ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

πίσω


Οι «ιστορικές περιπέτειες» των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας

Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών και η περί των χριστιανών αλληλογραφία του Πλινίου μετά του αυτοκράτορος Τραϊανού

Θρήνος για την άλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Ο παπισμός στη Φραγκοκρατού- μενη Ελλάδα

Ο Χριστιανισμός και τα χρόνια που έρχονται

Το ζήτημα της σχέσεως του Ευγενίου Βουλγάρεως προς το Διαφωτισμό και τις αρχές του

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα

Ο Αγιος Κοσμάς και το Εικοσιένα

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θεόκλητου Φαρμακίδη

Τα όρια της Δυτικής Ευρώπης

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδιαθηκική περίοδος και προπαρασκευή

Κωνστανίνος Παλαιολόγος - Πολιορκία και Aλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Τα Πρεσβεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα Ανατολικά Πατριαρχεία

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον

Απόπειραι των Δυτικών προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων από της τουρκικής δουλείας (1453- 1463)

Κολλυβάδες - Αντικολλυβάδες

Η ελληνικότητα της αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης

Η προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό

Η φιλοσοφία από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια

Βίος και Πολιτεία της Οσιομάρτυρος Μητρός ημών Φιλοθέης της Αθηναίας

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Α)

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Β)

Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ

Κριτόβουλος, Ξυγγραφής Ιστοριών Α΄

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους

Τα επαιτικά τάγματα της Δύσης

Οικουμενική κίνηση, ιστορία-θεολογία: Επαφές και δραστηριότητες κατά τον 20° αιώνα

Ο Προτεσταντισμός και ο Ελληνισμός

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η απελευθέρωση των Ελλήνων και ο εσχατολογικός ρόλος της Ρωσίας και της Γαλλίας μέσα στο ερμηνευτικό έργο του Θεοδώρητου Ιωαννίνων ( περ. 1740-1823)

Τα σχέδια των Πανσλαυϊστών εις την Παλαιστίνην

Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Περσία

Το πολιτικόν δέον του Νέου Ελληνισμού

Ζητήματα εφαρμογής των ιερών κανόνων

Κρατική εξουσία και Ισλαμική αφύπνιση

Ο 'Αγιος Νεκτάριος - Σύντομος επισκόπηση του βίου και του έργου του

Το ήθος της εκκλησιαστικής ελευθερίας. Σύγχρονες θεολογικές προσεγγίσεις

Μνεία Δεισιδαιμονιών τινών και μαγικών συνηθειών εις Νομοκανόνας

Σκέψεις τινές περί Εικονομαχίας

Ιστορία και οπλικά συστήματα: η περίπτωση του «υγρού πυρός»

H ομαδικοσυνει-δησιακή γένεση και λειτουργικότητα της Θρησκείας

Προσκυνηματικές περιηγήσεις: Ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες προοπτικές

Ο Λούθηρος περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας - H συνδιάλεξις της Λειψίας (1519)

Οι δύο εξουσίες: Η διαμάχη μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων και οι θεωρίες των βυζαντινών

Βυζάντιο και Ρωσσία

Η συμβολή του Βυζαντινού πνεύματος στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κουλτούρας

Νοσταλγία του Βυζαντίου

Εκκλησιολογική Προσέγγιση των Σχέσεων Επισκόπου και Ιερών Μονών της Επαρχίας του

Ιστορία μεσαιωνικών αιρέσεων καί ιδεολογικά διακυβεύματα

Τα «Υπέρ» και τα «Κατά» της παρουσίας των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών

Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων

Ο Ναός των Ιεροσολύμων μεταξύ Θεσμικού Ιουδαϊσμού και Χριστιανικής Κοινότητας

Αλέξανδρος Δελμούζος: Μία προφητική φωνή από το χώρο της εκπαίδευσης

Διδαχή Γ΄

Η εικόνα μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως και ο κανόνας 82 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου

Η παράδοσις περί του αποστόλου Θωμά

Ο 'Αγιος Κοσμάς τιμάται υπό του Αλή πασά

Σημεία τριβής Μονών καί Επισκόπων

Κατευόδωσις στρατού - Η θρησκευτική προετοιμασία

Η διεύρυνση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών
Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι- σμός και «Χριστιανικός Νότος» στο οικουμενικό προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1960

O Βυζαντινός «ιερός πόλεμος», Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο

Η ιδέα της αποστολικότητος του θρόνου και ο απόστολος Ανδρέας

Ο Ιουστινιανός και οι Μονοφυσίται

Ιεραποστολικοί αγώνες των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου-
Αποτίμηση της προσφοράς τους

Το κήρυγμα της βυζαντινής ιεραποστολής και οι απόστολοι των Σλάβων Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και Μεθόδιος

Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και η πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή κατά τον Ε΄ αιώνα

Ο Ταλαντίου Νεόφυτος ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα των Αθηνών. Θέματα και προβληματισμοί

Η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον της Νικαίας (325)- Ο ρόλος της Αλεξανδρείας και της Ρώμης

Ιστορία και οπλικά συστήματα: η περίπτωση του «υγρού πυρός»

Γεωργίου Τσούτσου, Γεωπολιτική και Υδρόγειος,
τεύχος 1, Φθινόπωρο 2002, σελ. 97-100

 

Με την ονομασίαν Υγρόν Πυρ ή Μηδικόν ή Ελληνικόν Πυρ είναι γνωστή η εκτόξευση φλεγομένων αντικειμένων εναντίον πλοίων στη διάρκεια ναυμαχιών και ιδιαίτερα το 674-678, όταν πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς η Κωνσταντινούπολη από τους 'Aραβες. Στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται η ανακάλυψη του Υγρού Πυρός από τον Καλλίνικο εκ Συρίας το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα. Το όπλο αυτό αναφέρεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκε και στις επόμενες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τους 'Aραβες το 717-718 με επιτυχία.

Οι ιστορικοί πιστεύουν σήμερα ότι ο Καλλίνικος δεν εφεύρε το Υγρόν Πυρ αλλά το τελειοποίησε γιατί ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και ιδιαίτερα τη ρωμαϊκή και ελληνιστική περίοδο.

Οι 'Aραβες γνώριζαν επίσης το Υγρόν Πυρ τουλάχιστον από το 674 σύμφωνα με τις αραβικές πηγές. Η σημασία του Υγρού Πυρός δεν πρέπει να υπερτιμάται γιατί, παρά τη χρήση του, ο βυζαντινός στόλος γνώρισε ήττες από τους 'Aραβες και το αντίστροφο (1).

Οι 'Aραβες ονόμαζαν το Υγρόν Πυρ naft (ελληνικά νάφθα) και, μεταξύ άλλων, αναφέρεται εκτεταμένη χρήση του στις εκστρατείες τους κατά των Ινδιών. Ο όρος naft παραπέμπει εννοιολογικά στο πετρέλαιο και υποπροϊόντα αυτού.

Ο νεωτερισμός του Υγρού Πυρός που αναμφισβήτητα αποτέλεσε σημαντική πρόοδο της ναυτικής τεχνολογίας στη βυζαντινή περίοδο έγκειται στη δυνατότητα να εκτοξεύεται από ειδικές μηχανές (σίφωνες) φλεγόμενα και να μην σβήνει ερχόμενο σε επαφή με το νερό.

Πρέπει να συνδυασθεί με τη γενικότερη εξέλιξη των πλοίων τα οποία παύουν να χρησιμοποιούνται στην εμβόλιση των εχθρικών σκαφών και, κατά τις ναυμαχίες αποτελούν πεδία εκτόξευσης διαφόρων υλικών καθώς και ευφλέκτων υλών.

Στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674-678) παρότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ φρόντισε να εξοπλιστεί ο βυζαντινός στόλος με τα πιο εξελιγμένα μέσα εκτόξευσης Υγρού Πυρός, σημαντικό ρόλο έπαιξε η αποτυχία των Αράβων να απομονώσουν από ξηράς τον ανεφοδιασμό της Βασιλεύουσας. Γίνεται πάντως ιδιαίτερη μνεία στις βυζαντινές πηγές της ψυχολογικής χρήσης του Υγρού Πυρός εφόσον, όπως γνωρίζουμε χρησιμοποιείτο σε ποικίλους τρόπους και παραλλαγές.

Ο συνδυασμός χρήσεως του Υγρού Πυρός και έξυπνων μεθοδεύσεων των Βυζαντινών οδήγησε στη λύση της πολιορκίας των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη το 717-718. Αναμφίβολα στη λύση της πολιορκίας συνέβαλαν διάφοροι λόγοι (αντίξοες συνθήκες, λιποταξία πληρωμάτων κ.α.) οι οποίοι δεν εξετάζονται στο παρόν άρθρο.

Πάντως, η χρήση του Υγρού Πυρός, αυξάνεται σε σπουδαιότητα, όπως είναι φυσικό με την ενίσχυση του Βυζαντινού ναυτικού. Οι θαλάσσιες επικοινωνίες παύουν να είναι ασφαλείς για τους Βυζαντινούς στις αρχές του 7ου αι. οπότε οι Σλάβοι επιδίδονται σε πειρατική δραστηριότητα στο Αιγαίο και, κυρίως, στα μέσα του ίδιου αιώνα όταν οι 'Aραβες κάνουν αισθητή την παρουσία τους με το ναυτικό τους στη Μεσόγειο.

Οι 'Aραβες, όπως είδαμε, απομακρύνθηκαν δύο φορές από την Κωνσταντινούπολη χάρη στην αναβάθμιση του ναυτικού των Βυζαντινών. Η δημιουργία δύο ναυτικών θεμάτων, στην παράκτια περιοχή της Μικράς Ασίας και στο Αιγαίο είναι ενδεικτική αυτής της πολιτικής. Όμως ο στόλος αυτός αναμείχθηκε σε πολιτικές δολοπλοκίες φέρνοντας στον θρόνο ναυάρχους, και επειδή αποτελείτο στην πλειοψηφία του απλό εικονολάτρες, επέσυρε τη δυσμένεια των εικονομάχων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Ισαύρων.

Επειδή η ναυτική αραβική δύναμη διερχόταν περίοδο κάμψης, αποφασίσθηκε η υποβάθμιση της ναυτικής ισχύος του Βυζαντίου με μέτρα όπως η υποβάθμιση των ναυτικών θεμάτων, ο περιορισμός της δύναμης του στόλου κ.α.

Η εκ νέου εμφάνιση της ναυτικής ισχύος των Αράβων τον 9ο αι. η οποία επέτρεψε μεταξύ άλλων την κατάκτηση από τους 'Aραβες της Κρήτης και της Σικελίας και κατέστησε επικίνδυνη τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, οδήγησε τους Βυζαντινούς στην απόφαση να αναδιοργανώσουν το στόλο.

Η απόφαση αυτή, κατά τους ιστορικούς, συνδέεται και με την ταυτόχρονη ήττα του κινήματος της Εικονομαχίας και οδήγησε τους Βυζαντινούς σε επιτυχίες μετά από σκληρούς αγώνες. Όπως γνωρίζουμε, οι Βυζαντινοί απέτρεψαν την κυριαρχία των Αράβων στη θάλασσα, έως ότου το Βυζάντιο εισήλθε σε νέα περίοδο ναυτικής υποβάθμισης τον 11ο αιώνα για λόγους εσωτερικούς και εξωτερικούς οι οποίοι υπερβαίνουν τα όρια της εργασίας αυτής (2). Πάντως, το Υγρόν Πυρ παρέμενε στη συνείδηση των Βυζαντινών σαν ένα ακαταμάχητο όπλο του οποίου τη σύνθεση προσπαθούσαν να αποκρύψουν από τους αντιπάλους τους, γι' αυτό οι βυζαντινές πηγές είναι εξαιρετικά λακωνικές σε αντίθεση με τις αραβικές.

Είναι χαρακτηριστική η ρήση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ ότι τρία πράγματα δεν μπορούσε ένας αυτοκράτορας να δώσει σε ξένο: το στέμμα, το Υγρόν Πυρ και το χέρι μιας πορφυρογέννητης πριγκίπισσας. Εξ όσων γνωρίζουμε ο τρίτος κανόνας παραβιάσθηκε τους επόμενους αιώνες. Όταν, ο Βούλγαρος ηγεμόνας Κρούμος, τον Οκτώβτριο του 812, κατόρθωσε να γίνει κύριος μιας σπουδαίας στρατιωτικής βάσεως των Βυζαντινών της Μεσημβρίας του Ευξείνου, το νέο προκάλεσε κατάπληξη στην Κωνσταντινούπολη. Όπως γράφει ο Θεοφάνης «η περί αλώσεως Μεσημβρίας ήλθεν ημίν ελεεινή φάσις πάντας πτοούσα δια μειζόνων κακών απεκδοχήν » (3). Τα συναισθήματα αυτά επαύξησε η είδηση ότι ο εισβολέας βρήκε στο φρούριο της Μεσημβρίας πολεμικό υλικό, δηλαδή Υγρόν Πυρ και χαλκούς σίφωνες εκτόξευσης αυτού, γιατί το Υγρόν Πυρ και τα εξαρτήματά του φυλάσσονταν εκτός από την Κωνσταντινούπολη, σε σημαντικές ναυτικές βάσεις.

Οι χειροσίφωνες, δηλαδή οι ατομικοί σωλήνες εκτόξευσης Υγρού Πυρός έγιναν πραγματικότητα χάρη στη πρόοδο της τεχνικής και περιγράφονται με κάθε δυνατή προφύλαξη στα Τακτικά του Λέοντος (4): «χρήσασθαι δε και τη άλλη μέθοδω των δια χειρός βαλλομένων μικρών σιφώνων όπισθεν των σιδηρών σκουταρίων παρά των στρατιωτών κρατουμένων, άπερ χειροσίφωνα λέγεται, παρά της ημών βασιλείας άρτι κατασκευασμένα. Ρίψουσι γαρ και αυτά του εσκευασμένου πυρός κατά των προσώπων των πολεμίων». Βλέπουμε λοιπόν ότι οι χειροσίφωνες εκτόξευαν Υγρόν Πυρ « κατά των προσώπων των πολεμίων».

Οι χειροσόφωνες αυτοί ενδεχομένως είναι εφεύρεση του Καλλίνικου και ναυπηγήθηκαν ειδικά πλοία για να χρησιμοποιηθούν κατά την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους 'Aραβες. Όπως γράφει ο Θεοφάνης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ «κατασκεύασε και αυτός διήρεις ευμεγέθεις κακκαβοπύρφορους και δρόμωνας σιφωνοφόρους» (5).

Όπως προαναφέραμε η τελειοποίηση του Υγρού Πυρός έγινε από Βυζαντινούς. Την ελληνική παράδοση ανέπτυξαν όμως και οι 'Aραβες, οι οποίοι επηρεάστηκαν και από την αντίστοιχη Ινδοπερσική ναυτική παράδοση.

Ο Καλλίνικος καταγόταν από την Ηλιούπολη (Baalbeck) του Λιβάνου και κατ' άλλες πηγές από την Ηλιούπολη της Συρίας. Κατά τα τέλη του 7ου αιώνα οι 'Aραβες ήλθαν, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στη Συρία, σε επαφή με την πλούσια ναυτική παράδοση των περιοχών αυτών. Τα ναυπηγεία και οι εξειδικευμένοι τεχνίτες κυρίως της Αλεξάνδρειας συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ναυτικής τεχνογνωσίας των Αράβων.

Η εκτόξευση του Υγρού Πυρός έστω και με πρωτόγονες μεθόδους ήταν γνωστή στην Αλεξάνδρεια από τον 1ο αι. π. Χ.. Δεν είναι λοιπόν περίεργη η αναφορά στις αραβικές πηγές της χρήσης του Υγρού Πυρός και από τους 'Aραβες κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης των ετών 675-678. Ενώ λοιπόν οι 'Aραβες πήραν τη γνώση του Υγρού Πυρός όπως και ο Καλλίνικος από την πλούσια πιθανώς ελληνική παράδοση της Αιγύπτου και της Συρίας, μετά τον 10ο αι. φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί πήραν με τη σειρά τους στοιχεία από τους Φατιμίδες 'Aραβες.

Οι στενές σχέσεις των Φατιμίδων Αράβων με την Κίνα μετά το 969 και τα πρόσφατα ευρήματα στο Κάιρο (τότε Fostat) ενισχύουν την ανωτέρω άποψη. Η κινεζική επιρροή στα αραβοῑσλαμική και ευρωπαϊκή ναυτική τεχνολογία εκτείνεται και πολύ αργότερα το 14ο αιώνα.

Το δυτικοευρωπαϊκό Ναυτικό χρησιμοποιούσε μηχανές εκτόξευσης Υγρού Πυρός από τον 16ο αιώνα (6). Ο τύπος του μπουρλότου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, φαίνεται ότι αποτελεί κινεζική επιρροή στο μεσογειακό χώρο.

Τα αραβικά πλοία που μετάφεραν Υγρόν Πυρ ονομάζονταν « Harraqah » που είναι ο αντίστοιχος όρος των βυζαντινών «πυρφόρος». Υπάρχουν αραβικές πηγές που αναφέρουν την ύπαρξη παρόμοιων πλοίων στην Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό.

Υπάρχουν ακόμη κινέζικες πηγές οι οποίες μαζί με τις αραβικές καταδεικνύουν ότι οι 'Aραβες και οι Κινέζοι δεν χρησιμοποιούσαν σίφωνες στον Ινδικό ωκεανό όπως έπρατταν οι πρώτοι στη Μεσόγειο για την εκτόξευση του Υγρού Πυρός. Χρησιμοποιούσαν καλά σφραγισμένες «χύτρες»όπως ονομάζονται στη βυζαντινή ορολογία, τις όποιες καλούσαν « garura ».

Αναφέραμε προηγουμένως για τη χρήση του Υγρού Πυρός στο δυτικοευρωπαϊκό ναυτικό το οποίο χρησιμοποιούσε χύτρες που έμοιαζαν με τις αραβικές. Το υλικό που έβαζαν μέσα ονομαζόταν barud (μπαρούτι).

Οι χύτρες αυτές που ήταν κατασκευασμένες από πηλό εκτοξεύονταν με τα χέρια ή από μηχανές. Στα Ναυμαχικά του Λέοντος αναφέρεται ότι τις χύτρες τις γέμιζαν με εύφλεκτες ύλες και φίδια. Υπήρχαν επίσης πλοιάρια με εκτοξευτήρες βελών εμποτισμένων με Υγρό Πυρ.

Όσον αφορά στη σύσταση του Υγρού Πυρός δεν αποκαλύπτεται στις βυζαντινές πηγές, ενώ στις αραβικές φαίνεται ότι το κύριο συστατικό του ήταν η νάφθα. Οι διαφορές στον τρόπο παρασκευής του εξηγούν και τις ποικίλες αντιδράσεις του Υγρού Πυρός, το οποίο άλλοτε μετά την εκτόξευσή του συνοδευόταν από δυνατό κρότο άλλοτε από πυκνό καπνό, ενώ κάποτε άφηνε απλώς μια εκτυφλωτική φλόγα.

Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τους τρόπους εκτόξευσης του Υγρού Πυρός, οι οποίοι βασίζονταν σε μηχανισμούς πίεσης ή συστροφής ή στην ξαφνική απελευθέρωση μεγάλων βαρών.

Η τεχνολογία του Υγρού Πυρός δεν έκανε τους Βυζαντινούς να αποκτήσουν ναυτική συνείδηση ισχυρότερη από τη συνείδηση του στρατιώτη που μάχεται στην ξηρά. Όποτε φρόντιζαν να έχουν ισχυρό ναυτικό κατήγαγαν περιφανείς νίκες αλλά γενικά έδιναν μεγαλύτερη σημασία στον στρατό ξηράς. Ο Κεκαυμένος, ένας έμπειρος πολεμιστής του 11 ου αι. ονομάζει το ναυτικό «Δόξα της Ρωμανίας». Όμως η αντιμετώπιση στη θάλασσα βασίζεται επί Βυζαντίου περισσότερο στη φρόνηση και το Υγρόν Πυρ δεν μετέβαλε τον τρόπο αντίληψης του ναυτικού πολέμου.

Τα πλοία αλείφονταν με όξος και καλύπτονταν με δέρματα ποτισμένα με διάφορα υγρά για να προστατευθούν από το Υγρόν Πυρ, ενώ στις αραβικές πηγές μαθαίνουμε για ειδικές στολές κατά του Υγρού Πυρός. Ο Β. Χρηστίδης μας παραθέτει το σχετικό απόσπασμα της διασωθείσης εργασίας του Ibn - al - Mangali : «παίρνεις ένα μέρος καθαρό ταλκ (χημική ουσία της οποίας η σύνθεση περιγράφεται στην Encyclopaedia of Sciences and Technology 18, 1992), ένα μέρος alum Αιγύπτου, ένα μέρος Alum Υεμένης, ένα μέρος αμμωνίας, ένα μέρος πέτρας από το Τουρ και ένα μέρος γύψο. Ανακατεύεις και αφήνεις το μείγμα να μουλιάσει σε ούρα για δέκα μέρες. Μετά προσθέτεις ασπράδι αυγού. Αλείφεις τον μανδύα και περιμένεις να στεγνώσει. Ο πολεμιστής τυλίγεται μ' αυτόν. Βάζεις φωτιά στον μανδύα. Η φωτιά δεν τον διαπερνά. Ο πολεμιστής πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα το πρόσωπό του από τις φλόγες» (7).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ν. Ορφανουδάκης μελέτησε αραβικά χειρόγραφα και κατασκεύασε λειτουργικό χειροσίφωνα (αραβιστί zaraga) σε φυσικό μέγεθος 80Χ8,5 εκ (8). Ο ίδιος παρουσίασε επίδειξη καύσεως αντικειμένου από τον χειροσίφωνα σε ειδική τελετή που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μετά από την εισήγηση των καθηγητών Β. Χρηστίδη και Αικ. Καραπλή.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Rashard Khoury Odetallah, "Sailing Ships of the Mediterranean Sea and the Arabian Gulf ", 63- 65, II. Ed. V. Christides, Athens 2000.

2. Βλ. Σ. Ράνσιμαν, «Βυζαντινός Πολιτισμός», Αθήνα, εκδ. Ερμείας 1978. σελ. 172-174.

3. Chronografia, εκδ. C. Debooz, Α΄ Λειψία 1883, σελ. 370-380.

4. Λέων, Τακτικά, Διάταξη ΙΘ΄, 57, σελ. 1008.

5. Θεοφάνης οπ.π.

6. J. Colin, M. Martin, "Incediary Weapons from the Spanish Armada wreck", "La Trinidad Valencera", "1588", The International Journal of Nautical Archaelogy 23 (1994), 209- 216.

7. V. Christides, "Naval Walfare in the Eastern Mediterranean (6th - 14th cent.)", Greco- Arabica, v. 3, 1984.

8. Βλ. περ. Πόλεμος και Ιστορία, Μάρτιος 2002, σελ. 10-11.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.