ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας

Ὑπό Ἐπισκόπου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου

Madonna Advocata

Ἡ ὀνομασία  «Ἁγιοσορίτισσα» [1]  εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις  «ἁγία»  καί  «σορός»  καί δηλώνει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φυλασσόταν στό ἱερό παρεκκλήσι τῆς  «Ἁγίας Σοροῦ », στόν περίφημο ναό τῶν Χαλκοπρατείων [2]  στήν Κωνσταντινούπολη, μέ θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό [3] , ἐκεῖ πού ἦταν ἡ Ἁγία Σορός (ἡ Ἁγία Ζώνη) τῆς Θεοτόκου. Κτήτορες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Σοροῦ, πού ἦταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β΄(565-574) καί ἡ αὐγούστα Σοφία [4]. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408) ἦταν αὐτός πού ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία νά μεταφέρει τήν Ἁγία Ζώνη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ  φρικτή καί ἀειλαμπῆ κιβωτό [5]  στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία (450-453) [6]. Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζεται στίς 31 Αὐγούστου [7].

 

Ιουστίνος Β΄ και Σοφία
Ιουστίνος Β΄
Αυτοκράτορας Αρκάδιος
Νόμισμα με την αυτοκράτειρα Πουλχερία
Σκηνή από ελεφαντόδοντο της Τριέρης όπου απεικονίζονται ο Θεοδόσιος Β' και η Πουλχερία
Η Παναγία παραδίδει στον Απόστολο Θωμά την Αγία Ζώνη, Έργο Benozzo Gozzoli, Πινακοθήκη Βατικανού
Αγία Ζώνη
Κατάθεση Τιμίας Ζώνης στο ναό των Χαλκοπρατείων, ρώσικη εικόνα
Κατάθεση Αγίας Ζώνης στο ναό των Χαλκοπρατείων
Η παράδοση της Αγίας Ζώνης στον Απόστολο Θωμά, 1470-75, Mουσείο San Miniato, Ιταλία

Τά Χαλκοπρατεῖα ἦταν συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κλήθηκε ἔτσι, διότι ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔκειτο σέ αὐτή ὁ ἔμβολος (στοά), ὅπου βρίσκονταν τά ἐργαστήρια κατασκευῆς καί ἐμπορίου χάλκινων άντικειμένων [8]. Ἡ συνοικία ἦταν γνωστή καί ὡς ἡ συνοικία τῶν «Χαρτοπρατείων», ἐξαιτίας τῆς ὕπαρξης ἐργαστηρίων γραφικῆς ὕλης [9].

Χάρης της Κωνσταντινούπολης με τα χαλκοπρατεία στο άνω μέρος Αναπαράσταση αρχιτεκτονικού σχεδίου της εκκλησίας της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων

Ἡ   Θεοτόκος τῶν Χαλκοπρατείων ἀποτελεῖ τή σημαντικότερη ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀφιερωμένη στήν Παναγία μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ ναοῦ τῆς   Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Βρίσκεται βόρεια τοῦ Πατριαρχείου καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό συγκρότημα τῆς  Ἁγίας Σοφίας [10]. Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τῆς  τρίκλιτης βασιλικῆς  μέ μία τρίπλευρη ἀψίδα καί  νάρθηκα  στά δυτικά. Δυτικότερα ὑπήρχε τρίστωο  αἴθριο  μέ διαστάσεις παρόμοιες μέ ἐκείνες τοῦ αἰθρίου τῆς  βασιλικῆς τοῦ Στουδίου [11]. Στή διάρκεια τῆς ἱστορίας του, ὁ ναός ἔγινε θέατρο σημαντικῶν γεγονότων. Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ ἡ ἐκκλησία χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικός ναός γιά πέντε χρόνια (532-537), ἀπό τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Σοφίας, στίς πυρκαγιές τῆς  στάσης τοῦ Νίκα, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἰουστινιάνειου ναοῦ [12]. Στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων συνῆλθε ἡ  Σύνοδος  τοῦ 536, πού ἀναθεμάτισε τούς  μονοφυσίτες  καί τόν μονοφυσίτη πρώην  πατριάρχη Ἄνθιμο Α΄ [13] . Ὁ αὐτοκράτορας  Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός  (1081-1118), ἐξαιτίας τῆς σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσης, προχώρησε στή δήμευση ἐκκλησιαστικών ἀντικειμένων, γιά νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἐπιθέσεις τῶν Νορμανδῶν [14]. Ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων ἀφαιρέθηκαν τότε οἱ χρυσές θύρες. Ὡς ἀποζημίωση ὁρίσθηκε ἕνα ἐτήσιο κονδύλιο ἀπό τό βασιλικό ταμεῖο [15]. Τέλος, τήν περίοδο τῆς  Λατινοκρατίας  ὁ ναός χρησιμοποιή-θηκε ἀπό τόν λατινικό κλῆρο [16]. Ἐλάχιστα τμήματα τοῦ μνημείου διατηροῦνται σήμερα [17].

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αγιογραφεί την εικόνα της Παναγίας. Αρχές 17ου αιώνα, Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας θεωρεῖται ἡ ἀρ-χαιότερη ἐγκαυστική εἰκόνα μέ τόν συγκεκριμένο εἰκονογραφικό τύπο πού χρονολογεῖται ἀπό ἱστορικούς ἀπό τόν 2 ο  μέχρι τόν 5 ο  αἰώνα [18]  καί εἶναι κατά τήν παράδοση ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ [19].

Ἐντάσσεται στήν κατηγορία τῶν  ἀχειροποίητων  εἰκόνων, ἀφοῦ καί πάλι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου οἱ Ἀπόστολοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἁγιογράφησης ἀλλά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας τελειώθηκε διά θαύματος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς θείας μορφῆς τῆς δεομένης Θεοτόκου εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ θεία παρέμβαση.

 

Αγία Ευδοκία, Καθεδρικός ναός Αγίου Aλεξάνδρου Νέφσι, Σόφια - Βουλγαρία
Έγχρωμη πέτρα σε μάρμαρο που απεικονίζει την Αιλία ως Αγία Ευδοκία, 10ος -11ος αιώνας, πριν στη Μονή του Λιβός, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.
Κωνσταντινουπολίτικο νόμισμα με εικόνα της Αιλίας Ευδοκίας.

Ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στά Ἱεροσόλυμα μέχρι πού ἡ αὐγούστα Εὐδοκία [20]  (421-443,  †  13 Αὐγούστου) τή μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη [21]. Ἡ ἱερά εἰκόνα, πού εἶναι τό πιθανό ἀρχέτυπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, τοποθετήθηκε στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων [22]  «ἐν ᾧ παννυχίδα καί λιτήν κατά πᾶσαν τετράδα ἐθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ὅ πηγάζει λαμπάς» [23].

 

Παναγία Αγιοσορίτισσα

Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ἀνώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τρεῖς Ἕλληνες ἐξόριστοι, ὁ Σέρβηλος, ὁ Κέρ-βηλος καί ὁ Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού ἀφιε-ρώθηκε στήν Παναγία καί ἀναφέρεται στίς πηγές ὡς  Sancta Maria Tempuli [24]. Στή Ρώμη πρέπει νά ἔφθασε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου)   [25] , ὁ ὁποῖος συνδεόταν μέ τούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀφοῦ εἶχε διατελέσει ἀποκρισάριος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης στήν αὐτοκρατορική αὐλή [26].

 

Santa Maria Del Rosario
Εσωτερικό ναού
Santa Maria del Rosario
Gregory Mangno
Γρηγόριος ο Διάλογος
Λείψανα Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, Ναός Αγίου Πέτρου, Βατικανό

Κάποτε κάποιοι ἱερεῖς τῆς Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Λατερανοῦ προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τῆς μεταφορᾶς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε θαυματουργικά στό ναό ἀπό τόν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε.

Ὅταν κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἡ Ρώμη ὑπέφερε ἀπό τόν λοιμό τῆς πανώλης, ὁ Ἅγιος ἐπικαλέ-σθηκε γιά τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων τή χάρη τῆς Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εἰκόνα της. Ὅταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔφθασε κοντά στόν τάφο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ, στό κάστρο τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ πού ἔβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ἐνῶ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλαν τόν ὕμνο  «Χαῖρε, Βασίλισσα τοῦ κόσμου» . Ἡ Παναγία, πού εἶναι τό πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἔκανε τό θαῦμα της. Ὁ λοιμός σταμάτησε [27].

Το κάστρο του Αγίου Αγγέλου, Ρώμη

Ἡ μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας εἶναι μία δεόμενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή ἀγωνίας καί τήν ἱκεσία τοῦ πιστοῦ, τήν προσευχή του, τήν ἐλπίδα του γιά τό αὔριο, τήν ἐμπειρία τῆς χάριτός της, γιατί αὐτή εἶναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τοῦ λαοῦ της. Γι' αὐτό καί ἐμεῖς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εἰκόνα Της ἀναφωνοῦμε μέ τρυφερότητα:  «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι ἀπό κάθε κακό ἐλευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υἱό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας». 


[1] G. Schlumberger, Sigillofraphie de l' Empire Byzantin, Paris 1884. σελ. 38. N. Kondakov, Ιkonografiia Bogomateri, τόμ. ΙΙ, S. Petersburg 1914-15, σελ. 294-315, εἰκ. 162-176. J. Eber - solt, Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople, Paris 1921, σελ. 57. Γ. Σωτηρίου, «Ἡ Χριστιανική καί Βυζαντινή εἰκονογραφία », Θεολογία 27, 1, 1956, σελ. 11: «Εἰκών τῆς Ἁγιοσοριτίσσης : Περίφημος εἰκών, τύπου δεομένης ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, τιμωμένη εἰς τόν ὁμώνυμον, παρά τήν συνοικίαν τῶν Χαλκοπρατείων ὑπό τῆς Πουλχερίας ἱδρυθέντα ναόν, τόν ἐπιλεγόμενον τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ ζώνη τῆς Θεοτόκου...». S. Der Nersessian, Two Images of the Virgin Mary in the Dumbarton Oaks Collection, DOP 14 (1960), σελ. 77-86. Μ. Αndaloro, Note sui temi iconografici della Deesis e dell' Haghiosoritissa, RIAS 17 (1970), σελ. 85-153. Κ. Καλοκύρη, ¨Η Θεοτόκος εἰς τήν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 55, 70-71. Χρ. Μπαλτογιάννη, Ἡ Παναγία στίς φορητές εἰκόνες, Μήτηρ Θεοῦ, σελ. 147-148.

[2] Ὁ Ρ. Gilles στά μέσα τοῦ 16ου αίώνα σημειώνει ὅτι τά Χαλκοπρατεῖα δέν βρίσκονταν μακριά ἀπό τό Μίλιον, βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ, 32, Scriptores Oroginum Constantinopolitanum (ἔκδ. Τ H. Preger), σελ. 226-227. Petrus Gyllius, De topographia Constantinopoleos et de illius antiquatibus (Lyon 1561), II.21. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia », Echos d' Orient 23 (1924), σελ. 36-37.

[3] Ἀπό τίς πηγές γνωρίζουμε ὅτι μέ τίς ἐπισκευές τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Β΄ ὀ ναός ἀπέκτησε φατνωματική ὀροφή ἐπενδεδυμένη μέ πολύτιμο μέταλλο καί θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό, Μango, C., The Chalkoprateia Annunciation and the preeternal Logos, Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 17 (1993/4), σελ. 165.

[4] Τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ ἦταν χωριστό καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν κυρίως ναό καί συγκεκριμένα μέ τό βόρειο κλίτος. Αὐτό συμπεραίνεται καί ἀπό τήν περιγραφή τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ὅπου άναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης «διά τῆς πλαγίας τοῦ ἀριστεροῦ μέρους (τοῦ θυσιαστηρίου) ἐξελθών, εἰσέρχεται εἰς τήν Ἁγίαν Σορόν καί στάς ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν...», Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου τάξεως, P. G., 112, σελ. 404-408, 408. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 82, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Οἱ πηγές μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη δύο παρεκκλησίων, τῆς Ἁγίας Σοροῦ καί τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Βλ. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske, J. J. (ἐπιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 31.49· Lackner, W. (ἐπιμ.), «Ein byzantinisches Marienmirakel », Βυζαντινά 13.2 (1985), σελ. 853.

[5] Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalis, 16, σελ. 511.

[6] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ράμφου, Ἁγιολογικά Μελετήματα, σελ. Γ11-12, Ἀθήναι 1987. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 79, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30. Müller -Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76. Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 237, 239. Πρβλ. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495. Φασουλάκη Σ.-Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία του Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13. Σκαρλάτου τοῦ Βυζαντίου Δ., Κωνσταντινούπολις Α΄ (Ἀθῆναι 1851), σελ. 460. Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀλεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.

[7] «Τῇ ΛΑ΄ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τό ὄντι ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπό τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας ἐπί Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως», Συναξάρι ἡμέρας, Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 2006, σελ. 409. «Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ὑπευρευλογημένης θεόπαιδος, έν ᾧ ἀγγέλων στρατιαί ὑπηρετοῦσιν ἀδιάλειπτα καί κύκλῳ τῆς ἀειλαμοῦς σοροῦ παρίστανται.. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς παναχράντου δεσποίνης ἡμῶν. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς δεδοξασμένης μητρός τοῦ Θεοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς μητρός τοῦ βασιλέως Χριστοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἀπειρογάμου νύμφης τοῦ ἀκαταλήπτου Πατρός. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῶν ἁπάντων ναῶν τῆς πανάγνου ὑπέρτερος. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἁπάντων χριστιανῶν προστασίας καί σκέπης. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς πανυμνήτου καί παμωμήτου κόρης. Σήμερον ναός τῆς παντευλογήτου καί τιμίας νεάνιδος καί τῆς τῶν προφητῶν κορωνίδος ἐγκαίνισται, ἐν ᾧ παραλυτικοί ἀνορθοῦνται, ἀόμματοι τό βλέπειν ἀπολαμβάνουσι, ῥιγῶντες καί πυρέττοντες ἐξιῶνται. Ἀέναος γάρ ἡ βρύσις τῶν αὐτῆς θαυμάτων ἑκάστοτε», Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalia 16, σελ. 512-513.

[8] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος, σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Ψευδο-Κωδινοῦ, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, Τ. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907, ἀνατ. 1975), σελ. 227. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia », Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-37.

[9] Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia », Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-37.

[10] Πασπάτη Ἀ., Τά βυζαντινά ἀνάκτορα καί τά πέριξ αὐτῶν ἱδρύματα. Μεθ ' ἑνός χάρτου τοπογραφικοῦ (Ἀθῆναι 1885), σελ. 84.

[11] Mathews T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30.

[12] Müller -Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76.

[13] Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002, σελ. 691-694. Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 239.. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495.

[14] Φασουλάκη Σ.-Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία τοῦ Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13.

[15] Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀλεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.

[16] Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 237, 239.

[17] Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 28.

[18] Ὁ H. Β elting χρονολογεῖ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας περί τόν 6ο αἰώνα, βλ. Hans Belting, Likeness and Presence, A History of the Image before the Era of Art, σελ. 320, εἰκ. 190, πίν. V, University of Chicago Press, 1997. Περί τῆς μοναδικότητας τῆς εἰκόνας γράφει καί ἡ Ἀ. Μπιτσάνη στό ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου », Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. M. Andaloro, Note sui temi iconografici della Deesis et della Hagiosoritissa, Riasa 17, 1970, σελ. 127-128. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.

[19] Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Vladimir Koudelka, Le Una icona d' Oriente nel cuore dell' Occidente Cristiano, σελ. 136.

[20] Ἡ βασίλισσα Εὐδοκία παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα ἐπί πολλά ἔτη καί ἀνήγειρε τό ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ ὁποίου ἱερά λείψανα ἔφερε μαζί της στή Βασιελύουσα περί τό τέλος τοῦ 439, ἔκτισε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια, πτωχοκομεῖα καί γηροκομεῖα, βλ. Ἰω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Εὐδοκία», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 5ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 1021. Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 152. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Μ. Εὐθυμίου, ἐκδ. Schwartz, Leipzig 1939, σελ. 152. Βασ. Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1978, σελ. 226.

[21] Πρόκειται γιά τό κείμενο τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου (6ος αἰώνας) «ὅτι ἡ Εὐδοκία τῇ Πουλχερίᾳ τήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, ἥν ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς καθιστόρησεν, ἐξ Ἱεροσολύμων ἀπέστειλεν», Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκλογαί ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Α΄, P. G. 86, σελ. 165. Βλ. André Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l'art chrétien antique, Collége de France, ΙΙ, Paris 1943–1946, σελ. 348. Vladimir Koudelka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Una icona d' Oriente nel cuore dell' Occidente Cristiano, σελ. 141. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.

[22] Ἀγγελικῆς Μπιτσάνη, ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 114, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.

[23] Νικηφόρου Καλλίστου, P. G. 147, 41 ἑξ.

[24] Ἡ ὀνομασία Τ empuli ἑρμηνεύθηκε ὡς ἡ λατινική ἀπόδοση τοῦ «Σορίτισσα», βλ. Ch. Baltoyanni, The icon of Haghiosoritissa and the Eleousa, στό Mother of God, Representations of the Virgin in Byzantine art, (ed. M. Vassilaki), Milan 2000, σελ. 148. http://romanchurches.wikia.com/wiki/Santa_Maria_in_Tempulo. Ὑπάρχει ὅμως καί μία διαφορετική ἑρμηνεία πού τή συσχετίζει μέ τό ὄνομα τοῦ Τέμπουλου (Tempulus) τοῦ ἑνός ἀπό τούς τρεῖς ἀδελφούς στήν κατοχή τῶν ὁποίων περιῆλθε ἡ εἰκόνα. Λεπτομερής ἀνάλυση τῆς σχετικῆς ἄποψης βλ. στό Vladimir Koudelka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Vladimir Koudelka, Una icona d' Oriente nel cuore dell' Occidente Cristiano, σελ. 135. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Σήμερα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στό γυναικεῖο μοναστήρι τῶν Ἁγίων Δομηνίκου καί Σίξτου στή Ρώμη, ὅπου ἐγκαταβιοῦν ἔγκλειστες μοναχές, πού εἶναι γνωστό καί ὡς ναός τῆς Santa Maria del Rosario.

[25] Vladimir Koudelka, Una icona d' Oriente nel cuore dell' Occidente Cristiano, σελ. 140 : «Quest' ultimo descrisse una tradizione sulla prezenza dell' icona a Roma già nell ' anno 590, nel tempo di papa Gregorio Magno (590-604)».

[26] Παρέμεινε ἀποκρισάριος ἀπό τό 579 μέχρι τό 585, βλ. Βασιλείου Μουστάκη, «Γρηγόριος ὁ Α΄», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος14ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 820. Ε. Γ. Παντελάκη, «Γρηγόριος ὁ Α΄», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1929, σελ. 726. Eugen H. Fischer, Gregor der Grosse und Byzanz, Ein Beitrag zur Geschichte der päpstlichen Politik, Weimar 1950.

[27] San Domenico e il monastero di San Sisto all' Appia, Raccolta di studi storici, tradizioni e testi d' archivio, Storia e legenda della Madonna di San Sisto, σελ. 101.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.