ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

Πίσω


Το 'Aγιο Πνεύμα στην Οικουμενική αναζήτηση

"Inter - communio" Ομολογιακή Πιστότης εντός της Οικουμενικής Κινήσεως

Ο Ελληνισμός στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου

Τρία κείμενα για μια απάντηση- Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο

Θεολογικοί άξονες μιας γνήσιας λειτουργικής αναγέννησης

Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων

Η Ιερωσύνη των γυναικών ως θεολογικό και οικουμενικό πρόβλημα

Χριστιανισμός και Ουτοπία

Η πέτρα του Αποστόλου Πέτρου

Συμβατική η γλώσσα της θεολογίας

Η Θεολογία και το συναίσθημα

Έρως Ορθοδοξίας

Ο Θεός στο χώρο των φυσικών επιστημών σήμερα

Θεός και σύγχρονη πραγματικότητα

Ο άνθρωπος κατά την Παλαιά Διαθήκη

Η γνώσις του Θεού κατά την Αγίαν Γραφήν

Η Μυστική Θεολογία

Η Εκκλησία ως χορηγός της σωτηρίας

Η «Πολιτεία του Θεού»

Aνθρωπος και Καίσαρ - Εξουσία

Η ιδιαιτερότητα του ιερού βιβλίου της Αποκάλυψης

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση

Η σύμπτωση και η διάκριση των δύο αποκαλύψεων

Ο θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου

Μία σύντομη θεολογική θεώρηση της θεωρίας της Εξελίξεως

Το κακόν

Η Θρησκευτική κοινωνικοποίησις κατά τον M . Weber

Από το άτομο στο ανθρώπινο πρόσωπο - Η συμβολή της πατερικής σκέψης στην υπέρβαση διλημμάτων της κοινωνικής πολιτικής

Η εσχατολογία στην Ιουδαιοχριστιανική θεολογία

Το πρόβλημα της Θεοδικίας κατά την αρχαίαν ελληνικήν φιλοσοφίαν

Η πτώσις

Οι ανθρωπομορφίτες της αιγυπτιακής ερήμου

Αναψηλάφηση της δίκης του Ιησού και
της (αυτο)καταδίκης του Ιουδαϊκού λαού

 

Το κακόν

Νικόλαου Berdyaev, Θείον και ανθρώπινον, εκδ. Πουρνάρα,
Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 137-151
Μτφρ. Προδρόμου Π. Αντωνιάδου

 

Η οδύνη και το κακόν είναι συνηφασμένα μεταξύ των, χωρίς ασφαλώς το εν να ταυτίζεται με το άλλο. Η οδύνη δεν είναι απαραίτητο να είναι οπωσδήποτε κακή· είναι δυνατόν να σημαίνη τι το καλόν. Η ύπαρξις του κακού αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριον της ζωής του κόσμου τούτου και παρέχει εις την επίσημον θεολογίαν και όλας τας μονιστικάς φιλοσοφίας τεραστίας δυσκολίας.

Η ορθολογιστική λύσις του προβλήματος του κακού είναι τόσον δύσκολος, όσον και η ορθολογιστική λύσις του προβλήματος της ελευθερίας. Είναι ορθή η άποψις και δύναται να συμφωνήση τις, ότι το καλόν αυτόν καθ' εαυτό δεν έχει τι το θετικόν· η απατηλή ενέργειά του συνίσταται εν τούτω, ότι λαμβάνη την μορφή του αγαθού (1). Πάρα ταύτα είναι αληθές, ότι το κακόν όχι μόνον υπάρχει στον κόσμον, αλλά και κατέχει μία κυρίαρχον θέσιν εν αυτώ.

Ό,τι χαρακτηρίζεται τι ως μη ον, συχνά δύναται να έχη μία υπαρξιακήν σημασίαν· το μηδέν έχει μεγάλην υπαρξιακήν σημασίαν, μολονότι δεν δύναται τις να είπη ότι υπάρχει (2). Μία εκ των ερευνών προς επίλυσιν του προβλήματος του δια να έλθη εις συμφωνίαν με την θεοδικίαν, λέγει, ότι το κακόν υφίσταται μόνον εν μέρει, ενώ το όλον περιέχει μόνο το αγαθόν. Η άποψις αύτη είναι του Αυγουστίνου, του Leibniz, και άλλωστε του μεγαλύτερου μέρους των θεοδικιών, διότι παραδέχονται ότι ο Θεός χρησιμοποιεί το κακόν εις την υπηρεσίαν του αγαθού. Αλλά μία τοιαύτη διδασκαλία βασίζεται εις την άρνησιν της απολύτου αξίας του προσώπου και συμφωνεί εκ των προτέρων με την αρχαίαν ηθικήν παρά με την χριστιανικήν, θέτει δε την αισθητικήν άποψιν υπεράνω της ηθικής.

Εν τούτοις, είναι γεγονός, ότι ο εμπειρικός ούτος κόσμος είναι ξένος προς το τελικόν θείον αγαπόν σκοπόν, ο οποίος άλλωστε εις ένα γνωστόν πεπτωκότα κόσμον ουδόλως θα ήτο δυνατόν να υπάρξη. Θα ήτο δυνατόν να είπωμεν, ότι ο τελικός σκοπός υπάρχει εις όλως ιδιαιτέρως θεωρούμενα ομαδικά φαινόμενα, τούτο όμως δεν παριστά ουδένα δεσμόν, ο οποίος εξασφαλίζει την ενότητα εις όλον τον φαινομενικόν κόσμον, διότι δεν συνενώνει εν τω αγαθώ όλα τα άλλα τα φαινόμενα του κόσμου.

Η παραδεδομένη διδασκαλία της θείας Πρόνοιας είναι υποχρεωμένη να αρνήθη το κακόν και την αδικία και διαφεύγει την αμηχανίαν εις την οποίαν ευρίσκεται εκ της θέσεως της υπάρξεως του κακού, επί της οποίας εδράζεται η αμαρτία.

Εις τον ημέτερον αμαρτωλόν κόσμον υπάρχει μία αναπίλυτος σύγκρουσις και αντινομία μεταξύ του ατόμου και του είδους (Gattung). Η ατομική ανθρωπίνη ή ζωϊκή ζωή είναι τελείως ασθενής και συνεχώς απειλουμένη. Αλλ' ουχί ολιγώτερον ασυνήθης είναι και η δημιουργική δύναμις της ζωής του είδους, η οποία δεν παύει να φέρη εις τον κόσμο νέα ζώντα όντα.

Η διδασκαλία η οποία βλέπει το κακόν μόνον εν τω μέρει και αρνείται την ύπαρξιν αυτού εν τη ολότητι, ενδιαφέρεται μόνον δια το είδος και παραμελεί τελείως το άτομον.

Η μεγαλοφυία του είδους είναι πλήρης δόλου και τεχνασμάτων και υποβάλλει εις τον δυστυχή άνθρωπον πάντα δικαιολογημένα επιχειρήματα, τα οποία τον κρατούν εις την δουλείαν.

Ιδού διατί η κοινωνική και ιστορική ζωή βασίζεται επί πολλών ψευδών. Όταν ο άνθρωπος γίνεται παίγνιον των κοινωνικών δυνάμεων, αι οποίαι του απονέμουν εις την ζωήν μίαν ωρισμένην θέσιν, τα ψεύδη ταύτα δύνανται να δημιουργήσουν μίαν αυθυποβολήν.

Το ψεύδος επίσης δύναται ν' αποβή εν μέσον αμύνης της ζωής έναντι των επιθέσεων εις τας οποίας αύτη εκτίθεται.

Το πρόβλημα της αληθείας και του ψεύδους είναι εν ηθικόν θέμα βασικής σημασίας. Δια να αποφύγη ο άνθρωπος το οδυνηρόν πρόβλημα του κακού καταφεύγει εις την ουδετέραν σφαίραν, ελπίζων δια του τρόπου τούτου να αποκρύψη την προδοσίαν έναντι του Θεού.

Αλλ' η ουδετερότης στερείται βάθους, παραμένει εις την επιφάνειαν. Θα ήτο δυνατόν να είπη τις, ότι ο διάβολος είναι ουδέτερος, διότι είναι σφάλμα να πιστεύωμεν, ότι ο διάβολος είναι το αντίθετον του Θεού. Ο αντίθετος πόλος του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός, αλλ' η άλλη του υπόστασις. «Τα ετερώνυμα έλκονται».

Ο διάβολος, ο ηγεμών του κόσμου τούτου, καταφεύγει εις την ουδετερότητα.

Η πίστις εις τους δαίμονας και εις τον διάβολον, έπαιξεν εις την θρησκευτικήν, αλλά και εις ολόκληρον εν γένει την ζωήν, και ιδιαιτέρως εις τον Χριστιανισμόν, σπουδαίον ρόλον. Υπήρξεν ως μία λύσις, ως μία διέξοδος εις το πρόβλημαν του κακού. Αλλ' ο ισχυρισμός ότι ο διάβολος είναι η πηγή του κακού σημαίνει αντικειμενοποίησιν του εσωτερικού δράματος της ανθρωπίνης ψυχής. Ο διάβολος είναι μία υπαρξιακή και ουχί μία αντικειμενική πραγματικότης. Επί πλέον ούτος παραβάλλεται με τας πραγματικότητας του φυσικού κόσμου. Είναι μία πραγματικότης της εσωτερικής εμπειρίας και της οδού την οποίαν διανύει ο άνθρωπος. Εις την κοινωνικήν ζωήν ο άνθρωπος έκανε μεγάλην κατάχρησιν του προσώπου του διαβόλου και υπηρετεί τούτο ως εν τρομερόν φάντασμα, δια να εκφοβίση τους ανθρώπους, και, εφ' όσον επεκτείνει έτι περισσότερον την κυριαρχία του, ολοέν και συνεχώς παραδίδονται εις αυτόν νέα πεδία δράσεως. Κατ' αυτόν τον τρόπον δύναταί τις να δημιουργήση μια θρησκευτικήν τρομοκρατίαν. Μόνον μια πνευματικώς καθαρθείσα θρησκεία είναι εις θέσιν να ελευθερώση τον άνθρωπον εκ των βασανιζόντων αυτόν δαιμόνων. Η περί δαιμόνων διδασκαλία και δαιμονολατρία υπήρξαν οδοί μόνον, τας οποίας έπρεπε να ακολουθήση ο άνθρωπος δια να επιτύχη την είσοδον εις την βασιλείαν του πνεύματος, της ελευθερίας, της αγάπης, να αποκτήση την βασιλείαν του Θεού.

Ο αγών εναντίον του κακού μετατρέπεται ευκόλως το ίδιον εις εν κακόν δια της μεταδόσεως. Είναι γνωστή εις ημάς η σκοτεινή ηθική διαλεκτική της Μανιχαϊστικής διαρχίας. Οι μεγαλύτεροι εχθροί του κακού υποκύπτουν εις αυτό και γίνονται κακοποιοί. Εν τούτω συνίσταται το παράδοξον του αγώνος εναντίον του κακού και των κακών. Οι καλοί δια να νικήσουν το κακόν γίνονται οι ίδιοι κακοί και δεν πιστεύουν εις ουδέν άλλο μέσον καταπολεμήσεως του κακού, ειμή εις αυτό τούτο το κακόν. Τότε συμπεριφέρεται τις προς την αρετήν με περιφρόνησιν και την ευρίσκει αδιάφορον και ανιαράν, ενώ την κακίαν εντυπωσιακήν, ενδιαφέρουσαν και ελκυστικήν.

Οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι περιπλεγμένοι εις τον αγώνα της ζωής, θεωρούν την κακίαν ως ανώτερον προσόν ευφυίας παρά την αρετήν. Το πρόβλημα έγκειται εις την ανικανότητα της πραγματοποίησεως των σκοπών του αγαθού, των καλών προθέσεων.

Πρέπει να συμπεριφέρεται τις προς τον διάβολον με ανθρωπισμόν και καλωσύνην.

Η συμπεριφορά και η σχέσις μας προς τον διάβολον και τον κακόν υπόκειται εις μια ωρισμένην διαλεκτικήν. Κατ' αρχάς ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον του εχθρού και του κακού εν ονόματι του αγαθού, αλλ' ενδέχεται εν τω αγώνι τούτω να καταληφθή εν τέλει και ο ίδιος υπό του κακού. Το ηθικόν πρόβλημα, το οποίον κυριαρχεί περισσότερον παντός άλλου εις την εποχήν μας, συνίσταται εν τούτω· ποίαν στάσιν πρέπει να λάβωμεν έναντι του εχθρού; Συνήθως δεν βλέπει τις εν τω προσώπω του εχθρού τον άνθρωπον και μία ανθρωπιστική στάσις έναντι αυτού αποκλείεται.

Ούτως ο άνθρωπος προσάπτει εις την ευαγγελικήν αλήθειαν την μεγαλυτέραν παρανόησιν και καθιστά εαυτόν ένοχον μεγαλυτέρας πτώσεως αυτής.

Δεν πιστεύω, ότι υπάρχουν ανελέητοι δαιμονικαί φύσεις, τας οποίας καταδυναστεύει η μοίρα (τύχη) της δαιμονικής μανίας, ως επίσης πολύ ολιγώτερον πιστεύω εις την ύπαρξιν διαμονικών λαών. Δεν υπάρχουν ούτε μεταξύ των ανθρώπων ούτε μεταξύ των λαών δαιμονικαί καταστάσεις, δια τούτο δεν επιτρέπεται εκ της απόψεως ταύτης να εκφράσωμεν μια κατηγορηματικήν γνώμην.

Όπως ακριβώς υπάρχει μία διαλεκτική της στάσεως έναντι του εχθρού, η οποία εμποδίζει ν' αποβή τις καοήθης, όταν αγωνίζεται εναντίον ενός κακοήθους αντιπάλου, ούτω υπάρχει και μία διαλεκτική της υποταγής, η οποία μας οδηγεί εις μία παθητικήν στάσιν έναντι του κακού, εις μία προσαρμογήν προς αυτό. Υπάρχει επίσης μία διαλεκτική της ποινής του εγκλήματος, η οποία έχει ως συνέπειαν αυτή αύτη η ποινή να γίνεται έγκλημα.

Οι άνθρωποι αισθάνονται την ακαταμάχητον ανάγκην ενός εξιλαστηρίου θύματος, ενός εχθρού, εις τον οποίον να δύνανται να αποδώσουν την αιτίαν όλων των συμφορών και οφείλει τις να μισή τον εχθρόν· και πρέπει μάλιστα να μισή τις τους Ιουδαίους, τους Βουρβώνους αστούς, τους Ιησουίτας, τους Ιακωβίνους, τους Μασώνους, τους αιρετικούς, τους Μπολσεβίκους, τας διεθνείς μυστικάς συγκεντρώσεις ή Εταιρείας κ.λπ.

Η επανάστασις χρειάζεται πάντοτε έναν αντίπαλον, διότι την συντηρεί το εχθρικός μίσος και αν ακόμη ουδείς εχθρός υπάρχη αύτη εξευρίσκει ένα τοιούτον. Άλλωστε και η αντεπανάστασις δεν πράττει τι το διαφορετικόν.

Όταν ευρεθή το εξιλαστήριον θύμα, τότε ο άνθρωπος ανακουφίζεται. Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή η αντικειμενοποίησις του κακού, αλλά τούτο δεν εμποδίζει το ίδιον το κράτος να καταστή ένοχον εγκλημάτων και να παραδοθή εις το κακόν.

Το κράτος διαπράττει εγκλήματα και κάμνει το κακόν κατά μία έκφρασιν του Nietzsche ως «ψυχρόν θηρίον» με έναν τρόπο ψύχραιμον και αφηρημένον. Το κράτος ως προστάτης του δικαίου καθίσταται φύλαξ του αγαθού, αλλά συγχρόνως δημιουργεί εν αυτώ εν ίδιον κακόν.

Η αθέμιτος χαρά, η οποία παρασκευάζει το θέαμα επιβεβλημένων θηριωδιών και η ομαδική ικανοποίησις αφυπνίζονται και ευρίσκουν πραγματοποίησιν κατά την απονομήν του δικαίου εις τας τιμωρίας και τας ποινάς.

Αι σχέσεις μεταξύ του αγαθού και του κακού ουδόλως είναι απλαί· υπόκεινται εις μίαν περίπλοκον υπαρξιακήν διαλεκτικήν. Το αγαθόν δύναται να εκφυλισθή εις κακόν, όπως επίσης και το κακόν δύναται να μεταβληθή εις αγαθόν. Ήδη η διάκρισις μεταξύ αγαθού και κακού υπήρξεν εις οδυνηρός διχασμός και υπηγορεύθη εις το κράτος δια της εισδοχής της προπατορικής αμαρτίας (3).

Το να ίδωμεν την αμαρτίαν ως εν έγκλημα, το οποίον αντιτίθεται εις το θέλημα του Θεού και γίνεται αντικείμενον μιας δικαστικής διαδικασίας, τούτο είναι μία θεώρησις δουλική.

Δια μέσου μιας στροφής προς τα έσω δύναται τις να υπερνίκηση την δουλικήν ταύτην αντίληψιν.

Η αμαρτία είναι η συνέπεια μιας διαιρέσεως, ενός διχασμού, μιας μειώσεως, μιας ατελείας, μιας υποδουλώσεως, το προϊόν του μίσους, ουχί όμως μιας ανυπακοής έναντι του θελήματος του Θεού, μιας ενσυνειδήτου προσβολής του θελήματος τούτου.

Μία οντολογία του κακού είναι αδύνατος και ανέφικτος, δια τούτο και η ιδέα περί της αιωνίου κολάσεως είναι ακατανόητος, μοχθηρά και κακόβουλος.

Το κακόν είναι μόνον οδός, δοκιμασία, ρήγμα.

Η προπατορική αμαρτία είναι μία δοκιμασία (πρόβα) της ελευθερίας. Ο άνθρωπος οδεύει προς το φως δια μέσου του σκότους. Τούτο το ησθάνθη βαθύτερον παντός άλλου ο Dostoyevsky.

Το κακόν ερμηνεύεται, ως επί το πλείστον, ως μία συνέπεια της ελευθερίας.

Αλλ' η ελευθερία είναι εν μυστήριον το οποίον στερείται παντός ορθολογισμού.

Η παραδεδομένη περί της ελευθερίας της βουλήσεως θεωρία είναι μία στατική θεωρία και ακατάλληλος ν' αποκάλυψη τον πέπλον του μυστηρίου της εμφανίσεως του κακού.

Δεν είναι δυνατόν να εννοήση τις, πως η εντελώς αγαθή φύσις του ανθρώπου και αύτη αυτή η φύσις του διαβόλου, πως η παραδεισιακή ζωή εις την οποίαν το δημιούργημα χάρις εις την ελευθερίαν, ως το χαρακτηριστικώτερον σημείον της ομοιώσεως του ανθρώπου προς τον Θεόν, ωδηγήθη εις την λάμψιν του θείου φωτός. Είναι αδιανόητον λέγω πως πάντα ταύτα θα ηδύναντο να προκαλέσουν το κακόν και την επί του εδάφους του κακού ευρισκομένην και την κόλασιν προδιαγράφουσαν ζωήν του ανθρώπου και του κόσμου.

Πρέπει να αποδεχθώμεν την ύπαρξιν μιας μη δημιουργηθείσης ελευθερίας, η οποία προϋπήρχε του όντος, μιας ελευθερίας αλόγου. Υπό του Jacob Boehme και υπό μίαν διάφορον έννοιαν, η ελευθερία αύτη χαρακτηρίζεται ως ανήκουσα εις την σφαίραν του όντος «Urgrund» ήτοι εις την προοντολογικήν άβυσσον.

Η αποδοχή μιας τοιαύτης προ του όντος της δημιουργίας και του κόσμου υπαρχούσης ελευθερίας, θέτει τον άνθρωπον προ του προβλήματος της συνεχιζόμενης δημιουργίας, η οποία δημιουργεί εξ αυτού τούτου του κακού μίαν οδόν, μίαν σκληράν εμπειρίαν, αλλ' ουδεμίαν οντολογικήν αρχήν, εις την οποίαν να είναι αποτυπωμένη η σφραγίς της αιωνίου κολάσεως.

Η ελευθερία πρέπει να νοηθή ως δυναμική αρχή, τούτο δε είναι μία διαλεκτική διαδικασία. Η ελευθερία παρουσιάζει αντιθέσεις και μορφάς διαφόρων εκδηλώσεων αύτη υπόκειται εις ωρισμένους νόμους.

Το κακόν θέτει το εσχατολογικόν πρόβλημα, το οποίον μόνον εσχατολογικώς είναι δυνατόν να υπερβληθή.

Ο αγών εναντίον του κακού είναι ανάγκη και πρέπει τούτο εν τέλει να νικηθή.

Αλλά συγχρόνως η εμπειρία του κακού υπήρξεν όχι μόνον μία οδός της καθόδου, αλλά και της ανόδου και μάλιστα ουχί κατ' ευθείαν και αμέσως μέσω του κακού καθ' εαυτό, αλλά χάρις εις την πνευματικήν δύναμιν, η οποία αφύπνισε την προκληθείσαν αντίθεσιν και χάρις εις την υποβληθείσαν δοκιμασίαν μέσω της οποίας το κακόν εύρεν αφορμήν και πηγήν.

Το κακόν στερείται πάσης εννοίας και όμως κατέχει μίαν υψηλήν σημασίαν όπως και η ελευθερία - μολονότι αύτη αντιτίθεται εις την αναγκαιότητα και την δουλείαν - δύναται δε να εκφυλισθή εις αναγκαιότητα και δουλείαν και να κατάληξη εις το αντίθετον αυτής, ήτοι να μετατραπή εις δουλείαν.

Ο άνθρωπος οφείλει να δημιουργή και να αντλή δυνάμεις δια μέσου της δοκιμασίας όλων των δυνατοτήτων του και δια μέσου της εμπειρίας της γνώσεως του καλού και του κακού.

Αυτό τούτο το κακόν, εξ επόψεως διαλεκτικής, είναι δυνατόν να γίνη μία στιγμή του αγαθού.

Το κακόν πρέπει να υπερβληθή επί της ενδοκοσμίου οδού, πρέπει να υποταχθή εις τον κόσμον τούτον.

Ό,τι ο Hegel ονομάζει «Auf hebung», «εξύψωσιν», έγκειται εν τούτω, ότι το θετικόν εις νέαν φάσιν του εμφανίζεται ως συνέπεια του αρνητικού. Ούτω, είναι δυνατόν εξ επόψεως διαλεκτικής, αυτός ούτος ο αθεϊσμός να γίνη εις παράγων, ο οποίος να οδήγηση εις την γνώσιν του Θεού. Τούτο είναι πάντως το πεπρωμένον του ανθρώπου, ότι πρέπει να διέλθη δια μέσου των φάσεων του αθεϊσμού, κομμουνισμού κ.λ. πριν ή ούτος, εν τη κατοχή της εγκόσμιου εμπειρίας την οποίαν έχει αποκτήσει δια μέσου μιας σειράς νικών, προχώρηση και κερδίση το έδαφος του φωτός.

Οι «κακοί» δεν επιτρέπεται να εξοντωθούν, οφείλουν να φωτισθούν και να καθαρισθούν. Το κακόν μόνον έσωθεν είναι δυνατόν να καταστραφή και ουχί δια μέσου εξωτερικών μέτρων αμύνης και εξουθενώσεως.

Εκείνο το οποίον δεν εμποδίζει τας εμφανίσεις του κακού, αι οποίαι απειλούν την ζωήν, είναι το να θέσωμεν εξωτερικούς φραγμούς. Πρέπει να αναλάβη τις εναντίον του κακού ένα αγώνα πνευματικόν άμα τε και κοινωνικόν.

Εις τας συνθήκας του ημετέρου κόσμου, ο κοινωνικός άγων δεν δύναται να επιτευχθή άνευ της συνδρομής της δυνάμεως. Αλλ' ο πνευματικός αγών δικαιούται ν' αποβλέπη μόνον εις την εσωτερικήν μεταμόρφωσιν και αναγέννησιν.

Η εμπειρία την οποίαν αποκτά τις εκ του κακού, εις το οποίον υπέπεσεν, δεν είναι καθ' εαυτό μία πηγή πλούτου γνώσεων μόνον το θετικόν πλουτίζει τας γνώσεις, η λαμπρά πνευματική δύναμις, η οποία αποκαλύπτεται και στερεούται κατά τον αγώνα εναντίον του κακού.

Το φως προϋποθέτει το σκότος, το αγαθόν το κακόν και η δημιουργική δύναμις όχι μόνον τούτο «αλλά και το άλλο». Τούτο κατενόησε ο Hegel και o J. Boehme πολύ καλώς περισσότερον πολλών άλλων. Το κακόν κυριαρχεί εις τον κόσμον, αλλ' η τελευταία λέξις δεν ανήκει εις αυτό.

Το κακόν δύναται να είναι μία διαλεκτική στιγμή της εξελίξεως της δημιουργίας, τούτο όμως συμβαίνει μόνον διότι είναι εν μέσον δια να καταστή δυνατή η αποκάλυψις του αντιθέτου του, ήτοι του αγαθού.

Όσον αφορά εις την περί κολάσεως αντίληψιν και τους βασανισμούς, ταύτα θα ηδύνατο να συμβάλλουν μόνον εις την διαιώνισιν του κακού και την εκδήλωσιν λιποψυχίας έναντι του κακού.

Το κακόν προϋποθέτει την ελευθερίαν. Δεν υπάρχει ελευθερία άνευ της ελευθερίας προς το κακόν, διότι άνευ αυτής το αγαθόν μόνον βιαίως δύναται να επικράτηση. Αλλά το κακόν κατευθύνεται εναντίον της ελευθερίας, την οποίαν θέλει να καταστρέψη δια να επικράτηση η δουλεία. Κατά τον Κ ierkegaard η αμαρτία διαμορφώνει τον άνθρωπον εις «εγώ». Ο ουρανός γνώριζει μόνον εκείνον, ο οποίος εβυθίσθη εις την κόλασιν και ίσταται πλησιέστερον εις εκείνον, ο οποίος παρέμεινε πολύ μακράν του Θεού.

Κατά τον Κierkegaard η προπατορική αμαρτία υπάρχει εις την τεκνοποίησιν.

Ο Β aader είπεν, ότι η ζωή γεννάται εν οδύναις και βλέπει το φως της ημέρας αφού προηγουμένως κατήλθεν εις την κόλασιν. Ο κόσμος του σκότους και ο κόσμος του φωτός διαχωρίζονται μεταξύ των δι' ωρισμένων ορίων, τα οποία εν μια λάμψει καταστρέφονται. Το κακόν κατ' αρχάς υποτάσσεται και πραγματεύεται με ημάς ως δούλος προς κύριον, κατόπιν ως προς συνεργάτην του και εις το τέλος κατορθώνει να μας εξουσιάζη εις τρόπον, ώστε να μας αναγκάζη να το αναγνωρίσωμεν ημείς οι ίδιοι ως κύριον ημών.

Τούτο αποτελεί δυναμικάς αντιλήψεις, αι οποίαι έχουν ως προϋπόθεσιν την αντίθεσιν και εισάγουν την διαδικασίαν εκείνην, η οποία γεννάται εκ της αντιθέσεως ταύτης. Το κακόν, το οποίον ανήκει εις την φύσιν του ανθρώπου γεννάται εκ δύο αντιθέτων πηγών.

Οτέ μεν αναδύεται εκ του κενού το οποίον υπάρχει εις την ψυχήν, ότε δε απορρίπτει την έμμονον ιδέαν, γενόμενον πάθος, και πάντα τα υπόλοιπα και εκφυλίζεται εις κακόν.

Τούτο συμβαίνει π.χ. εις την υπερηφάνειαν, την πλεονεξίαν, τον φθόνον και το μίσος.

Το πάθος, δίχως να είναι καθ' εαυτό κακόν, εκφυλίζεται ευκόλως εις κακόν, εφ' όσον προσελκύει προς αυτό την απώλειαν της εσωτερικής ελευθερίας.

Το πάθος του θανάτου κείται επίσης εις την περιοχήν του δυνατού (4) . Ο άνθρωπος, ο όποιος έχει ήδη μίαν ηθικήν και θρησκευτικήν συνείδησιν, - το πρώτον έγκλημα του πολύ δυσκόλως το ομολογεί. Αλλ' εν έγκλημα προκαλεί ευκόλως εν νέον έγκλημα και ο άνθρωπος βυθίζεται εν τέλει εις την μαγικήν ατμόσφαιραν του εγκλήματος. Τούτο περιέγραψε θαυμάσια ο Σαίξπηρ εις τον Μάκβεθ. Είναι δύσκολον να εισέλθωμεν εις την οδόν του τρόμου, όταν όμως εισέλθη τις μίαν φοράν εν αυτή, τότε δεν υπάρχει ψυχική γαλήνη και τίποτε και ουδείς δύναται να συγκράτηση τον τρόμον. Το κακόν προκύπτει προ πάντων εκ της απωλείας της ακεραιότητος, του ρήγματος προς τα πνευματικά μέσα και εκ του σχηματισμού αυτονόμων κέντρων, τα οποία τείνουν εις μίαν ανεξάρτητον ζωήν. Το αγαθόν εν τω ανθρώπω μαρτυρεί μίαν ακεραιότητα, μίαν εσωτερικήν ενότητα και μίαν υποταγήν της ψυχικής και σωματικής ζωής εις μίαν πνευματικήν αρχήν. Εφ' όσον βέβαια παραμένει, τις ελεύθερος εις την αποφατικήν περί Θεού άντίληψιν. Το κακόν είναι τι το εντεύθεν και δεν δύναται να μεταπήδηση εις το εκείθεν.

Η ιδέα της κολάσεως απέχει πολύ από του να πραγματοποίηση μίαν νίκην κατά του κακού. Το μόνον εις το οποίον συντελεί είναι εις το να διατηρή και να διαιωνίζη το κακόν. Επίσης η θεωρία της αισιοδοξίας (Optimismus) και της απαισιοδοξίας (Ρ essimismus) λαμβάνουν προ του προβλήματος του κακού εσφαλμένην στάσιν. Πρέπει να είναι τις αισιόδοξος αφ' ενός, εν τη εννοία ότι ενδίδει εις το κακόν και αποδέχεται την ύπαρξιν αυτού εις τον υπό των ηγεμόνων του κακού κυβερνώμενον φαινομενικόν τούτον κόσμον και αισιόδοξος αφ' ετέρου, εφ' όσον αρνείται την δυνατότητα του κακού εις τον επέκεινα του κόσμου τούτου κείμενον «άλλον» κόσμον.

Η συγκεκριμένη γνώσις της ζωής και αι αρχαί αυτής αποτελούν μίαν πολύ πικράν πείραν. Αι πολιτικαί και θρησκευτικαί επαναστάσεις αποτελούν απλώς μόνον συμβολικάς απόπειρας προς επιτυχίαν μιας καλυτέρας ζωής, διότι εις την πραγματικότητα δεν οδηγούν ούτε προς μίαν καλυτέραν ζωήν ούτε προς τον νέον άνθρωπον. Δεν δύνανται να παρεμποδίσουν την εκδήλωσιν των κατωτέρων ορμών της ζωής των ανθρώπων, των εμφανιζομένων υπό το πρόσχημα θρησκευτικών, εθνικών, πολιτικών, και ιδεολογικών αιτιών ή δι' άλλων ενδιαφερόντων της κοινωνικής τάξεως. Ο μαζικός ενθουσιασμός οδηγεί ευκόλως εις οργανώσεις ως της Γκεστάπο (5) ή της Τσέκα (6).

Η ζωή του ανθρώπου εντός των κόλπων του πολιτισμού έχει μίαν ασυγκράτητον τάσιν προς την αποσύνθεσιν, τον εκφυλισμόν, την παρακμήν και το κενόν. Τότε νοσταλγεί τις την σωτηρίαν την οποίαν θέλει να απόκτηση δια μέσου της επιστροφής εις την φύσιν, δια μέσου της ζωής, εις την ύπαιθρον, δια της εργασίας, της ασκήσεως και δια του μοναχισμού. Όταν οι άνθρωποι μετανοήσουν πως, τότε βλέπομεν με κατάπληξιν ότι η μετάνοια των δεν έχει σχέσιν με εκείνο το οποίον πράγματι απαιτεί μετάνοιαν. Ο Τ orquemada δεν μετενόησε δια τα αμαρτήματα, τα οποία διέπραξεν ως ιεροεξεταστής· επίστευεν ακραδάντως ότι δια της ιεράς εξετάσεως υπηρετεί τον Θεόν.

Οι χριστιανοί επιδιώκουν την μεταμόρφωσιν και την λαμπρότητα της φύσεως των, ως και την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Αι θρησκευτικαί ιδεολογίαι και αι περί πίστεως αντιλήψεις γίνονται αντικείμενον νέου μίσους και νέας εχθρότητος.

Η θρησκεία της αγάπης και η θρησκεία της συγγνώμης συμβάλλουν επίσης εις την συγκάλυψιν του αγώνος προς επιβολήν της δυνάμεως. Τα κράτη και αι κοινωνίαι είναι πάντοτε επιθετικά, το δε ανθρώπινον πρόσωπον είναι πάντοτε υποχρεωμένον να υπερασπίζεται εαυτό εξ αυτών. Η αγάπη της γυναικός είναι δυνατόν να ασκήση μίαν σωτηριώδη και ενθαρρυντικήν ενέργειαν ως εις «το πλοίον φάντασμα», ως εις την περίπτωσιν του Sallweg εις το «peer gynt» ή εις τ o ν Jouhandot εις τήν «Βερονίκην». Η γυνή εις το έργον τούτο εμφανίζεται ως εικών της Παναγίας Παρθένου. Αλλά πολύ συχνά η αγάπη της γυναικός γίνεται αφορμή καταστροφής. Αι αιματηραί εξιλαστήριοι θυσίαι οφείλουν να έχουν μίαν εξιλαστήριον έννοιαν, δίχως να αποβαίνουν εκδήλωσις της ανθρωπίνης θηριωδίας και αιμοβορίας.

Υπάρχουν και εις τας ημέρας μας ακόμη αιματηραί ανθρωποθυσίαι εν ονόματι ιδεών και θρησκευτικών αντιλήψεων, αι οποίαι θεωρούνται εξαίρετοι.

Ολόκληρος η πικρά αύτη γνώσις περί της ζωής δεν είναι η τελευταία γνώσις, διότι ουδεμία γνώσις περί των εσχάτων πραγμάτων υπάρχει. Όπισθεν του σκότους εις το οποίον είναι βυθισμένος ο άνθρωπος και ο κόσμος, λάμπει εν φως και το φως τούτο ενίοτε είναι τόσον ισχυρόν, ώστε μας τυφλώνει.

Ο άνθρωπος πρέπει να ιδή το κακόν κατά πρόσωπον δίχως να παραδοθή εις οιανδήποτε φαντασίωσιν· αλλ' ουδέποτε επιτρέπεται να αφήση τις εαυτόν να αφανισθή υπό του κακού.

Η αλήθεια ευρίσκεται μακράν του Πεσσιμισμού (7) και του Οπτιμισμού (8). Η μωρία του κόσμου δεν σημαίνει ότι ο κόσμος στερείται νοήματος· διότι το γεγονός ότι ομιλούμεν περί αυτού σημαίνει ήδη ότι το νόημα υπάρχει

Το εν τω κόσμω κακόν προϋποθέτει την ύπαρξιν του Θεού, διότι άνευ του κακού η ύπαρξις του Θεού δεν θα ήτο δυνατόν να γίνη αποδεκτή. Η ευγένεια, η αξιοπρέπεια, αυτό το οποίον εγώ ονομάζω αριστοκρατικόν ήθος απαιτούν από τον άνθρωπον ν' αναγνωρίζη τα σφάλματα του. Εντός του βάθους της η συνείδησις, η οποία δεν είναι συχνά αρκετά άγρυπνος, καταπιέζεται πάντοτε ν' αναγνωρίζη τα σφάλματα της.

Πρέπει τις να επιρρίπτη εις την ιδικήν του συνείδησιν όσον είναι δυνατόν περισσότερα σφάλματα και εις την συνείδησιν των άλλων όσον είναι δυνατόν ολιγώτερα.

Αριστοκράτης δεν είναι εκείνος, ο οποίος διαδηλώνει υπερηφάνως ότι είναι πρώτος και κατέχει προνόμια και θέλει να διατηρή σταθερώς την θέσιν του, αλλ' εκείνος ακριβώς ο οποίος έχει την συναίσθησιν της ενοχής και της αμαρτίας, πράγμα το οποίον αποτελεί και την συνείδησιν της υπεροχής και της προνομιούχου θέσεως του.

Είναι το μόνον εύκολον να απορρίψωμεν την εκδικητικήν συναισθηματικήν κατάστασιν των οινομανών και εκείνων οι οποίοι εξέπεσαν εις την κατωτέραν κοινωνικήν τάξιν, ως αδικαιολογήτως έπραξεν ο Μax Scheler, ο οποίος είδε τον Χριστιανισμόν υπό την προοπτικήν του Νietzsche και ενεφάνισεν ένα Χριστιανισμόν με την απόχρωσιν του Νietzsche (9).

Η εκδικητική συναισθηματική κατάστασις, η οποία περικλείει ένα μεγάλον βαθμόν φθόνου είναι ασφαλώς εν συναίσθημα άνευ ευγενείας, αλλά συχνά ημπορεί να είναι δικαιολογημένον.

Δεν δικαιολογείται όμως το μίσος παρ' εκείνων, οι οποίοι υποδεικνύουν την καταδίκην του μίσους των καταδυναστευομένων. Η πλέον βαθειά συνείδησις δεν είναι η συνείδησις της ενοχής, η οποία δεν δύναται να υπερβή τα όρια της ψυχολογίας και της ηθικής σφαίρας, αλλ' η μεταφυσική συνείδησις της θέσεως του ανθρώπου εν τω κόσμω· μιας θέσεως της οποίας χαρακτηριστικόν είναι η αντίθεσις μεταξύ της προς το αιώνιον τάσεως του ανθρώπου και της υπό όρους εξαρτήσεως μιας εντός στενών ορίων περιορισμένης θνητής υπάρξεως.

Εν τούτω ευρίσκεται η αιτία της ανθρωπινής πτώσεως και τούτο αποτελεί την πηγήν, εκ της οποίας ο άνθρωπος αντλεί την ύλην προς δημιουργίαν εσφαλμένων και απατηλών κόσμων, εφ' όσον αφήνει ελεύθερα και αδέσμευτα τα μη εξευγενισθέντα πάθη του. Ο άνθρωπος δυσκόλως συνηθίζει εις την ιδέαν ότι είναι εν ον θνητόν και ότι όλα τα πράγματα τα οποία τον περιβάλλουν είναι επίσης θνητά.

Ως εκ τούτου το πρόβλημα του κακού είναι προ παντός το πρόβλημα του θανάτου.

Ο θρίαμβος εναντίον του κακού αποτελεί νίκην κατά του θανάτου. Το κακόν είναι ο θάνατος, η νίκη κατά του κακού είναι η ανάστασις της ζωής, είναι η γέννησις εις μίαν νέαν ζωήν.

Ο φόνος, η εκδίκησις, το μίσος, η προδοσία, η ακολασία και η υποδούλωσις, πάντα ταύτα είναι θάνατος. Η νίκη του Θεανθρώπου κατά του ασπόνδου εχθρού του θανάτου είναι μία νίκη κατά του κακού. Είναι η νίκη της αγάπης, της ελευθερίας, της δημιουργικής δυνάμεως κατά του μίσους της δουλείας και της οκνηρίας, η νίκη του προσώπου εναντίον του απρόσωπου.

Εντός του θανάτου, του ασπόνδου τούτου εχθρού του ανθρώπου, ενοικεί μία θετική έννοια.

Η τραγική συνείδησις του θανάτου είναι συνδεδεμένη με την ελέγχουσαν συνείδησιν του προσώπου και του προσωπικού πεπρωμένου. Δια την ζωήν του είδους ο θάνατος δεν έχει τι το τραγικόν. Διότι η ζωή αυτή ανανεούται συνεχώς, συνεχίζει άνευ στασιμότητος ή απραξίας και ευρίσκει πάντοτε την ισορροπίαν της. Ο θάνατος συναντάται προ παντός εις τους τελειότερους και πλέον ισχυρούς ατομικούς οργανισμούς. Το αυστηρόν προσωπικόν αίσθημα συμφωνεί με την ευαίσθητον συνείδησιν του κακού.

Το θετικόν νόημα του θανάτου, ως αναπόφευκτον γεγονός της ζωής ενός εκάστου ανθρώπου, έγκειται εν τούτω, ότι δεικνύει ότι ο άνθρωπος εντός των ορίων της ζωής ταύτης και του κόσμου τούτου είναι αδύνατον να επιλύση τα μεταφυσικά προβλήματα της ζωής και να κατάληξη εις το πλήρωμα, εις την τελειότητα (10).

Το εν τω θανάτω κακόν ευρίσκεται μεταξύ ορίων, παρουσιάζει μίαν εκ των οδών, αι οποίαι οδηγούν εις την αιωνιότητα. Μία ζωή ατελεύτητος υπό τας συνθήκας της περιωρισμένης και εγκεκλεισμένης υπάρξεως μας, θα ήτο εν πραγματικόν εφιαλτικόν όνειρον.

Η διέλευσις δια μέσου του θανάτου υπό την προοπτικήν του προσωπικού μας πεπρωμένου και της προσωπικής μας αθανασίας είναι μία αναγκαιότης, όπως και το τέλος του κόσμου είναι μία αναγκαιότης προς εκπλήρωσιν του αιωνίου πεπρωμένου του. Αι αντιθέσεις και τα προβλήματα τα οποία προβάλλονται δια μέσου της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν εις τον «αιώνα» τούτον, πράγμα το οποίον καθίστα απαραίτητον την μετάβασιν εις τον άλλον «αιώνα». Τούτο εξηγεί την δυνατότητα όχι μόνον της προ του θανάτου αγωνίας, αλλά και την δυνατότητα της υπό του θανάτου ασκούμενης γοητείας. Η σκέψις του θανάτου αποτελεί πάντοτε δια τον άνθρωπον μίαν παρηγορίαν, όταν μάλιστα αι αντινομίαι της ζωής γίνωνται ανεπίλυτοι και συμπυκνούνται πέριξ αυτού τα σύννεφα του κακού.

Ο Freud δεν έβλεπεν εις το ένστικτον του θανάτου εν ένστικτον ανωτέρας τάξεως, ως είναι το σεξουαλικόν ένστικτον, αλλά το μοναδικόν κτήμα του ανθρώπου (11).

Ο Η eidegger επίσης έπρεπε να αποδεχθή, ότι ο θάνατος ίσταται υψηλότερον της καθημερινότητος και πλαδαρότητος της τετριμμένης ζωής (12) και της εις το Dan "man" (13) βυθισμένης υπάρξεως (Dasein).

Η τελευταία λέξις της φιλοσοφίας του έχει σχέσιν με τον θάνατον. Είναι ενδιαφέρον να επεξηγήσωμεν εν προκειμένω, ότι το γερμανικόν πνεύμα αισθάνεται γοητείαν εκ του θανάτου, εκ της νίκης και του θανάτου.

Η μουσική του Wagner είναι εμποτισμένη υπό του πάθους της νίκης και του θανάτου. Ο Νietzsche ορθώς εκήρυττε την βούλησιν της δυνάμεως και ύμνησε την εκστατικήν χαράν της ζωής.

Αλλ' αι τελευταίαι λέξεις του, τας οποίας του υπηγόρευσε το τραγικόν και αμφίβολον αίσθημα της ζωής, ηκούσθησαν με φωνήν στεντορείαν: «amor fati» (αγάπη του πεπρωμένου).

Το γερμανικόν πνεύμα κατέχει εν βάθος· αλλ' εκείνο το οποίον του λείπει είναι αι δυνάμεις της αναγεννήσεως και της αναστάσεως. Αι δυνάμεις αύται διαβιούν εις το ρωσικόν πνεύμα και ο Ν. Federov υπήρξεν η υψηλοτάτη έκφρασις των δυνάμεων αυτών της αναστάσεως. Δεν είναι τυχαίον, το ότι η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού είναι η μεγαλύτερα εορτή της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ούτε ο θάνατος ούτε και η γέννησις είναι φορείς της νίκης κατά του κακού, της ζωής ταύτης και του κόσμου τούτου. Φορείς είναι προ παντός η Ανάστασις. Η εμπειρία του εν τω κόσμω επικρατούντος κακού είναι μία εμπειρία οδηγούσα εις αποτυχίας και ναυάγια, αλλ' αι δημιουργικαί δυνάμεις της Αναστάσεως θριαμβεύουν κατά του κακού και του θανάτου. Η στάσις της χριστιανικής ηθικής έναντι του κακού και των κακοποιών είναι δυνατόν μόνον παράδοξος να είναι. Εν τω Χριστώ τω Θεανθρώπω και εν τη ενεργεία της «θεανθρωπότητος» προετοιμάζεται η μεταμόρφωσις ολοκλήρου του κόσμου.

Το κακόν και η μετ' αυτού σχετιζόμενη ελευθερία δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντικείμενον μιας οντολογικής στατικής αντιλήψεως· ταύτα αφήνουν να νοηθούν μόνον δυναμικώς εις τας εκδηλώσεις μιας πνευματικής και υπαρξιακής εμπειρίας.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης, ο Αυγουστίνος και άλλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας θεωρούν το κακόν ως μη ον.

2. Εις την «δημιουργικήν εξέλιξιν» o Bergson αρνείται την ύπαρξη του μη όντος, του μηδενός αλλά τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. Ο Heidegger και ο Sartre αποδίδουν εις το μηδέν μίαν σημασίαν αρκετά μεγάλην.

3. Βλέπε το βιβλίον μου: «Ο προορισμός του ανθρώπου».

4.Ο Ribot ορίζει το πάθος ως μίαν διαρκή και διανενοημένην ψυχικήν αναταραχήν. Πρέπει να τονισθή ότι η ψυχική αναταραχή εν καθαρή απομεμονωμένη καταστάσει δεν υπάρχει, διότι αύτη καταλαμβάνει όλον τον άνθρωπον ακόμη και τον διεσπασμένον και διχασμένον και αυτή αύτη μόνον, η παράλογος, η αλόγιστος κατάστασις του ανθρώπου περικλείει εν νοητικόν στοιχείον.

5. (Σ.τ.Μ.). Gestapo είναι συντομογραφία της Geheime Staats Polizei (Κρατική Μυστική Αστυνομία). Πρόκειται περί της πολιτικής αστυνομίας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, η οποία από το 1933 κατέστη αστυνομία του Γ' Ράϊχ και της οποίας η δράσις διαρκούντος του Β' Παγκοσμίου πολέμου) επεξετάθη εις όλας τας υπό των Γερμανών κατεχομένας χώρας.

6. (Σ.τ.Μ.) Τσέκα. Η πρώτη πολιτική αστυνομία του σοβιετικού καθεστώτος, ιδρυθείσα υπό του Β' συνεδρίου των Σοβιέτ προτάσει του Λένιν την 20 Σεπτ. 1917 με πρώτον αρχηγόν τον Τζερντζίνσκι. Η Τσέκα αντικατέστησε την παλαιάν τσαρικήν Οχράνα, της οποίας υιοθέτησε την εσωτερικήν οργάνωσιν. Σκοπός της ήτο η ανακάλυψις και συντριβή δια παντός μέσου των αντιεπαναστατικών ρωσικών ή ξένων στοιχείων.

7. (Σ.τ.Μ.). Θεωρία της απαισιοδοξίας.

8. (Σ.τ.Μ.). Θεωρία της αισιοδοξίας.

9. Μax Scheler, Ο άνθρωπος του μίσους.

10. Βλέπε το βιβλίον μου: «Περί του προορισμού του ανθρώπου». Σ.τ.Μ. Το βιβλίον τούτο μετεφράσθη εις την Έλληνικήν υπό του α οιδίμου Μητροπολίτου Σάμου Ειρηναίου (Αθήναι 1950).

11. Βλέπε το βιβλίον του: «Πραγματεία ψυχαναλύσεως».

12. Sein und Zeit .

13. (Σ.τ.Μ.). Ο όρος του Heidegger σημαίνων την συνήθη καθημερινήν κοινωνικήν διανόησιν, την αστικήν και κοινήν αντίληψιν της ζωής.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.