στο ερμηνευτικό έργο του Θεοδώρητου Ιωαννίνων ( περ. 1740-1823)

Τα σχέδια των Πανσλαυϊστών εις την Παλαιστίνην

Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Περσία

Το πολιτικόν δέον του Νέου Ελληνισμού

Ζητήματα εφαρμογής των ιερών κανόνων

Κρατική εξουσία και Ισλαμική αφύπνιση

Ο 'Αγιος Νεκτάριος - Σύντομος επισκόπηση του βίου και του έργου του

Το ήθος της εκκλησιαστικής ελευθερίας. Σύγχρονες θεολογικές προσεγγίσεις

Μνεία Δεισιδαιμονιών τινών και μαγικών συνηθειών εις Νομοκανόνας

Σκέψεις τινές περί Εικονομαχίας

Ιστορία και οπλικά συστήματα: η περίπτωση του «υγρού πυρός»

H ομαδικοσυνει-δησιακή γένεση και λειτουργικότητα της Θρησκείας

Προσκυνηματικές περιηγήσεις: Ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες προοπτικές

Ο Λούθηρος περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας - H συνδιάλεξις της Λειψίας (1519)

Οι δύο εξουσίες: Η διαμάχη μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων και οι θεωρίες των βυζαντινών

Βυζάντιο και Ρωσσία

Η συμβολή του Βυζαντινού πνεύματος στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κουλτούρας

Νοσταλγία του Βυζαντίου

Εκκλησιολογική Προσέγγιση των Σχέσεων Επισκόπου και Ιερών Μονών της Επαρχίας του

Ιστορία μεσαιωνικών αιρέσεων καί ιδεολογικά διακυβεύματα

Τα «Υπέρ» και τα «Κατά» της παρουσίας των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών

Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων

Ο Ναός των Ιεροσολύμων μεταξύ Θεσμικού Ιουδαϊσμού και Χριστιανικής Κοινότητας

Αλέξανδρος Δελμούζος: Μία προφητική φωνή από το χώρο της εκπαίδευσης

Διδαχή Γ΄

Η εικόνα μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως και ο κανόνας 82 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου

Η παράδοσις περί του αποστόλου Θωμά

Ο 'Αγιος Κοσμάς τιμάται υπό του Αλή πασά

Σημεία τριβής Μονών καί Επισκόπων

Κατευόδωσις στρατού - Η θρησκευτική προετοιμασία

Η διεύρυνση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών
Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι- σμός και «Χριστιανικός Νότος» στο οικουμενικό προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1960

O Βυζαντινός «ιερός πόλεμος», Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο

Η ιδέα της αποστολικότητος του θρόνου και ο απόστολος Ανδρέας

Ο Ιουστινιανός και οι Μονοφυσίται

Ιεραποστολικοί αγώνες των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου-
Αποτίμηση της προσφοράς τους

Το κήρυγμα της βυζαντινής ιεραποστολής και οι απόστολοι των Σλάβων Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και Μεθόδιος

Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και η πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή κατά τον Ε΄ αιώνα

Ο Ταλαντίου Νεόφυτος ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα των Αθηνών. Θέματα και προβληματισμοί

Η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον της Νικαίας (325)- Ο ρόλος της Αλεξανδρείας και της Ρώμης

H ομαδικοσυνειδησιακή γένεση
και λειτουργικότητα της Θρησκείας

Νικολάου Νησιώτη, «Κοινωνιολογική θεώρηση της Θρησκείας»,
Κοινωνία Ιαν.- Μαρτ. 1984, σελ. 47-52.

Κατά την ερμηνεία αυτή το κύριο αίτιο για την δημιουργία της Θρησκείας και στις πρωτόγονες και τις εξελιγμένες συνολικές μορφές ζωής είναι το γεγονός της συνυπάρξεως «επί το αυτό» μιας ομάδος ανθρώπων. Η ομαδική ζωή έχει, κατά κάποιο αναπόδραστο τρόπο, θρησκευτική χροιά, γιατί παρουσιάζει ταυτόχρονα με την σύμπηξη της την από κοινού αναφορά των ατόμων· ως ιδιαίτερης και διακεκριμένης ομάδος και φυλής στην θεότητα, προσωπική η απρόσωπο (αυτό δεν ενδιαφέρει), που εμπεδώνει βαθύτερα και ακλόνητα τις σχέσεις μεταξύ τους και Θεσμοποιεί την συνύπαρξη τους, ως το ανώτερο ανθρώπινο «Είναι -εν- κοινωνία».

Η ερμηνεία αυτή θεωρεί την προηγούμενη, την ιδεοψυχολογική, ως πολύ αφηρημένη και ανίσχυρη να αποδείξει το γιατί δεν υπάρχει πρωτογονική -ιστορική κοινωνία χωρίς εξουσιαστική Θρησκευτικότητα. Άλλωστε γι' αυτήν ο πρωτόγονος δεν είναι ικανός για λογικές αφαιρέσεις και οργάνωση των ψυχολογικών των καταστάσεων μεταξύ των δύο κόσμων. Για να ερμηνευθεί πληρέστερα η άρρηκτη αυτή σύνδεση Θρησκείας και Κοινωνίας λειτουργικά και πραγματιστικά πρέπει το αίτιο ν' αναζητηθεί σε αμεσώτερες καταστάσεις και ανάγκες, δηλαδή μέσα σ' αυτό το ίδιο πρωταρχικό κοινωνικό γεγονός του «επί το αυτό συνυπάρχειν».

' Ο,τι αποκαλούμε θρησκευτική συνείδηση, κατά τον κύριο εκπρόσωπο της ερμηνείας αυτής Ε. Durkheim αυτό είναι το αυτονόητο αποτέλεσμα της κοινωνικής υποχρεώσεως, που είναι τοπικό άμεσο και επιτακτικό καθήκον αλλά και μέσο ομαδικής ζωής στη συνέχεια και συνοχή της. Έτσι η Θρησκεία, ευθύς εξ αρχής και συγχρόνως με την σύμπηξη κοινωνίας γίνεται το κέντρο., ο άξων γύρω από τον οποίο μια κοινωνία συντάσσεται, αναπτύσσεται και διαρθρώνεται σε θεσμούς.

Δεν είναι, λοιπόν, η ιδέα του Θεού ή του άλλου κόσμου λόγω ψυχολογικών αιτίων ή του φόβου προ του θανάτου, στη βάση της γενέσεως της Θρησκείας, αλλ ' αυτή η ίδια η κοινωνική φύση της ζωής. Για τον λόγο αυτό, δεν έχουμε εξαφάνιση της ποικιλόμορφης θρησκευτικότητος με την εμφάνιση του ορθολογισμού στην αρχαία, ήδη εποχή, αλλ ' αντίθετα ένταση και ανάπτυξη αυτής σε εξελιγμένες μορφές και την θρησκευτική συμβολική μυθολογία. Δεν αληθεύει για τον Ε. Ε. Durkheim η άποψη του H. Spencer ότι η θρησκευτικότητα υποχωρεί λόγω ενός «συναισθήματος ανεξαρτησίας και η πρόκληση από τον ορθό λόγο για ελεύθερη έρευνα». Αντίθετα, η Κοινωνιολογία πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει πως από τις πρωτογονικές μορφές θρησκείας, των τοτεμιστικών μορφών των clans προχωρούμε στη μονοθεΐα στις εξελιγμένες κοινωνικές διαρθρώσεις και ποια είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο στην προοδευτική ταυτόχρονη εξέλιξη τους.

Επομένως, είναι σφάλμα για την ομαδικοσυνειδησιακή αυτή ερμηνεία η θεωρία ότι το παράλογο αποβάλλεται και η θρησκευτική προκατάληψη περιφρονείται από την πρόοδο του ορθολογιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Εάν ήταν έτσι, τότε οι θρησκείες θα έπρεπε να είχαν εκλείψει προ πολλού . Αντίθετα, το υπερβατικό ως παράδοξο στοιχείο όχι μόνον επιβιοί σε εξελιγμένες κοινωνίες, αλλά μεταβάλλεται και σε πολλές περιπτώσεις γίνεται πιο έντονο λόγω της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή του τρόπου συνυπάρξεως, που είναι αποφασιστικός για τις θρησκευτικές δοξασίες, που και οι ίδιες εξασκούν επίσης επίδραση στη μεταβολή των συνθηκών αυτών. Η Κοινωνιολογία πρέπει να μελετά την συσχέτιση και αλληλεπίδραση αυτή και πρέπει να θεωρεί την Θρησκεία προερχόμενη άμεσα, ως το πρώτο και ισχυρότερο στοιχείο (κατόπιν ακολουθούν οι νόμοι, οι θεσμοί και η κεντρική διοίκηση) και κατ' αναπόφευκτη ανάγκη, από την κοινωνική φύση του ανθρώπου και γι' αυτό είναι παλινδρομικά αναγκαία, γι' αυτήν.

Για τον Ε. Durkheim και τους οπαδούς της ερμηνείας αυτής, της Θρησκείας ως της πηγής για την μόρφωση ομαδικής συνειδήσεως και φυλετικής-κοινωνικής ταυτότητος, στο πρότυπο των πρωτογόνων τοτεμιστικών θρησκειών και φυλετικών ομάδων, η Κοινωνιολογία δεν πρέπει ως επιστήμη να κάμει υποθέσεις περί καταγωγής της Θρησκείας λόγω προκαταλήψεων από ψυχολογικά αίτια, ή σε μεταγενέστερες εποχές λόγω μεταφυσικών αναζητήσεων ή αναγωγή στο Απόλυτο Πνεύμα και τις αποκαλύψεις του, αλλά θα προσπαθήσει να την εννοήσει στην λειτουργικότητα της ως συνεπή κοινωνική πειθαρχία και συμμόρφωση σε κοινή βασική αναφορά που επιβάλλει ένα σύνολο κοινωνικής συμπεριφοράς, που έχει προκαθορισθεί από παραδεδεγμένες κοινωνικές διαρθρώσεις και συνήθειες, που η ίδια επίσης επηρεάζει.

Η τεράστια όμως διαφορά και η κοινωνικά ανεπανάληπτη αξία της είναι ότι με την Θρησκεία η κοινωνική αυτή πειθαρχία εδράζεται σε βαθύτατη, αναφαίρετη συνειδησιακή κατάφαση και αφομοιώνεται ως εμπειρία σχέσεως με το Θείο. Γι' αυτό δεν υπαγορεύει ξερές κοινωνικές ενέργειες, αλλά εκφράζει ιδέες και συναισθήματα πέρα από αυτές. Έτσι δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε «πίστη», δηλαδή απόφαση της λογικής με εμπειρία χωρίς λογικά επιχειρήματα. Επακολουθούν οι ιδεαλισμοί και οι φιλοσοφίες της θρησκείας που επιτείνουν την αναφορά σ' ένα άλλον κόσμο συναισθημάτων, καλολογικό και συναισθηματικό. Υπάρχουν και άλλες πίστεις που ξεπηδούν από την μεταβαλλόμενη κοινωνική συνθήκη, όπως ο μοντερνισμός και κυρίως ο επιστημονισμός κ αϊ η μελλοντολογία των πολιτικών ιδεολογιών. Μεταξύ όμως όλων αυτών των «πίστεων» ως κοινοτικών παραγόντων απεικονίσεως ομαδικής συνειδήσεως η Κοινωνιολογία θα διακρίνει την θρησκευτική πίστη, γιατί σ' αυτή η ψυχή είναι η βαθύτατα, ενσυνείδητη και θερμή ολοκληρωτική αφοσίωση. Η τάση προς το άπειρο, το αιώνιο, η συσχέτιση ή η ένωση με το ιερό και, τέλος, η υπαρξιακή αγωνία προ του αγνώστου θείου ενώνει τα άτομα ισχυρότερα, θερμαίνει καρδιές και καλεί σ' αυτοθυσία εντός του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται περί ηθικής «οικείας» ( intime και «οικογενειακής» ( famili è re ) φύσεως ως αμέσου κοινωνικού γεγονότος.

Γι' αυτήν την μέθοδο κοινωνιολογικής θεωρήσεως της Θρησκείας εμφανίζεται αδύνατο ν' αποδειχθεί και ν' αποδεχθεί ότι μια τόσο συγκεχυμένη αντιπροσώπευση του Θείου ως Αγνώστου και Μυστηρίου όπως στην ιδεοψυχολογική ερμηνεία μπορεί να εξασκήσει, αφ' εαυτής τόση ρεαλιστική επίδραση στο κοινωνικό σύνολο ως ρυθμιστικός παράγων ή να προσφέρει την εκκίνηση και βάση για υψηλό ιδεαλισμό και καλολογικά συναισθήματα, να ποδηγετεί κοινωνίες με το φάσμα του αιωνίου και να καθοδηγεί ηθικά τα άτομα ως μέλη συνόλων. Εδώ έχουμε πιο σταθερή γενετική μορφή και λειτουργικότητα, βασισμένη σ' ακλόνητο θεμέλιο. Αυτό είναι ο συνδυασμός του «επί το αυτό είναι» με την σύμπτωση βαθύτατης συνειδησιακής προσαρμογής. Ακλόνητο βάθρο της θρησκείας και παλινδρομικά βαθύτατη και ανώτατη συγχρόνως θεμελιακή καταβολή της κοινωνίας συμπίπτουν. Πρόκειται για δύο ισοδύναμες παλινδρομικές κινήσεις. Η Θρησκεία προέρχεται από το κοινωνικώς είναι - υπάρχειν - ενεργείν και εν συνεχεία δίνει σ' αυτό την βαθύτερη και ανώτερη καταξίωση. Το ιερό είναι και παράγωγο και δημιουργικό, αλλά με προτεραιότητα το πρώτο από την αυστηρή κοινωνιολογική-επιστημονική άποψη. Γι' αυτό η Κοινωνιολογία βλέπει τη Θρησκεία, ως κοινωνικό φαινόμενο. Δηλαδή θεωρεί αυτή στην κοινωνική πράξη και ανάγκη απ' την οποία προέρχεται και την οποία διαμορφώνει αναλόγως με τις εξελικτικές ανάγκες της ως ηθική.

Όλες οι βασικές κατηγορίες της Θρησκείας ως πίστεως μετατρέπονται σε λειτουργικές παραμέτρους της κοινωνίας. Π.χ. το αιώνιο στη Θρησκεία είναι το ότι, μέσω της Θρησκείας κάθε κοινωνία, σ' όλες τις εποχές δημιουργείται και δημιουργεί και επιβεβαιώνεται ως διακεκριμένη κοινωνία ανθρώπων, γιατί η Θρησκεία είναι το ανώτερο, πρώτο και κυριαρχικό φαινόμενο που δημιούργησε συνειδητά η πρώτη σύμπηξη ομάδος ανθρώπων για την ίδια της την σταθερή συνοχή, συνέχεια και πρόοδο.

Ενώπιον αυτής της συγγένειας καταγωγής θρησκείας και κοινωνίας υποχωρεί σε δεύτερη, μοίρα η ιδεοψυχολογική ερμηνεία προελεύσεως και λειτουργίας της. Η κυριαρχία του ορθολογισμού δεν αποβάλλει την θρησκευτικότητα ως κάποια περιττή θρησκοληψία. Ο Durkheim θα παρατηρήσει εναντίον των Compte και Spencer : «μία κοινωνία χωρίς προκαταλήψεις είναι μία κοινωνία νεκρή και αποκλεισμένη στον εαυτό της, είναι ένας οργανισμός χωρίς reflex ένα τέρας που δεν είναι ικανό να ζήσει». Συγχρόνως, όμως, και όλες οι προσπάθειες να ερμηνεύσουν τις θρησκείες μέσω περισυλλογής, ανατάσεως στον μεταφυσικό χώρο, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Μόνον το «επί το αυτό είναι» είναι η πραγματικότητα της καταγωγής της θρησκείας. Στη βάση της κινείται η πρωταρχική δύναμη του συνυπάρχειν.

Η Θρησκεία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μια ψυχολογική εμπειρία, αλλά ως λειτουργία που προέρχεται από τις συνθήκες ζωής μέσα στην κοινωνία. Η διαίρεση σε ιερά και κοσμικά πράγματα, η διχοτόμηση σε δύο κόσμους είναι μεταγενέστερη σ' όλες τις θρησκείες που είναι κοινωνικής προελεύσεως. Το περιεχόμενο της Θρησκείας δεν συλλαμβάνεται ούτε εξαντλείται στην συγκινησιακή ευσέβεια του ατόμου. Αυτό είναι μόνον μία όψη της, ενώ κύρια αποτελείται από μία δέσμη ορισμών, ιδεών, δογμάτων και εντολών-πράξεων εντός ενός συστήματος στο οποίο αναγκαστικώς μετέχουν τα άτομα ως μέλη μιας ιερής παραδειγματικής κοινωνίας, δηλαδή της Εκκλησίας. Γι' αυτό δεν υπάρχει θρησκεία χωρίς ιερό καθίδρυμα, ως τύπο ιδανικής κοινωνικής ζωής. Από την άποψη της Κοινωνιολογίας αυτή είναι η ρεαλιστική επιστημονική θεώρηση της Θρησκείας. Εδώ γίνεται μια ακόμη θετικιστική μονιστική θεωρία επί τη βάσει του πανκοινωνισμού, δηλαδή της κοινωνίας ως της πρωτόγονης μορφής ανθρώπινης υπάρξεως που στερεί τον άνθρωπο της βιώσεως του υπερφυσικού ως διακεκριμένου στοιχείου της συνειδήσεως καθαυτού και της υπαρξιακής καταστάσεως του υποκειμένου προ της «επί το αυτό συνυπάρχειν» εμπειρίας, όλα αυτά, δηλαδή, που ανοίγουν την δυνατότητα στην θρησκευτική έκσταση, στον ιερό χορό και την θρησκευτική μυθολογία, ως αυτόνομο ενέργεια ατομικής αφοσιώσεως και ανατάσεως. Στην φιλοσοφία της Θρησκείας φαίνεται η κοινωνιολογική αυτή θεώρηση της Θρησκείας στις ακραίες κατευθύνσεις της, να περιορίζει την θρησκευτικότητα μόνον στον τοτεμιστικό τρόπο εκφράσεως της και να περιφρονεί ουσιώδεις μορφές λατρείας, εξαγνισμού, δοξολογίας και ευχαριστίας. Η λατρεία των πρωτογόνων δεν περιορίζεται όμως μόνον στο από κοινού γεύμα του ιερού ζώου μια φορά τον χρόνο προς κατάφαση της ωρισμένης ομάδος ( clan ) στην οποία τα άτομα ανήκουν. Το θρησκευτικό καθίδρυμα δεν είναι τοτεμικό στη καταγωγή του, ούτε ένα σύστημα δογμάτων και ηθικών διατάξεων που έχουν ανάγκη ιερής βάσεως για να είναι πλέον σεβαστό από οίκους . Προ αυτών των τοτεμικών στοιχείων «υπάρχει η κοινή αναφορά στο ιερό ως το εντελώς άλλο, το κεχωρισμένο και άγνωστο, που πρέπει να είναι πρωταρχική πηγή του θρησκευτικού φαινομένου και από κοινωνιολογικής απόψεως», όπως παρατηρεί ο Α. Goldeneiser.

Για τη θεωρία άλλωστε αυτή όχι μόνον η Θρησκεία αλλά και όλες οι κατηγορίες της σκέψεως είναι αποτελέσματα της ίδιας κοινωνικής ανάγκης. Χωρίς να εγκαθιδρύονται από την κοινωνία, λέγει ο Ε. Durkheim αποτελούν απ' ευθείας διάφορες όψεις της κοινωνίας. «Το γένος» π.χ. είναι η ονοματοθεσία της ομάδος σε ειδική μορφή. «Ο ρυθμός» είναι η κοινωνική αντίληψη του χρόνου. «Ο χώρος» της κοινωνικής ομάδος είναι η αφηρημένη έννοια του χρόνου. «Η έννοια» της δυνάμεως γενικά είναι η δύναμη της ιδικής μας ομάδος ως μέτρου συγκρίσεως με άλλες ομάδες. Η κατηγορία της «Ολότητος» (ποσοτικά στην αρχή και ποιοτικά κατόπιν) είναι καθαρά κοινωνικής προελεύσεως και εμπειρίας.

Η κοινωνία είναι έτσι πρωταρχική στην γένεση των πάντων εν σχέσει με τα άτομα. Κοινωνία, είναι το εξυψωμένο· πλήθος από τις ίδιες τις βαθύτερες πηγές του συνυπάρχειν. Η ομαδικοσυνειδησιακή ερμηνεία της Θρησκείας επομένως είναι ισοπεδωτική των επί μέρους διακριτικών στοιχείων του βιώματος του παραδόξου στην καθ' ημέρα εμπειρία. Και στην περίπτωση, που θα δεχθούμε ότι αυτή είναι κοινωνιολογικά η στενή θεώρηση τις θρησκείας είναι δύσκολο ν' αποδεχθούμε ότι αποκλειστικά και μόνον το social milieu προσδιορίζεται από την εφαρμογή, των αρχών της Θρησκείας, της κατηγορίας της σκέψεως και τις αρχές της ηθικής.

Η οπτική γωνία της θεωρήσεως της Θρησκείας μόνον από αυτήν του κοινωνικού συνόλου και της ομαδικής ζωής ως πρωταρχικού και μόνο γενετικού της αιτίου είναι πολύ περιωρισμένη, όπως και αυτή της ιδεοψυχολογικής προελεύσεως, που η ίδια κατακρίνει επί μονομέρεια ορθολογιστικών και ψυχολογικών καταχρήσεων και αυθαιρεσιών. Είναι κι αυτή μια άμεση, απλή υπόθεση, που δεν αντέχει στο πολύπλοκο γεγονός της θρησκευτικής εμπειρίας. Καλύπτεται όμως πλήρως από την αυστηρή μεθοδολογία της κοινωνιολογίας, που δεν μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε βιωματικές καταστάσεις, ή εκστασιακές τάσεις ή ενδοσκοπική ατομική ενέργεια και φιλοσοφική αναφορά στην ουσία των πραγμάτων, αλλά μόνον στο φαινόμενο κι αυτό στην αυστηρή αντικειμενικοποίησή του. Επομένως και εδώ κάθε κριτική είναι περιττή και άτοπη για την Κοινωνιολογία εκείνη που θέλει να μείνει πιστή στις αρχές της φαινομενολογικής μόνον αντικειμενικής ερευνάς του θρησκευτικού φαινομένου. Ο Ε. Durkheim πάντως τελικά απέφυγε τον μονισμό της Θεωρίας αυτής και τον πανκοινωνισμό της με την θεωρία του της «κοινωνικοποιήσεως» των ατόμων ως ενός συνεχούς «γίγνεσθαι» ως μέλους μιας ομάδος όπου η ηθική και επομένως και οι θρησκευτικές ιδέες παίζουν πρωταρχικό ρόλο , έτσι ώστε, όπως ήδη παρατηρήθηκε, η κοινωνία και η Θρησκεία είναι σε συνεχή αλληλεπίδραση προς δημιουργία, των προϋποθέσεων κοινωνικοποιήσεως σε συνεχώς ανώτερο βαθμό. Το «συνυπάρχειν» δημιουργεί την Θρησκεία αλλά και η Θρησκεία, είναι η matrix όπου μορφώνεται η κοινωνία.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.