ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Γ. Σεφέρη , Η γλώσσα στην ποίησή μας, στο τεύχος Ο Γ. Σεφέρης επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής, έκδ . Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1965.

Εδώ στις χώρες του Μεγαλέξαντρου είταν αναπόφευκτο να θυμηθώ το θρυλικό βασιλέα και το λόγο του, καθώς τον μνημονεύει η περιώνυμη «φυλλάδα»: «των βασιλέων τα δώρα πάντοτε πολλά πρέπει να είναι». Μου εκάματε ένα βασιλικό δώρο, σεις που κρατάτε τα φώτα της σοφίας σ' αυτό το σύνορο. Είναι η μεγαλύτερη τιμή που κάνει η πατρίδα στο έργο μιας αρκετά σπαταλημένης ανθρώπινης ζωής. Θα ήταν υπερβολή και ανακρίβεια αν ενόμιζα πως η τιμή ανήκει μόνο σ' εμένα και όχι σ' όλους εκείνους που με βοήθησαν να κάμω το πράγμα που τιμάτε. Στην ίδια «φυλλάδα» υπάρχει ένας άλλος λόγος ακόμη: Όταν ο Αριστοτέλης ρώτησε τον Αλέξαντρο : «το μάλαμα και τον πλούτο οπού επήρε από όλον τον κόσμο πού τον έχει;», εκείνος αποκρίθηκε: «οι ηγαπημένοι μου συντρόφοι και ο λαός είναι το μάλαμα και ο πλούτος μου». Οι ηγαπημένοι μου συντρόφοι και ο λαός? αυτοί μου έδωσαν το πολυτιμότερο που έχω, κι αυτούς τιμάτε σήμερα. Σας ευχαριστώ.

Αρχές του Μάρτη είχαμε ένα Συμπόσιο στην Αθήνα για τη γλώσσα μας σ' όλες τις εκφράσεις της ζωής. Μ' ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι ομιλίες που αφορούσαν κάθε κλάδο του επιστητού, εκτός από την ποίηση. Φοβόμουν αλήθεια ότι σχετική συζήτηση γύρω από την ιδιότυπη τούτη έκφραση του ανθρώπου θα μπορούσε και συγχύσεις να προκαλέσει και να βλάψει το σκοπό του Συμποσίου . Γιατί η ποίηση χρησιμοποιεί μιάν ειδική λειτουργία της γλώσσας, τη συγκινησιακή , αυτήν ακριβώς που δε χρειάζεται, θα είταν μάλιστα βλαβερή, αν την χρησιμοποιούσαμε για να υπηρετήσουμε άλλες εκφράσεις της ζωής. ΄Ετσι σε μια παρέμβασή μου είπα λίγα λόγια που είναι πιθανό να φάνηκαν αιρετικά 1 . Θα ήθελα ν' αναπτύξω περισσότερο την ιδέα μου σήμερα.

Σε διάφορους καιρούς ζητήθηκε από τον ποιητή να κάμει μαζί με την ποίηση και ποικίλα πράγματα: να είναι μάγος, να είναι προφήτης, να είναι κοινωνικός αναμορφωτής λ.χ. Δεν είναι το θέμα μου να εξετάσω τώρα ποιά άλλα πράγματα πρέπει να κάνει ο ποιητής. Θα περιοριστώ στην ποίησή του. Κι εδώ νομίζω πως ένα πράγμα τουλάχιστο είναι βέβαιο: ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκουνται γύρω του. Πάνω σ' αυτή τη γλώσσα θα ριζώσει και θα βλαστήσει η δική του λαλιά που τον εκφράζει. Μεταχειρίστηκα τα ρήματα ριζώνω και βλασταίνω στην κυριολεξία τους, με την έννοια μιας φυσικής λειτουργίας, που είναι αντίθετη με το τεχνητό ή το μηχανικό. Αν είναι φυτό, ένα ποίημα μας ενδιαφέρει όχι μόνο από τη μεριά του καρπού, αλλά και από τη μεριά της ρίζας.

΄Ετσι , στο ξεκίνημά του, ο ποιητής βρίσκεται σ' έναν κόσμο που του παρέχει τη γλώσσα που θ' αρχίσει να χρησιμοποιεί. Αυτή τον συνδέει με τους άλλους, αυτή δίνει σάρκα στον καημό του, στον πόνο του, στη χαρά του? την αγαπά; είναι η ανθρωπιά του. Ωστόσο καθώς προχωρεί προσπαθεί να διαλέξει τις λέξεις που έχουν τη δική του αφή, το δικό του βάρος? τις ψάχνει ολοένα πιό βαθιά μέσα του. Γυρεύει, και καθώς γυρεύει αισθάνεται πως ο κόσμος όπου ζει του προσφέρει ένα πλήθος φωνές, αλλά καμιά δεν είναι η δική του. Στα νιάτα του είταν ευκολώτερο ? μιμούνταν εκείνες από τις ξένες φωνές που του άρεσαν περισσότερο. Τώρα νιώθει, παραμερίζοντάς τις, πως ο εαυτός του τείνει να είναι ολοένα και περισσότερο άλαλος, κι ωστόσο δεν μπορεί να γυρίσει πίσω? νιώθει πως πρέπει να περάσει από τη δοκιμασία της απόλυτης σιωπής για να βρει στο βυθό τι είναι πραγματικά ο ίδιος. Κάθε ατόφιος ποιητής περνά, νομίζω, τέτοιες κρίσεις? γι' αυτό λέμε πως κάθε ποίημα που γράφουμε είναι σα να είταν το τελευταίο. Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη selva oscura , μόνος και αβοήθητος ? ότι πρέπει να το εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί -ποινή- θανάτου. Είναι η πιό δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται και σωφιλιάζεται με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής είναι να μπορέσει να πει « γεννηθήτω φως» και να γίνει φως.

Μπορεί να φανεί ότι αυτά που λέω αφορούν και άλλες λειτουργίες, που σχετίζονται μ' ολόκληρο τον άνθρωπο. Ασφαλώς τις αφορούν? ωστόσο θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τις διακρίσεις σ' αυτά τα ζητήματα τις κάνουμε πάντα επιφανειακά και μόλις προχωρήσουμε λίγο συναντούμε ολόκληρο τον άνθρωπο. Ποίηση είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, και τούτο δεν είναι ορισμός, ευτυχώς.

Ο E . M . Forster , ένας εξαιρετικά ευαίσθητος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, παρατηρούσε:

«Όπως ακριβώς οι λέξεις έχουν δυο λειτουργίες, τη μια που αφορά τη μετάδοση εννοιών, και την άλλη που αφορά τη δημιουργία, έτσι ο ανθρώπινος νους έχει δυο προσωπικότητες, τη μια στην επιφάνεια, και την άλλη μέσα πιο βαθιά. Η απάνω προσωπικότητα έχει όνομα? ονομάζεται Σαμουήλ Κόλεριδζ , Γουλιέλμος Σαίξπηρ, η Κυρία Χ... Είναι ευσυνείδητη, σβέλτα, και διαφέρει αδρά και διασκεδαστικά από τις προσωπικότητες των άλλων. Η εσώτερη προσωπικότητα είναι μια πολύ παράξενη υπόθεση. Από πολλές πλευρές είναι ολωσδιόλου ακαταλόγιστη. Όμως χωρίς αυτή δεν υπάρχει λογοτεχνία? γιατί αν ο άνθρωπος δε ρίξει έναν κουβά (για ν' αντλήσει) βαθιά μέσα σ' αυτή, δεν μπορεί να δημιουργήσει έργο πρώτης ποιότητας. Τη χαρακτηρίζει μ' έναν τρόπο κάτι το γενικό. Μολονότι βρίσκεται μέσα στον Κόλεριδζ , δεν είναι δυνατό να της δώσουμε τ' όνομά του. Έχει κάτι το κοινό με τις βαθύτερες προσωπικότητες των άλλων. Και ο μυστικός θα μας βεβαιώσει πως αυτή η κοινή ιδιότητα είναι ο Θεός, και πως εκεί, στους σκοτεινούς μυχούς της ύπαρξής μας πλησιάζουμε τις πύλες του θεϊκού» 2 .

Είναι αξιοπρόσεχτο ότι ένας σημαντικός λογοτέχνης, που δεν τον χαρακτηρίζει ο μυστικισμός, και που δεν έγραψε ποιήματα, μιλά μ' αυτά τα λόγια. Μας είναι χρήσιμη η παραβολή του. Μολονότι δε θα χρησιμοποιούσα ολωσδιόλου έτσι τη λέξη προσωπικότητα, νομίζω πως εκφράζει με αρκετή σαφήνεια αυτή την τόσο σκοτεινή λειτουργία του ποιητή. Θα ήθελα μόνο να παρατηρήσω ότι κι εδώ η διάκριση γίνεται για την ανάγκη της ακριβολογίας και ότι οι δυο αυτές προσωπικότητες που λέει δεν είναι στεγανά χωρισμένες, και η λειτουργία του ποιητή απαρτίζεται από ένα αδιάκοπο πάει κι έλα ανάμεσα στο εσώτερο και το επιφανειακότερο εγώ. Τέλος θέλω να υπογραμμίσω πως όταν μιλώ για τη γλωσσική λειτουργία του ποιητή έχω πάντα υπ' όψη μου αυτή την εσώτερη λειτουργία, είτε όπως προσπάθησα να την εκφράσω, είτε όπως την εκφράζει η περικοπή που ακούσατε. Τώρα ας έρθουμε στα δικά μας.

Έχουμε μιαν ιδιότροπη ιστορία? πως να την πω αλλιώς ? εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Η συνέχεια της ελεύθερης ανάπτυξης της ζωής μας κόπηκε από μια «νύκτα αιώνων». Αυτό είναι το χοντρό γεγονός? δεν πρόκοψαν αρμονικά τα διάφορα κλωνάρια της ζωής του σημερινού ελληνικού κόσμου. Κι όταν ελευθερωθήκαμε, η προσπάθεια για την απελευθέρωση, και η ίδια η απελευθέρωση, μας έφερε τέτοιες αντιδράσεις και προκάλεσε τέτοια φαινόμενα, που ακόμη σήμερα λογαριάζουμε κάποτε πόσα πράγματα τεχνητά δημιούργησε το νεογέννητο Ελλαδικό κράτος. Από αυτά τα τεχνητά είναι και η ροπή μας προς την επιφανειακή ρητορεία, αυτή τη λοιμική. Ίσως αυτά να μην έγιναν τότε από το μηδέν. Είναι πολύ πιθανό πως είχαν και άλλα αίτια. Όμως καλλιεργήθηκαν και προστατεύτηκαν όσο ποτέ κάτω από τον ίσκιο της ελευθερίας που μας χάρισαν οι καταπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι του Εικοσιένα. Είναι οδυνηρή η αντίθεση όταν τ' αναλογίζεται κανείς.

Εκείνα τα χρόνια τα Εφτάνησα προσφέρνουν στην Ελλάδα δυο ποιητές, το Σολωμό και τον Κάλβο. Θα ήθελα να κοιτάξουμε το παράδειγμά τους.

Από τα λίγα που έχω γράψει για την πολύ μεγάλη φυσιογνωμία του Σολωμού πιστεύω να έχει φανεί πως τα χάσματα που μας άφησε μ' ενδιαφέρουν το ίδιο όσο και τ' αποσπάσματά του. Τ' αποσπάσματα του Σολωμού είναι δείκτες. Δείχνουν ποιά και τι λογής μπορεί να είναι η ατόφια λαλιά του ελληνικού ποιητικού λόγου. Δεν ξέρω παράδειγμα στην παγκόσμια λογοτεχνία που οι σκόρπιοι στίχοι ενός ποιητή να έχουν δώσει μια τέτοιαν αποκάλυψη. Όμως αυτούς τους σκόρπιους στίχους δεν μπορούμε ό,τι και να κάνουμε, να τους κοιτάξουμε σαν δημιουργίες τετελεσμένες. Πάντα με κάποιον τρόπο μας σπρώχνουν προς τις σιωπές που τους περιβάλλουν: τα κενά τους. Κι αυτά τα χάσματα μας δείχνουν όχι μόνο την τραγωδία αυτού του εναγώνιου ανθρώπου, αλλά μας βεβαιώνουν, καθώς νομίζω, πως ο ποιητής δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που μαζεύει γύρω του. Ελπίζω να μη νομιστεί πως υποστηρίζω μια φωνογραφική επανάληψη της λαλουμένης? σίγουρα η προσωπική ενέργεια του ποιητή πάνω στη γλώσσα είναι μεγάλη, σίγουρα το πρώτο χρέος του είναι να κυριαρχήσει τη γλώσσα που του δόθηκε, να την αναπτύξει και να την κάνει το καλύτερο δυνατό όργανο της έκφρασής του? αυτής της έκφρασης που κάνει είτε τον παλαιότερο μονοτονικό ή τον άλλον τον πολυτονικό στίχο να μοιάζει πρωτάκουστος. Αλλά ο ποιητής δεν μπορεί να εφεύρει μια καινούργια γλώσσα? γιατί θα είναι αρίζωτη , δε θα πηγαίνει ν' αγγίξει τους μυχούς του βαθύτερου εγώ του. Ο λόγος του Σολωμού είναι καλά ριζωμένος, όπως δεν είναι λ.χ. στους Σούτσους και στους Ραγκαβήδες ? αυτοί δε νιώθουν την επιταγή εκείνου του σωφιλιάσματος (πώς να το πω αλλιώς) της γλώσσας με τη βαθύτερη ζωή μας. Είναι επιφανειακές προσωπικότητες, μένουν στην επιφάνεια. Ας μην είμαστε υπερβολικοί στην κατηγόρια. Ας συλλογιστούμε πως η ροπή που κάνει τους λογίους μας να κινούνται συχνά στην επιφάνεια πρέπει να είναι κοντά στα ορμέμφυτά μας? την ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο στα πιο απροσδόκητα σταυροδρόμια, ως τις μέρες μας. Όταν λ.χ. παρουσιάστηκε η αυτόματη γραφή, υιοθετήθηκε φυσιολογικά αυτή η γλώσσα επιφανείας ? είταν , θαρρώ, αναπότρεπτο? χρειαζότανε μια γλώσσα που να γλιστρά? και να ξεφεύγει με κάποιον τρόπο? μια γλώσσα πιο ριζωμένη, και γι' αυτό πιο βαριά, θα διέκοπτε την υποσυνείδητη ροή που απαιτούσε αυτή η γραφή.

Τώρα ποιά είναι η γλωσσική παρουσία που έχει γύρω του ο Σολωμός ; Είναι πρώτα και βαθύτερα η γλώσσα της μάνας του? της «πληβείας» Αγγελικής Νίκλη . Έπειτα είναι τα ιταλικά, πολλά ιταλικά που μαθαίνει από μικρός, και στη Ζάκυνθο και στην Ιταλία όπου εκπαιδεύεται. Τα γλωσσικά σκιρτήματα που έχει εναποθέσει μέσα του το γάλα της μητρός του βρίσκουν, μόλις δουν το φως, μια μεγάλη μάθηση στα ιταλικά. Σαν αληθινός ποιητής ξέρει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς αυτά τα γλωσσικά σκιρτήματα. Από το άλλο μέρος η άσκησή του στα μεγάλα εργαστήρια της Ευρώπης του μαθαίνει ότι: «Καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ' αυτά τα χνάρια [εννοεί τα κλέφτικα τραγούδια, όπως τα λέει], δεν είναι όμως να σταματά εκεί? πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα». Αυτά γράφει στον Τερτσέτη ο Σολωμός 3 . Έτσι είναι. Όμως όσο υψώνεται κανείς, πρέπει οι ρίζες του ν' απλώνουνται σε πλατύτερο έδαφος. Το έδαφός του, το ελληνικό, δεν μπορεί να πλατύνει στη ζωή ενός μόνου ανθρώπου, όσο ο ίδιος υψώνεται το αισθάνεται πιο στενό. Δε γίνεται ποίηση μόνο με τις κορυφές. Για τους στοχασμούς του, για τις επιστολές του, μεταχειρίζεται τα ιταλικά, που ξέρει θαυμάσια? στην ίδια γλώσσα γράφει και στιχουργήματα. Όμως όλα αυτά δεν του προσφέρουν το βάρος του λόγου, που ξέρει να τον ξεχωρίσει και τον γυρεύει ακατάπαυστα . Αυτόν που βλέπουμε στη Γυναίκα της Ζάκυνθος ή στους καλύτερούς του δεκαπεντασύλλαβους 4 . Αντίθετα, τα ιταλικά ποιήματα του Σολωμού δε δείχνουν παρά έναν ποιητή που ξέρει καλά την τεχνική του. Γι' αυτό λέω πως τα χάσματά του είναι ένα μεγάλο δίδαγμα και για μας τους σημερινούς? δεν ξέρω και για πόσες γενεές ακόμη, αν πηγαίνουμε όπως πάμε. Μας δείχνουν πόσο είχαν ογκωθεί εκείνα τα χρόνια οι δυσκολίες του ποιητή που βρίσκει μιαν ακαλλιέργητη γλώσσα. Τα παραδομένα ελληνικά του Σολωμού είναι μέρος μόνο από τα ελληνικά που είχε ο Χορτάτσης ή ο Κορνάρος κι όπου κινήθηκαν με τόση άνεση. Αυτοί μπορούσαν να μην αρνούνται τίποτε από τη γλώσσα που τους έδινε ο περίγυρός τους. Μας το δείχνει η ευκολία τους, που ιδωμένη από άλλη πλευρά μπορεί να είναι και το μειονέκτημά τους. Αν είχαμε την παραξενιά να φανταστούμε το Σολωμό να κινείται στη γλώσσα του με την ίδια ευκολία, θα έπρεπε σε τελευταία ανάλυση να τον φανταστούμε πως θα συμπλήρωνε τα χάσματά του με κατωφέρειες γραμμένες ιταλικά, όπως μας δείχνουν, με κάποιο τρόπο, οι σάτιρες ή τα σχεδιάσματά του. Ο Σολωμός ολοένα γυρεύει και ολοένα αρνείται τη φυσική κατάστασή του στ' όνομα μιας βαθύτερης φύσης, που καθώς περνούν τα χρόνια και όσο τη γυρεύει πιο βαθιά, στενεύει. Η φυσική κατάστασή του είναι, με κάποιο τρόπο, διφυής: η μια περιορισμένη, αλλά συγκλονίζει το βαθύτερο είναι του, και η άλλη πολύ πιο πλατιά, αλλά ρηχή, πού απασχολεί το «απάνω εγώ» του ανθρώπου, καθώς έλεγα. Τα δυο αυτά στοιχεία, στην περίπτωσή του, δεν μπορούν να ενωθούν και ν' αποτελέσουν ένα ομοιόμορφο μίγμα. Η άρνηση για τον ποιητή δεν είναι κακό. Απεναντίας? όλοι οι ποιητές είναι φτιαγμένοι από αρνήσεις. Αλλά την αντιζυγιάζει μια αποφασιστική παραδοχή. Παραδοχή, όχι συμβιβασμός. Αλίμονο στον ποιητή που δεν παραδέχεται, κάποτε, τον εαυτό του. Αυτή την παραδοχή βλέπω να λιγοστεύει ολοένα στο Σολωμό . Κι αυτή είναι η τραγωδία του όπως την αισθάνομαι και πάντα με συγκλονίζει.

Φυσικά, ένα τέτοιο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι γυμνά γλωσσικό? δεν μπορούμε εύκολα να τ' απομονώσουμε. Γιατί αγγίζει την έκφραση που ωριμάζει στα βάθη της ψυχής του ανθρώπου, εκεί που η αίσθηση και ο νους συναπαντιούνται απάνω σε μια λέξη και, όπως θα λέγαμε, τη φορτίζουν. Δεν είναι ξένη, τούτη η δυσεξερεύνητη λειτουργία, από το πράγμα που θα ονομάζαμε ρυθμό και μας πηγαίνει σε μια πανάρχαια τάξη μαγείας. Ο αφοσιωμένος αναγνώστης μπορεί να τη μελετήσει και σε άλλους, δικούς μας ή ξένους, αυτή τη μετατροπή της δοσμένης γλώσσας από τον ποιητή ? πώς πιάνει απάνω του, πώς τον βοηθά ή πώς τον βλάπτει.

Ο Σολωμός είχε το πλεονέκτημα που δε νόθεψε τη γλώσσα του ο λογιότατος, καθώς παρατηρεί ο Λίνος Πολίτης. Είχε τη διαίσθηση να κλείσει από νωρίς την πόρτα του στο λογιότατο. Αυτό δεν έτυχε στον Κάλβο, τον ξενιτεμένο, στην Ιταλία από τά παιδικά του χρόνια, που ονειρεύουνταν στην αρχή να γίνει Ιταλός ποιητής.

Είχα προσπαθήσει σε παλαιότερα χρόνια να δείξω τις διαλείψεις που κόμισε στον Κάλβο ένας αποστεγνωτικός αρχαϊσμός? τα σημεία όπου δίνει την εντύπωση πως του έχει κοπεί η λαλιά, πως η έξοχη ποιητική φωνή του έχει πάθει μια ξαφνική αφασία? πως μας αφήνει στο τέλος κι αυτός λαμπρά συντρίμματα που παρασέρνει ένας ρωμαλέος ρυθμός, για να μας θυμίζουν την κακοριζικιά μας. Ας μην επαναλαμβάνομαι. Η μόνη παρατήρηση που θέλω να προσθέσω τώρα είναι ότι διάφοροι μεταγενέστεροι ποιητές αντί να γυρεύουν να διδαχτούν από τα πράγματα που έβλαψαν τον Κάλβο, τα νομίζουν αντίθετα ωφέλιμα παραδείγματα. Το ίδιο κάνουν και με τον Καβάφη.

Ο Κάλβος έχει πάψει πια να γράφει στην ηλικία που ο Καβάφης ψάχνει και παραπατά ακόμη ανάμεσα σε εκφράσεις που είναι σκαλοπάτια προς το ώριμο έργο του και στίχους σαν τους ακόλουθους:

Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδία
είναι ιερά κ' ευρεία ως του σύμπαντος καρδία .
Την εγέννησεν εις δήμος, μια πόλις Ελληνίς .
Αλλ ' ευθύς εκείνη έπτη κ' έκτισεν εν ουρανοίς
την σκηνήν ...

?στίχους που είναι χειρότεροι νομίζω από τους πιο άδειους στίχους του Κάλβου. Αλλά η μοίρα του Καβάφη είναι διαφορετική από τη μοίρα του Κάλβου και διαφορετικά μας διδάσκει. Ο Κάλβος ύστερα από τις «Ωδές» γυρίζει μια για πάντα τη ράχη του στην ποίηση. Ο Καβάφης θά δουλέψει πολλά χρόνια ακόμη, ως το τέλος της ζωής του. Προικισμένος με μιαν ασυνήθιστη επιμονή όλο και αρνείται κακές συνήθειες, κακές μαθητείες, ως την ώρα που ο εαυτός του έχει ολωσδιόλου καθαριστεί και του επιτρέπει την τελική παραδοχή. Το πιο αργοπορημένο σημάδι που ξέρω αυτής της αφηρημένης έκφρασης, όχι της πεζολογικής όπως λένε, αλλά ενός ανυπόστατου λυρικού διάκοσμου , το δημοσιεύει στα 1916, δηλαδή όταν έχει περάσει τα πενήντα. Λέει:

...Εν εκτάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν .
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου ? κι ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν .

Μ' ενδιαφέρει τούτη η στιχοποιία, όχι μόνο γιατί δείχνει σε τι καμώματα μπορεί να παραστρατήσει ένας καλός ποιητής, αλλά κυρίως γιατί μου ξαναθυμίζει, ακόμη και μετά την Ιθάκη , πόσο έπρεπε να επιμείνει ο ποιητής αυτός, για να ξεχωρίσει τα κίβδηλα από τα ατόφια που είχε μέσα του? για ν' αποφασίσει να δουλέψει επί τέλους όχι με τη γλώσσα που του δίδαξαν ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος και η σχολή του, αλλά μ' εκείνη που εναπόθεταν μέσα του λαϊκοί άνθρωποι ή μικροαστοί του καφενέ ή του χρηματιστηρίου, που συνελάμβανε ως ωτακουστής, πάνω στη βράση της ? καθώς έλεγε σ' ένα φίλο. Δεν είναι η ώρα να προχωρήσω περισσότερο στην ανάλυση της έκφρασης του ωτακουστή Καβάφη, που έχει, καθώς νομίζω, τρία στηρίγματα: την ακρίβεια, την ευκινησία, και το επιμυθιακό απόφθεγμα. Αυτό που του δίνει ένα πλατύτερο υπόβαθρο επικοινωνίας. Όμως θέλω να συγκρατήσουμε στη μνήμη μας πως κι ο Καβάφης μπόρεσε να μιλήσει και να βρει τη φωνή του με τους σπόρους που έπιαναν πραγματικά μέσα του κι όχι μ' ανεμοσκορπίσματα .

Τα τρία παραδείγματά μου χρησιμοποιούν τρεις ποιητικές ιδιοσυγκρασίες πολύ διαφορετικές κι επιμένουν όχι στα αγαθά που μας έδωσαν, αλλά προπάντων στον αγώνα τους για να υπερβούν στην έκφρασή τους τα ψεγάδια που τους πρόσφεραν οι κοινωνίες όπου έζησαν. Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν μπορούμε να φανταστούμε πως έχει την άδεια να κατασκευάζει φραστικές μηχανές ασύνδετες με τη ζωή. Ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που του δίνουμε εμείς οι τριγυρινοί του? δεν μπορεί να φύγει έξω από την πραγματικότητά του. Και γι' αυτή την πραγματικότητα είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι . Κάποτε, στους ηρωικούς χρόνους του δημοτικισμού, λέγαμε πως θα έρθει ένας Δάντης , ένας μεγάλος ποιητής να φτιάξει τη γλώσσα. Είταν , φοβούμαι, ένας μεσσιανισμός υπαγορεμένος από τη νωχέλειά μας. Στον ίσκιο του μπορούσαμε να περιμένουμε αμέριμνοι. Η δουλειά του ποιητή είναι να προσπαθήσει να κυριαρχήσει αυτή τη γλώσσα που του δίνουμε εμείς και να την κάνει να μιλήσει στην υψηλότερη δυνατή ένταση. Αλλά δεν μπορεί ν' απομακρυνθεί χωρίς κίνδυνο από την κοινή χρήση που κάνει τη γλώσσα φορέα συναισθημάτων. Κι αν είναι η γλώσσα τόσο φθαρμένη ώστε να μην μπορεί να σηκώσει ένταση, αυτό θα πει πώς και η κοινωνία είναι φθαρμένη και δεν μπορεί να θρέψει ποιητές. Έτσι ακολουθώντας το μονοπάτι της λαλιάς μας αγγίζουμε γενικότερα ελαττώματα. Δε θέλω τώρα να παρασυρθώ από αυτά. Θέλω όμως να προσθέσω πως ο ποιητής, σαν άνθρωπος που μοιράζεται μια κοινωνία, έχει το χρέος να επισημαίνει και να καταδικάζει κάθε εστία φθοράς της γλώσσας του. Γιατί ξέρει πως η φθορά θα πέσει στο τέλος απάνω του και στους επιγόνους του.

Ο Θεός μάς χάρισε μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά για να τη φάνε? έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. Έτσι θα' λεγα παραφράζοντας τον Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία που δείχνουν πως αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη. Αυτά θα είχα να πω στους σημερινούς ωτακουστές, αν πραγματικά έχουν αφιερωθεί στην τέχνη του λόγου.

Πιστεύω να φάνηκε από όσα είπα ως τώρα ότι δεν έχω διάθεση να κηρύξω κανένα δογματισμό. Ο Κάλβος και ο Καβάφης είναι φίλοι μου και δεν έχω τη ροπή να τους αποκηρύξω σαν κακά παραδείγματα. Το αντίθετο μου συμβαίνει και γι' αυτό λυπούμαι βλέποντας, ακόμη σήμερα, πόσο λίγο ξέρουμε να διδαχτούμε από τα έργα που μας άφησαν? από τα χάσματα του Σολωμού , από τις διαλείψεις του Κάλβου, από το αργοπορημένο και επίπονο ωρίμασμα του Καβάφη.

Και τούτο: Λέμε κάποτε, η λογοτεχνία κέρδισε πρώτη στον αγώνα του δημοτικισμού, δε γράφεται πια σε νεκρά σχήματα, δεν την ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Σ' αυτό θ' απαντούσα: Η λογοτεχνία που ενδιαφέρεται μόνο για τη λογοτεχνία είναι λίγη. Μια ενήλικη λογοτεχνία ενδιαφέρεται για όλους τους κλάδους της ζωής, κι όσο κλείνεται στον εαυτό της τόσο θα μαραζώνει. Ίσως να νομιστεί πως μιλώ για μάταια στολίδια, όπως υποτίθεται από τους ζηλωτές της επιφανειακής σοβαρότητας πως είναι η τέχνη του λόγου. Θα ήταν ωραία η ζωή αν τα πράγματα είταν έτσι. Όμως η έκφραση του ανθρώπου δεν είναι ένα σύνολο από θορύβους, αλλά είναι δείκτης της ψυχολογικής συμπεριφοράς μας. Κι αν μας δείχνει την επιπολαιότητα, την ασυνέπεια ή την ακρισία, αυτό σημαίνει πως η επιπολαιότητα, η ασυνέπεια ή η ακρισία βρίσκουνται βαθύτερα κάπου μέσα μας.

Μια ενήλικη λογοτεχνία έλεγα. Αν αφήσουμε κατά μέρος παλαιότερα έργα που οι πολλοί από μας ?εννοώ τους λογοτέχνες? μοιάζουν να τα νομίζουν ξεπερασμένα και χωρίς οργανική επιρροή στη ζωή τους, η σημερινή ελληνική λογοτεχνία είναι ο καρπός ενός κράτους εκατόν πενήντα χρόνων. Μετρώντας με τα μέτρα της ζωής των λαών, όχι των ανθρώπων, δεν ξέρω αν τα λίγα αυτά χρόνια είναι αρκετά για την ενηλικίωσή της. Όμως το πράγμα που θα' πρεπε να μας ενδιαφέρει όλους είναι πόσο η λογοτεχνία αυτή μπορεί ν' αντισταθεί στο νόμο της απορρόφησης από ισχυρότερες γλώσσες και λογοτεχνίες.

Κι αν μας ενδιαφέρει αυτό, θα πρέπει αναγκαστικά να πούμε πως δεν της μένουν διόλου περιθώρια για να σπαταλά δυνάμεις, όπως όταν απαρνιέται την παλαιά παράδοσή της. Παράδοση δε σημαίνει απαρίθμηση και μνείες τίτλων, αλλά έργα που ζουν και γονιμοποιούν τη δημιουργική φαντασία των σημερινών ζωντανών ανθρώπων.

Βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι? δεν είμασταν ποτέ απομονωμένοι? μείναμε πάντα ανοιχτοί σ' όλα τα ρεύματα ?Ανατολή και Δύση? και τ' αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός. Είμαστε τώρα μέρος της λογοτεχνίας της Ευρώπης (εννοώ με την πιο πλατιά έννοια) και συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο νου να ηρεμήσει? σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ' αυτά τι μας μένει για να βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε που μνημονεύω εδώ προσωπικές εμπειρίες? δεν έχω άλλο πειραματόζωο από εμένα. Καί η προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν είταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ' έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων? στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ' αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που είταν της μοίρας μου να ιδώ . Κι ακόμη μ' έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί , βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν.

Εδώ στους πρόποδες του Αγίου Όρους δεν είναι ίσως άτοπο να θυμηθώ την πόλη που γοητεύει πάντα τη φαντασία μου, όταν συλλογίζομαι τα χρόνια που ταξίδευα στην αραβική έρημο ? τη Σελεύκεια επί του Τίγρη. Είταν η τρίτη μεγάλη πολιτεία του αρχαίου κόσμου έπειτα από τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια? ένας μεγάλος αγωγός των ιδεών της Δύσης προς την Ανατολή και της Ανατολής προς τη Δύση. Πήγα να ιδώ τη θέση της καθώς έπεφτε ο ήλιος. Δεν απομένει απολύτως τίποτε σήμερα. Μόνο το πράσινο στην όχθη του ποταμού και ο ήχος μιας φλογέρας. Όμως αυτό το τίποτε μου έδωσε μια τέτοια ευρυχωρία. Θα αισθανόμουν άραγε έτσι αν είμουν ολότελα μόνος; Η Ελλάδα είναι στενόχωρη, ακούμε να παραπονιούνται κάποτε? άραγε αναρωτηθήκαμε πόση στενοχώρια μπορεί να υπάρξει στις σύγχρονες κοσμοπόλεις , ως που να βρουν την κάθαρση της Σελεύκειας επί του Τίγρη;

Κι όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη. Αλήθεια, υπάρχουν ροπές που νομίζουν πως η παράδοση μας στρέφει σε έργα παρωχημένα και ανθρώπους παρωχημένους? πως είναι πράγμα τελειωμένο και άχρηστο για τις σημερινές μας ανάγκες? πως δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτε το σημερινό τεχνοκρατικό άνθρωπο που γνώρισε φριχτούς πολέμους και φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως? αυτό τον άνθρωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κατάσταση του θηρίου και την κατάσταση του ανδροειδούς . Η παράδοση είναι λοιπόν ένα περιττό βάρος πού πρέπει να εξοβελιστεί. Μου φαίνεται πως αυτές οι ροπές εκπορεύονται από τη σύγχρονη απελπισία για την αξία του ανθρώπου. Είναι τα συμπτώματα ενός πανικού που εν ονόματι του ανθρώπου τείνουν να κατακερματίσουν την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τί απομένει αν βγάλουμε από τη μέση τον άνθρωπο;

Ας ξαναγυρίσουμε καλύτερα στην παραβολή που μνημόνευα αρχίζοντας. Σ' εκείνη την εσώτερη προσωπικότητα που έχει κάτι το κοινό με τις βαθύτερες προσωπικότητες των άλλων, που βρίσκεται στους σκοτεινούς μυχούς της ύπαρξής μας. Χωρίς ν' αντλήσουμε από αυτή δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε έργο πρώτης ποιότητας, μας έλεγε ο Forster . Εκεί, στους σκοτεινούς μυχούς της ύπαρξής μας, θα συναντήσουμε και την παράδοση του ανθρώπου, θα πρόσθετα. Η μάθηση είναι μέγα αγαθό? ασφαλώς χρειάζεται μάθηση πολλή για να γίνει ένας ποιητής. Όμως αν δεν πάνε ως εκεί, κι αν δεν αγγίξουν εκείνη την καταποντισμένη μνήμη, τ' αγαθά της μάθησης θα μείνουν εξωτερικά στολίδια χωρίς αξία. Το πράγμα που προσπαθώ κι εδώ να εκφράσω είναι μια λειτουργία όπως το ωρίμασμα ενός καρπού. Είναι δύσκολο να την ξεχωρίσει ο καθένας αυτή την κίνηση του χυμού προς το κάρπισμα. Το ευαίσθητο ένστικτο του ποιητή μπορεί να το νιώσει σε στιγμές που είναι ελεύθερος, και, όντας ελεύθερος κάνει ελεύθερους και τους άλλους που τον ακούνε. Οι μαντατοφόροι, θα έλεγα, που θα μπορέσουν να δείξουν στην ασκημένη ακοή του ποιητή ότι ένα αντικείμενο άγγιξε το βαθύτερο εγώ του, είναι οι λέξεις, αυτές οι αναδυόμενες, που ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια μ' ένα ιδιαίτερο χνούδι, έναν ιδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεί να είναι μεγαλοπρεπείς ή γυμνές, παλλόμενες ή αθόρυβες, όμως όλες έχουν την ιδιαίτερη αφή τους.

Μαθαίνουμε την τέχνη μας σε πολλά και διάφορα εργαστήρια, είτε μέσα είτε έξω από την Ελλάδα. Πώς να γίνει αλλιώς; Όλοι μας πρέπει να διδαχτούμε και να επεξεργαστούμε αυτό που διδαχτήκαμε. Αλλά ό,τι και να κάνουμε, όσο και να μας απελπίζουν κάποτε οι κακές πλευρές της πολυμήχανης εφευρετικότητάς μας, δεν μπορούμε να καταργήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάμει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω? γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός.

Μου έτυχε κάποτε να κάνω έναν πειραματισμό με τους αρχαίους συγγραφείς μας. Να τους κοιτάξω σε διάφορες ώρες της ιστορίας, αρχίζοντας από τον καιρό των Αλεξανδρινών. Συλλογιζόμουν και προσπαθούσα να συναισθανθώ, όσο μου είταν δυνατό, πόσο άλλαζε κάθε φορά η παρουσία τους. Κι αυτή η αλλαγή δεν είταν τόσο εξαρτημένη από το πέρασμα του καιρού, αλλά κυρίως, από τη δημιουργική συμπεριφορά και από τους τρόπους της ευαισθησίας σε κάθε διαφορετική εποχή ή τόπο. Όταν λ.χ. ένας «περί την κολακείαν πολύς» ?καθώς μας διηγείται ο Μιχαήλ Ψελλός? ψιθυρίζει στη Σεβαστή Σκλήραινα την αρχή του περιώνυμου στίχου της Ιλιάδας για την Ελένη: «ου νέμεσις ...», αισθάνομαι την παρουσία του Ομήρου πολύ πιο ζωντανή στα χρόνια εκείνα, παρά στην Αθήνα του 1860, όπου, μολονότι γίνεται άπειρος θόρυβος γι' αυτούς, είναι άφαντοι οι αρχαίοι.

Τώρα, αν προσέξουμε τη σημερινή συμπεριφορά μας εμπρός στ' αρχαία μνημεία μας, είναι εύκολο νομίζω να παρατηρήσουμε τα συμπτώματα μιας νωχελικής αυτοκολακείας , σαν εκείνα που παράγει η τουριστική βιομηχαία ?οικονομική ανάγκη ασφαλώς? που έχει ωστόσο το ίδιο να μου προκαλεί εφιάλτες, όπως λ.χ. η φωταγωγημένη Ακρόπολη. Η παρατήρησή μου ?περιττό να το διευκρινίσω? δεν μπορεί να αφορά ανθρώπους σαν τους έξοχους μελετητές που τιμούν το Πανεπιστήμιό σας ή ακόμη εκείνους, όποιοι και να είναι, που αυτά τα πράγματα αγγίζουν άμεσα στην ευαισθησία τους και τους αλλοιώνουν. Αφορά αντιλήψεις ολοένα πλατύτερα διαδεδομένες, επίσημες ή ανεπίσημες, που στομώνουν κάθε ζωντανή αίσθηση και δεν μπορεί να μη φέρουν αντιδράσεις? που προκαλούν μια συμπεριφορά, κατά βάθος παραπλήσια με την κίβδηλη εκείνη των ανθρώπων του 1860. Έτσι δε με παραξενεύει η αποστροφή ορισμένων νέων συγγραφέων γι' αυτά τα πράγματα της κληρονομιάς μας. Εδώ θα έπρεπε να έλεγα πολλά περισσότερα. Όμως είτε έχουν δίκιο είτε άδικο, μένει ακέραιο τούτο: πως μια ενήλικη λογοτεχνία μετριέται και με τον τρόπο που έχει ν' αντιμετωπίζει τις ξένες λογοτεχνίες, αλλά προπάντων με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα δικά της περασμένα? άλλωστε τα δυο τούτα πράγματα είναι αλληλένδετα. Γιατί όλα στο βάθος καταλήγουν σ' έναν κοινό τόπο: στο ερώτημα αν μια λογοτεχνία έχει εύρωστους συγγραφείς τόσο στην ποίηση όσο και στην πρόζα, μείζονες και ήσσονες.

Σκοπός μου δεν είταν ν' αντιπαραβάλω αισθητικές θεωρίες ή ν' αναπτύξω προτιμήσεις. Ξέρω πως οι ποιητικοί τρόποι τρίβουνται και αλλάζουν, όπως αλλάζουν και περνούν οι ψυχολογικές συμπεριφορές και οι γλωσσικές εκφράσεις των ανθρώπων, εκτός αν είναι κανείς πολύ μεγάλος, κι αυτό τ' αποφασίζουν, όχι μια μόνο γενιά, αλλά πολλές. Όμως έμαθα επίσης ότι αν ένας λαός δεν παράγει άξιους και ζωντανούς ποιητές, άξιους και ζωντανούς συγγραφείς, οι παλαιότεροι θ' απομακρύνονται ολοένα όσο να καταντήσουν άδειοι ψιττακισμοί , και η λαλιά του θα εκφυλίζεται όσο να γίνει ένα κούφιο πράγμα. Αν ίσως και τα χώματά μας πάψουν να γεννούν τέτοιους ανθρώπους, μπορεί νά γεμίζουμε ακόμη τ' αρχαία θέατρά μας ως τις τελευταίες κερκίδες, μπορεί να τα κάνουμε ν' αντηχούν ακόμη από θρηνωδίες που θα μας φαίνουνται εξαίρετα σπαραχτικές, όμως η ζωντανή παρουσία των έργων της παράδοσής μας θα μας αφήνει ολοένα πιο μακριά? και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, γιατί η συναίσθησή μας ανεπαίσθητα θα φυραίνει.

Προσπάθησα να δείξω μόνο λίγες όψεις ενός θέματος δύσκολου, γιατί ξεφεύγει τις διακρίσεις, υπερβαίνει, θα έλεγα, τα πλαίσια πού επιβάλλει η σαφήνεια. Ωστόσο μίλησα περισσότερο για τη συνάρτηση του ποιητικού έργου με την πνευματική κατάσταση του γύρω του κόσμου και τη στάθμη της παιδείας που αναπότρεπτα δέχεται. Έτσι άφησα σχεδόν ανέγγιχτη μιαν άλλη αξιοπρόσεχτη πλευρά. Αυτή που θα προσπαθούσα να κοιτάξω, ξεκινώντας από την ακόλουθη φράση που έγραψε ένας αληθινός ποιητής: «Τα έθνη έχουν μεγάλους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους. Ο μεγάλος άνθρωπος είναι λοιπόν νικητής ολόκληρου του έθνους του». ? Αλλά τώρα εξάντλησα την κλεψύδρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, 5 η Μαρτίου 1964 (τρίτη βραδιά, για τη λογοτεχνία). Έλεγα λ.χ.: «Τώρα έρχομαι στην ποίηση. Νομίζω ότι η θέση της δεν είναι σ' αυτό το Συμπόσιο . Εξηγούμαι. Τη γλώσσα τη χρησιμοποιούμε με δυο τρόπους? τον έναν για να μεταδίνει έννοιες και τον άλλον για να μεταδίνει και συναισθήματα, μιαν ατμόσφαιρα, ένα ύφος. Με τη μετάδοση εννοιών ασχοληθήκαμε ως τα σήμερα, με την άλλη ασχολείται η ποίηση. Με άλλα λόγια, φοβούμαι ότι συζητώντας για την ποίηση εδώ θα κινδυνεύαμε να κάνουμε σύγχυση της γλώσσας και του ύφους. Και η σύγχυση δεν ωφελεί ποτέ, ούτε και τώρα. Θα κινδυνεύαμε να κρίνουμε τα ποιήματα για τη γλωσσική τους μορφή, ενώ θα έπρεπε να κρίνουμε άν είναι καλά ή κακά ποιήματα. Κι αυτά υποτάσσουνται σε άλλα κριτήρια που δεν είναι της σημερινής στιγμής. Αν είναι καλό το ποίημα θα βαστάξει, αν είναι κακό θα γίνει σαρίδια. Ανατράφηκα στην ατμόσφαιρα του δημοτικισμού, και, όταν είμουν νέος, καταδίκαζα τους καθαρευουσιάνους ποιητές για τη γλώσσα που μεταχειρίζουνταν . Τώρα ξέρω ότι τους καταδικάζω για το ύφος τους, για την ποιότητά τους. Γι' αυτούς τούς λόγους διεκδικώ και υποστηρίζω την ελευθερία του ποιητή, όπως το έκανα πάντα, ξέροντας άλλωστε πως όποιο φραγμό κι αν του βάλουμε δε θ' αντέξει. [...]. Δε θα ήθελα να δώσω την εντύπωση πως μου είναι αδιάφορο όταν βλέπω συχνά την αμάθεια και την έλλειψη άσκησης στα ποιητικά μας πράγματα. Αν ευχόμουν ένα «σχολείο αφοσιωμένων ποιητών» ?για να θυμηθώ τον Ρήγα? θα είταν ένα σχολείο όπου οι μαθητευόμενοι , ανάμεσα σε πολλά άλλα (που παραλείπω για συντομία και για να περιοριστώ στα γλωσσικά), θα μάθαιναν απ' έξω μεγάλα κομμάτια από τους ποιητές μας, αρχίζοντας από τον Όμηρο ως τους Βυζαντινούς υμνογράφους, τον Διγενή , τον Φτωχοπρόδρομο , εννοώ στο πρωτότυπο, και παρακάτω ως εμάς. Θα μάθαιναν ό,τι μας είναι γνωστό από την αρχαία προσωδία? θα έκαναν ασκήσεις πάνω στους διάφορους τύπους του δεκαπεντασύλλαβου και σε πολύ αυστηρά στιχουργικά θέματα? θα δοκίμαζαν τέλος να συμπτύξουν εικοσιπέντε στίχους ενός ποιήματος σε τρεις. Θ' απόφευγα τις σχολικές αναλύσεις των κειμένων? απεναντίας θα χρησιμοποιούσα κάθε μέσο για να τους φέρω στην αμεσώτερη επαφή με την υφή της γλώσσας αυτών των ποιημάτων. Έπειτα θα τους άφηνα ελεύθερους να βρούν το δρόμο τους. Τώρα βλέπετε, φαντάζομαι, πόσο όλα αυτά είναι έξω από το συμπόσιό μας, και ίσως να συλλογιζόσαστε πως είναι καιρός να διώξουμε τον ποιητή από την πολιτεία».

2. Ε . M. Forster, Two Cheers for Democracy, Λονδίνο , Edward Arnold and Co, 1951, σελ . 93.

3. Το γράμμα ιταλικά. Δες Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Νέα έκδοση, Αθήνα, Ίκαρος.

4. Θέμα για πλατύτερη επεξεργασία: Κοιτάζοντας τα σωζόμενα του Σολωμού , θα έλεγα: α) Σχετικά με το στίχο? ότι έχει τόνους ιταλικούς ως τον Κρητικό , όπου φαίνεται καθαρά η καταβολή του Ερωτόκριτου . Ο ήχος ο αποκλειστικά δικός του φαίνεται στα αποσπάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων και στον Πόρφυρα . β) Σχετικά με την πρόζα το πράγμα που μου δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα είναι η Γυναίκα της Ζάκυνθος , που πρέπει να έπαψε να τη δουλεύει το Δεκέμβρη του 1829, κείμενο απαλλαγμένο και αυτό από ιταλικούς τόνους. Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσέξει κανείς τη διαφορά ήχου ανάμεσα στη Γυναίκα και στους στίχους που γράφει τον ίδιο καιρό. Σ' αυτούς, ίσως να είναι η στιχουργική, στην οποία έχει πολύ ασκηθεί ιταλικά, που τον παρασέρνει. Όπως και να' ναι, εκείνο που μπορώ να ιδώ είναι ότι τέτοια κείμενα, που ονομάζω ελληνικά, βγαίνουν από το βαθύτερο κοίτασμα της ύπαρξής του.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.