ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η συμβολή του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου (Φιλιππίδη) στη διεκδίκηση των δικαίων του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τη Διεθνή Διάσκεψη των Παρισίων (1919)

Αθηνά Ν. Κονταλή,
Δρ Θεολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Η κατάρρευση των αυτοκρατοριών και η Γενοκτονία των Χριστιανών (1914-1923), Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2023, εκδ. Αρχονταρίκι, σελ. 381-394.

Ο Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1881 στη Γρατινή Ροδόπης (1). Μετά την προαγωγή του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Κωνσταντίνου (Αράπογλου) στη Γεροντική Μητρόπολη Κυζίκου (2) και την κένωση του θρόνου του, η τοπική ελληνική κοινότητα, εκτιμώντας την παιδεία, τις διπλωματικές ικανότητες και την ποιμαντική εμπειρία του Χρύσανθου, αρχιδιακόνου μέχρι τότε της οικείας Μητροπόλεως (1903-1907) (3), στράφηκε προς το πρόσωπό του (4). Οι κάτοικοι αιτήθηκαν με την αποστολή τηλεγραφημάτων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, την εκλογή του Χρύσανθου στη Μητρόπολή τους (5). Πράγματι, η επιθυμία των Ποντίων εισακούστηκε και την 18η Μαΐου του 1913 ο Χρύσανθος, σε ηλικία μόλις 32 ετών, εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντος (6).

Το 1914 και ενώ οι ομαδικές εκτοπίσεις πληθυσμών που είχαν εκκινήσει από τη Θράκη και τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας, επεκτάθηκαν με ταχείς ρυθμούς προς την Ανατολή, ο Χρύσανθος κατόρθωσε με τα πνευματικά του χαρίσματα, την πειθώ των λόγων του και την προσωπική του παρουσία να αναχαιτίσει στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας την πορεία του κύματος των διωγμών (7).

Τον Απρίλιο του 1916 ο Χρύσανθος αναλαμβάνει την πολιτική διοίκηση της Τραπεζούντας από τον Τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατόρθωσε να επεκτείνει αποτελεσματικά την προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδοπόλης και Χαλδείας. Ακολουθώντας μία συνετή πολιτική ο Χρύσανθος πέτυχε ώστε να αποσοβήσει μεγαλύτερα δεινά για την περιοχή του Ανατολικού Πόντου από αυτά που βίωσε μετά την ανακατάληψή του από τον οθωμανικό στρατό αλλά και επιχείρησε να δημιουργήσει προϋποθέσεις αυτονόμησης όλου του Πόντου. Αυτό επιχειρήθηκε από την πλευρά του Χρύσανθου «όταν είχε αλλάξει το ρωσικό καθεστώς και συζητούνταν το μέλλον των κατεχόμενων περιοχών βάσει και των εξαγγελιών για μη προσάρτησή τους στο ρωσικό κράτος και παράλληλα υπήρχε αντάρτικο στο δυτικό Πόντο και η Ελλάδα είχε εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, οπότε με περισσότερο ρεαλιστικές προοπτικές και διακυβεύοντας λιγότερα μπορούσε να προχωρήσει σε πιο δυναμική διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του Πόντου» (8). Πράγματι, η Ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε έγκριση του σχεδίου του Χρύσανθου, αν και με κάποια επιφυλακτικότητα αναφορικά με την αίσια έκβαση του εγχειρήματος και αυτονόητα της μεταφοράς ενός σημαντικού αριθμού Ελλήνων. Για τον λόγο αυτό συνέστησε συνεργασία με την πλησιόχωρη Ρωσία (9).

Η διετής προεδρία του Χρύσανθου συνέβαλε στην αρμονική συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι την περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου (30.10.1918), η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στην περιοχή του Πόντου και ο ίδιος αποτελεί τη δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών και σπουδαίο σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού (10). Ο ίδιος υπήρξε άνθρωπος συναινετικός και ηπίων τόνων και προσπάθησε να υλοποιήσει με κάθε μέσο την πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να συμπορεύεται, δηλαδή, η Εκκλησία κατά το δυνατόν με την πολιτική της κυβέρνησης της Ελλάδας (11).

Η κυβέρνηση του Βενιζέλου σε ένα γενικό επίπεδο αρχών ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων. Παρά ταύτα, στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι υπέβαλε υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Πόντος εντασσόταν στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος (12). Ο Βενιζέλος, εξαιτίας της πίεσης που του άσκησαν οι «Συμμαχικές Μεγάλες Δυνάμεις», δεν συμπεριέλαβε το σημαντικό ζήτημα του Πόντου στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων. Μάλιστα, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ποντίων συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην Αρμενική Δημοκρατία, καθώς την ίδια χρονική περίοδο και οι Αρμένιοι αγωνίζονταν για να επιτύχουν την εθνική τους αυτοσυνειδησία και αυτοδιάθεση (13). Τούτο συνέβη δυστυχώς, διότι ο Βενιζέλος είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο της Αρμενικής Αντιπροσωπείας στο Παρίσι την προσάρτηση του Βιλαετιού της Τραπεζούντας στο υπό ίδρυση Αρμενικό Κράτος. Για τον λόγο αυτό είχε καταθέσει και σχετικό υπόμνημα στη Διάσκεψη, το οποίο ερχόταν ευθέως σε αντίθεση με το αίτημα των Ελλήνων του Πόντου για την ίδρυση ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Η πρόταση του Βενιζέλου για συσχέτιση του ποντιακού ζητήματος με το αρμενικό βασιζόταν στο προσωπικό ενδιαφέρον του Προέδρου των Η.Π.Α. Τόμας Ουίλσον για τους Αρμένιους, αλλά και την ανάγκη των τελευταίων να αποκτήσουν πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα (14). Επιπλέον, ο Βενιζέλος προέκρινε τη στενή συνεργασία Αρμενίων και Ποντίων ως την ενδεδειγμένη λύση καθώς απάλλασσε την Ελληνική κυβέρνηση από την υποχρέωσή της προς τον Ποντιακό Ελληνισμό (15).

Το γεγονός αυτό, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ελλήνων του Πόντου που με έντονα διαβήματα και συνεχή υπομνήματα, εξέφραζαν την οργή και την αγανάκτησή τους σε εφημερίδες και περιοδικά, και σε άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους πολιτικούς ή εκπροσώπους (16). Καθίσταται όμως, σαφές ότι παρά τις ειλικρινείς και φιλότιμες προσπάθειές τους, αντιμετώπιζαν θεωρητικά και αποσπασματικά το ζήτημα του Πόντου, χωρίς να οδηγούν σε κάποια πιθανότητα ευνοϊκής επίλυσής του.

Ο Χρύσανθος επισημαίνει στις «Βιογραφικές Αναμνήσεις» του, που δημοσίευσε ο ανιψιός και εκτελεστής της διαθήκης του Γεώργιος Τασούδης (17) και αποτελεί τη βασική πηγή για το πρόσωπο και τη δράση του μέχρι το 1920 (18), ότι κλήθηκε με τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συμμετάσχει στην επιτροπή, η οποία θα μετέβαινε στη Διάσκεψη των Παρισίων, όπου διεξάγονταν οι διαβουλεύσεις του Συνεδρίου της Ειρήνης (1918-1919) (19). Πιο συγκεκριμένα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρακολουθώντας την αρνητική εξέλιξη του ποντιακού ζητήματος προχώρησε στη συγκρότηση Επιτροπής με πρόεδρο τον τοποτηρητή του Θρόνου Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο (1908-1921) , τον Αλέξανδρο Παππα μέλος του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου και τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προκειμένου να εκπροσωπήσει τους Πόντιους στο Συνέδριο Ειρήνης (20) και να επιτύχει με τον τρόπο αυτό μία ευνοϊκή λύση (21).

Η γνησιότητα του ορθόδοξου βιώματος του Χρύσανθου και η προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον απομάκρυναν από φανατισμούς και εκδικητικές τάσεις τόσο απέναντι στα άλλα χριστιανικά δόγματα όσο και το Ισλάμ, γεγονός που «τον καθιστούσε υπερασπιστή των δικαίων και των δικαιωμάτων τους» (22). Με το κύρος και την ακτινοβολία του ασκούσε επίδραση σε κάθε τομέα της εκκλησιαστικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής στον ποντιακό χώρο (23).

Ο Χρύσανθος υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για τη διεθνοποίηση του ποντιακού ζητήματος στη Διάσκεψη του 1919 και προσπάθησε να ενημερώσει τις ηγέτιδες Μεγάλες Δυνάμεις για την αναγκαία και επιβεβλημένη δημιουργία της Αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των πολιτικών ηγετών ο Χρύσανθος εισέπραξε την κατανόηση και σε γενικές γραμμές τη θετική ανταπόκρισή τους, με εξαίρεση τους Άγγλους αντιπροσώπους, στα αιτήματα των Ελλήνων του Πόντου (24).

Το Συνέδριο Ειρήνης, που είχε ξεκινήσει τις εργασίες του τον Ιανουάριο του 1919 στο Παρίσι, είχε ως στόχο τη διευθέτηση του μεταπολεμικού κόσμου. Συμμετείχαν τριάντα πολυμελείς αντιπροσωπείες των αντίστοιχων ενδιαφερομένων κρατών αλλά και εκπρόσωποι εθνικών, μειονοτικών, οικονομικών και θρησκευτικών ομάδων που επιδίωξαν να συμμετάσχουν προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους (25).

Ο Βενιζέλος αρχικά δεν επιθυμούσε την παρουσία της Πατριαρχικής Επιτροπής στο Παρίσι, καθώς θεωρούσε ότι δεν θα μπορούσε να συνεισφέρει στον διπλωματικό αγώνα. Ύστερα όμως από την επιμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο επανήλθε με δεύτερο τηλεγράφημα σε εκείνον, τελικά επέτρεψε τη μετάβαση της Επιτροπής στο Παρίσι. Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1919 ο Χρύσανθος αναχώρησε από την Τραπεζούντα για την Κωνσταντινούπολη, μέσω Βατούμ, το οποίο είχε αναδειχθεί σε κέντρο των Ελλήνων του Πόντου (26). Επομένως, προκρίθηκε ως ο καταλληλότερος τόπος για τη σύγκλιση των δύο Συνεδρίων των Ποντίων. Από τις επιστολές του τότε υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι ενθουσιαστικές απηχήσεις για την ορθότητα των εθνικών χειρισμών του Χρύσανθου (27).

Κατά τη συνεδρίαση των εκεί Ελλήνων, ως επίτιμος πρόεδρος ο Χρύσανθος χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής τους ως εξής: «1. τη μη συνεννόηση με τους μουσουλμάνους, 2. την τήρηση φιλικής στάσης προς τους Αρμένιους και 3. την αποφυγή οποιασδήποτε αρνητικής δράσης εναντίον των Συμμάχων» (28).

Μετά το Βατούμ ο Χρύσανθος έκανε μία στάση στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε με τον αρμοστή της Ελλάδας Ευθύμιο Κανελλόπουλο (18761933). Εκεί συγκροτήθηκε μία τριμελής επιτροπή των αλύτρωτων Ελλήνων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με στόχο την προώθηση της απελευθέρωσης των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τη διαφωνία του Βενιζέλου ως προς τη χρησιμότητά της (29). Στη συνέχεια και κατευθυνόμενος προς τη Μασσαλία, ο Χρύσανθος ασθένησε βαριά από ισπανική γρίπη και τέθηκε σε κίνδυνο η ζωή του. Ύστερα από δύο μήνες και αφού ανάρρωσε πλήρως, έφθασε στο Παρίσι, στις 29 Απριλίου 1919. ως μέλος αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο τοποτηρητής του πατριαρχικού Θρόνου Δωρόθεο (30). «Οι αντιπροσωπείες των Ποντίων της Διασποράς αναγνώρισαν τον Χρύσανθο ως εκπρόσωπο των Ρωμιών του Πόντου. Η διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των οργανώσεων της διασποράς και του Χρύσανθου ήταν ότι εκείνος μιλούσε και ως εκπρόσωπος ολόκληρου του μικρασιατικού Πόντου («συνδιοίκηση του Πόντου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων της χώρας»), το ανατολικό τμήμα του οποίου είχε ήδη διοικήσει στην περίοδο της ρωσικής κατοχής» (31). Η παρουσία του Χρύσανθου στο Παρίσι απέβλεπε με κάθε τρόπο στο να μεταπείσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να μεταστραφεί η στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως απέναντι στις δίκαιες διεκδικήσεις των Ελλήνων του Πόντου, στόχος που επιτεύχθηκε, αφού προκρίθηκε η λύση για την ίδρυση Αυτόνομου Ποντιακού Κράτους στο πλαίσιο μιας Ποντοαρμενικής Συνομοσπονδίας (32).

Τη μεγαλύτερη δύναμη στο Συνέδριο της Ειρήνης είχαν οι Δυνάμεις της Αντάντ, ιδιαίτερα η Αγγλία με τον πρωθυπουργό της Λόιντ Τζορτζ, η Γαλλία με τον πρωθυπουργό της, Ζωρζ Κλεμανσώ και η Ιταλία με τον πρωθυπουργό της, Βιττόριο Ορλάντο. Ανάλογης βαρύτητας ήταν η παρουσία των Η.Π.Α. με τον πρόεδρο Τόμας Γούντροου Ουίλσον (33). Ο Κλεμανσώ, όπως και άλλοι παράγοντες του Συνεδρίου, παρότρυναν τον Χρύσανθο να απευθυνθεί για βοήθεια στον Ουίλσον λόγω της καθοριστικής θέσης που εμφανιζόταν ότι είχε αλλά και των εξαγγελιών του περί αυτοδιάθεσης (34). Με τον τρόπο αυτό η γαλλική πλευρά απέφυγε επιμελώς τη συμμετοχή της στις συζητήσεις για αποστολή συμμαχικών δυνάμεων στην Αρμενία (35).

Ο Χρύσανθος, πριν συναντηθεί με τον Ουίλσον, ήρθε σε επαφή με τον Βενιζέλο και συζήτησαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έθετε το ζήτημα (36). Πράγματι, ο Χρύσανθος συναντήθηκε στις 16 Μαΐου 1919 με τον Ουίλσον στον οποίο παρουσίασε την πρότασή του για ίδρυση Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου υπό Ελληνική εντολή. Ο Ουίλσον υπήρξε απόλυτα θετικός απέναντι στον Μητροπολίτη λέγοντάς του: «Είναι, θαυμάσια τα όσα μου λέτε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος. Μίαν ψήφον έχω εις την Συνδιάσκεψιν, αλλά θα την διαθέσω υπέρ του λαού σας» (37). Βέβαια όλα αυτά ήταν λόγοι συμπαθείας και παρηγορίας, άφού ο Μητροπολίτης δεν μπόρεσε να αποσπάσει καμμία γραπτή επίσημη δέσμευση για βοήθεια προς τους Ποντίους, επειδή φαίνεται πως πραγματική επιδίωξη των Αμερικανών ήταν η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της αναδυόμενης νέας μεταοθωμανικής Τουρκίας.

Ο Χρύσανθος παρουσιάσθηκε ως αντιπρόσωπος όλων των Ποντίων όχι μόνο των Ελλήνων Ορθοδόξων αλλά και των μουσουλμανικών πληθυσμών. Αυτό, χωρίς να το αιτιολογεί στον Ουίλσον, πιθανότατα το έπραξε λόγω της θέσης που είχε επί ρωσικής κατοχής, καθώς δεν είχε κάποια επίσημη εξουσιοδότηση από την τουρκική πλευρά. Ο σκοπός μιας τέτοιας δήλωσης αφορούσε στο γεγονός ότι ο Χρύσανθος ήταν εκπρόσωπος όλων των κατοίκων και ενδεχομένως, επιδίωκε να ισχυροποιήσει τη θέση και τα επιχειρήματά του για την ανεξαρτησία του Πόντου. Ακολούθως, παρουσίασε τα πληθυσμιακά στοιχεία των Ελλήνων, σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες Ορθόδοξοι το 1914 έφταναν τους 600.000 και 250.000 βρίσκονταν στη νότια Ρωσία, ενώ το μουσουλμανικό στοιχείο, το οποίο όμως δεν ταυτιζόταν κατά επισήμανσή του με το τουρκικό, έφτανε τις 850.000 (38).

Ο Χρύσανθος συνέταξε και κατέθεσε στη Διάσκεψη των Παρισίων νέο τεκμηριωμένο υπόμνημα υπογράφοντας ως αντιπρόσωπος των Αλύτρωτων Ελλήνων (39), με βασικό του μέλημα να πείσει τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να κάνουν δεκτό το αίτημα των Ποντίων για την ίδρυση Αυτόνομου Ποντιακού κράτους (40). Προσωρινά, μάλιστα, φάνηκε ότι η εξέλιξη του ποντιακού ζητήματος θα είχε θετική έκβαση, αν αναλογιστούμε και την αγαστή συνεργασία του Χρύσανθου με τον Βενιζέλο (41). Μάλιστα, ο τελευταίος ανασκεύασε τις αρχικές δηλώσεις του, προσθέτοντας στο κείμενο του υπομνήματος τα νέα στοιχεία του Χρύσανθου: «Διαπραγματεύθηκα ελεεινά το ζήτημα. Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δε γνώριζα όσα μου λέτε. Να μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς. Σεβασμιότατε να ξανανθίζετε με τους ενδιαφερομένους τη συζήτηση. Και όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια να με διαψεύσετε» (42).

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφέρουμε τη θετική εκτίμηση του Βενιζέλου για τη συμβολή του Χρύσανθου στη διεκδίκηση των δικαίων των Ποντίων όπως ο ίδιος τη διατύπωσε στον Αλέξανδρο Παππά: «Να είχομεν Διοικητήν εις την Ελλάδα σαν τον 'Αγιον Τραπεζούντος ». Η δεύτερη διατυπώθηκε όταν ο Χρύσανθος με έγκριση του Βενιζέλου ταξιδεύει στην Αγγλία για να επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας στο Λονδίνο και να προωθήσει τις ελληνικές θέσεις. Ο Βενιζέλος μετά την επίσκεψη ειπε: «Ας ίδη... και η Αγγλικανική Εκκλησία ότι έχομεν και ημείς Ιεράρχας άξιους και ζωήν εκκλησιαστικήν».

Το υπόμνημα εκείνο το οποίο γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα, υποβλήθηκε στις 2 Μαΐου 1919 στη Διάσκεψη της Ειρήνης, δημοσίευσε ο ίδιος ο Χρύσανθος στις Βιογραφικές Αναμνήσεις του (45) και μετέφρασε ο Αρχιμ. Πανάρετος Τοπαλίδης (Ο Πόντος ανά τους αιώνες) (46), απαιτούσε από τα μέλη της Συνδιάσκεψης να λάβουν γνώση της τραγικής κατάστασης που επικρατούσε στον Πόντο. Επιπλέον, στο υπόμνημά του «ο Χρύσανθος καθόριζε τα όρια του Πόντου, που περιελάμβαναν το βιλαέτι της Τραπεζούντας, το σαντζάκι της Νικόπολης και της Αμάσειας από το βιλαέτι της Σεβάστειας και το σαντζάκι της Σινώπης από το βιλαέτι της Κασταμονής, ανέφερε τον πληθυσμό των 600.000 Ελλήνων και 250.000 τουλάχιστον προσφύγων στη Ρωσία από το 1880 που περίμεναν να επιστρέφουν» (47).

Στο υπόμνημα του ο Χρύσανθος προτείνει οι διεκδικήσεις να ξεκινούν «από τις εγγυήσεις για ελεύθερη ανάπτυξη σε όλους τους τομείς μέχρι την αυτονομία και την πλήρη ανεξαρτησία ορισμένων διαμερισμάτων, ανάλογα με το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού και τη θέση της περιοχής σε σχέση με τον ελλαδικό χώρο» (48). Πιο συγκεκριμένα, επικαλέστηκε την ασκηθείσα υπό την ηγεσία του αυτοδιοίκηση των εν λόγω επαρχιών (1916-1918) και την ειρηνική συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων. Έδωσε έμφαση στην προσδοκία ότι, αν επέστρεφαν οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, ο ελληνικός πληθυσμός θα ήταν ’ίσος με τον μουσουλμανικό, πόσο μάλλον που ο τελευταίος δεν ήταν εθνολογικά ομοιογενής. Με το υπόμνημα του ο ίδιος υποστήριξε ότι «1. ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου, μετά την επιστροφή των Προσφύγων από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσσία, θα είναι αριθμητικά ίσος με τον αντίστοιχο Μουσουλμανικό, 2. ότι μεγάλο μέρος του Μουσουλμανικού πληθυσμού είναι Ελληνικής καταγωγής οι οποίοι δεν λησμόνησαν, ούτε την προέλευσή τους ούτε την Ελληνική γλώσσα, την οποία και εξακολουθούν να ομιλούν. 3. Ότι υπάρχει μία πολύ ασθενής Αρμένική μειοψηφία, στην περιφέρεια του Πόντου, 4. Ότι οι Τούρκοι αναγνώριζαν ότι οι Έλληνες είναι όχι μόνο ισχυροί διάδοχοί τους αλλά και το μόνο ικανό στοιχείο να διοικήσει την χώρα, όταν καταργήθηκαν οι Τουρκικές αρχές, και ότι οι Τούρκοι ενεχείρησαν στους Έλληνες την Αρχή, πριν από την αναχώρησή τους, 5. ότι και οι Ρώσσοι και οι Αντιπρόσωποι των λοιπών Δυνάμεων σιωπηρώς αναγνώρισαν την τοπική Ελληνική Κυβέρνηση του Πόντου, και ότι εν πάση περιπτώσει αναγνώρισαν ως επικρατέστερη την επιρροή του Ελληνικού στοιχείου. 6. Ότι ο επιτόπιος πληθυσμός της χώρας όχι μόνον αποδέχτηκε την τοπική Ελληνική Κυβέρνηση αλλά επιδείκνυε προς αυτήν απόλυτη εμπιστοσύνη, και τέλος 7. στις δυσκολοτέρες περιστάσεις η τοπική Ελληνική Κυβέρνηση και ο Ελληνικός πληθυσμός υπήρξαν ικανοί ώστε να εξασφαλίσουν απόλυτη τάξη» (49).

Επιπλέον, ο Χρύσανθος, στο ίδιο υπόμνημα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Υπό τοιαύτας συνθήκας. ορθόν είναι και δίκαιον όπως η χώρα του Πόντου αποτελέση αυτόνομον Ελληνικόν Κράτος, συμφώνως προς την ακλόνητον επιθυμίαν του ΕλληνισμούΗ μεγάλη γειτνίασις προς το μέλλον Αρμενικόν Κράτος και αι εμπορικαί σχέσεις και τα κοινά δεινά των δύο λαών σχηματίζουσι μεταξύ αυτών δεσμούς τους οποίους ευχαρίστως θα συνεχίζωμεν» (50). Ολοκλήρωσε το υπόμνημα του με το αίτημα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε: «Είμεθα έτοιμοι να δεχθώμεν προθύμως τον σχηματισμόν δεσμών στενής συνεργασίας μεταξύ των δύο Κρατών, υπό τον ρητόν όμως όρον ότι έκαστον αυτόνομον Κράτος θα έχη απόλυτη ανεξαρτησία» (51).

Πρέπει να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο αίτημα αφορούσε την δημιουργία ενός ελληνικού κράτους και όχι την ανεξαρτητοποίηση του Πόντου. Το τι ακριβώς σήμαινε ένα «ελληνικό κράτος», ο πληθυσμός του οποίου ήταν κυρίως (ή έστω και κατά το ήμισυ) μουσουλμανικός, δεν ήταν κάτι που απασχόλησε το Συνέδριο της Ειρήνης. Απασχόλησε όμως την ελληνική κυβέρνηση. Ο Χρύσανθος αντέτεινε ότι συνεργασία με την Αρμενία μπορούσε να υπάρξει, με την προϋπόθεση όμως ότι οι δύο χώρες θα ήταν ισότιμες και ανεξάρτητες (52). Ζήτησε τη βοήθεια της 'Ελλάδας για να οργανώσει στρατιωτικές δυνάμεις ώστε στον κατάλληλο χρόνο να ανακηρυχθεί η προσωρινή κυβέρνηση του Πόντου που θα διέθετε έναν μικρό στρατό (53).

Για την Ιστορία, στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι ο Βενιζέλος ανέθεσε το ζήτημα στον Συνταγματάρχη πυροβολικού Δημήτριο Καθενιώτη, στον οποίο ειχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο Καθενιώτης συμμετείχε το 1916 ως ταγματάρχης στο κίνημα του Βενιζέλου και έτσι απέκτησε δύο βαθμούς μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια. Πήγε αμέσως, μόλις έλαβε εντολή, στην Κωνσταντινούπολη όπου για πρώτη φορά πληροφορήθηκε τις «στρατιωτικές απόψεις της εκεί ποντιακής οργάνωσης, τις οποίες και απέρριψε υιοθετώντας από την αρχή διδακτικό ύφος» (54). Επίσης, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι στο 'Υπόμνημα του Χρύσανθου ασκήθηκε κριτική αργότερα «ως προς το ελλιπές περιεχόμενό του και κυρίως ως προς το ότι δεν παρουσίαζε τις τουρκικές θηριωδίες στον Πόντο και την εξολόθρευση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού» (55).

Στο πλαίσιο τούτο γενικώς διεξήχθησαν οι διαβουλεύσεις του Μητροπολίτου Χρύσανθου με τον Βενιζέλο και τους Αρμένιους. Ο Βενιζέλος, αν και αποδέχτηκε την πρόταση του Μητροπολίτη, αρκέστηκε στη συνδρομή μόνο της αντιπροσωπείας των Ποντίων, αφήνοντας το όλο θέμα στην απόλυτη διαχείριση της αντιπροσωπείας. Ωστόσο, οι εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους της ποντιακής κοινότητας αλλά και η αδυναμία συνεννόησης με τους Αρμένιους υπονόμευσαν το ενδεχόμενο μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Η στάση του Βενιζέλου απέναντι στον Ποντιακό Ελληνισμό γινόταν ολοένα και πιο απόμακρη. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τα γενικότερα ελληνικά συμφέροντα ούτε να δεχθεί να καθορίζουν τρίτα πρόσωπα τις προτεραιότητές του. Ωστόσο, καθώς οι εκπρόσωποι των Ελλήνων του οθωμανικού κράτους αποτελούσαν έναν παράγοντα που μπορούσε να αξιοποιηθεί, είχε ως αποτέλεσμα ο Βενιζέλος να μην απαξιώσει τον Χρύσανθο (56). Ο τελευταίος, ωστόσο, επισκέφτηκε το Έρεβάν της Αρμενίας και διαπραγματεύθηκε με τους Αρμένιους καθώς επίσης, και με τους μουσουλμάνους του Πόντου μία μορφή Ποντοαρμενικής Συνομοσπονδίας. Όμως, η αμοιβαία καχυποψία των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, με μοιραία κατάληξη λόγω των πολιτικών εξελίξεων. Μάλιστα, η οριστική απάντηση για την αρνητική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων ήτοι Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Αμερικής, διαβιβάστηκε με τηλεγράφημα του Βενιζέλου τον Ιανουάριο του 1920, με καθυστέρηση δέκα μηνών (57). Με τη Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος 1920) πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου στην Ελλάδα, όπως και η προσωρινή κατοχή της Σμύρνης. Τα πάντα όμως ανατράπηκαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή (58).

Σύμφωνα με τον Γεωργανόπουλο, «το υπόμνημα πρόβαλλε περισσότερο την καλή διοίκηση του Χρύσανθου κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής παρά τα ελληνικά αιτήματα. Επιπλέον δεν έκανε καμία αναφορά για το καθεστώς που επρόκειτο να έχει το νέο αυτό κράτος, τη θέση των μουσουλμάνων και τον τρόπο διοίκησης που θα εξασφάλιζε ισότητα στους πληθυσμούς και θα παρουσίαζε μία ρεαλιστική πρόταση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Ακόμη όμως και στην πρόταση για ίδρυση κράτους κάνει το λάθος να το ονομάσει ελληνικό, παραβλέποντας το ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο για το οποίο δεν καθορίζει τη θέση που θα έχει ούτε προτείνει κάποια μέτρα σε περίπτωση αντίδρασης του σε αυτά τα σχέδια. Σωστά βέβαια επέμεινε στα πληθυσμιακά στοιχεία αλλά δεν ανέφερε τίποτε για τους διωγμούς και την εξόντωση των Ελλήνων για να δείξει και την όποια πληθυσμιακή αδυναμία παρουσιαζόταν αλλά και περισσότερο να καταστήσει πρόδηλο ότι οι Έλληνες κινδύνευαν εάν παρέμεναν υπό οθωμανική διοίκηση. Σύγχυση υπάρχει και ως προς τον χαρακτήρα του κράτους και τη σχέση του με το αρμενικό. Χωρίς να αναφέρεται σε ομοσπονδία ή συνομοσπονδία κάνει λόγο γενικά για στενούς δεσμούς, για να προσθέσει όμως στη συνέχεια ότι τα δύο αυτόνομα κράτη θα είναι ανεξάρτητα. Ο όρος αυτόνομος που αναφέρει είναι συγκεχυμένος έτσι όπως τον χρησιμοποιεί. Υπονοεί όμως μάλλον από τα συμφραζόμενα μία αυτονομία εντός μιας ευρύτερης κρατικής οντότητας με τους Αρμενίους, γιατί σίγουρα δεν εννοεί αυτονομία εντός του οθωμανικού κράτους ή μία αυτονομία χωρίς αναφορά σε άλλο κράτος γιατί τότε θα ζητούσε ανεξαρτησία» (59).

Στο Παρίσι, ο Χρύσανθος αναδείχτηκε σε κύριο εκφραστή των διεκδικήσεων του Ποντιακού ζητήματος υποβαθμίζοντας την παρουσία των άλλων Ποντίων αντιπροσώπων, οι οποίοι επίσημα παρευρίσκονταν στη Συνδιάσκεψη (60). Ο ιστορικός Ιάκωβος Μιχαηλίδης αναφέρει σχετικά ότι το φθινόπωρο του 1920, έπειτα από μία περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων με τους ηγετικούς κύκλους του ποντιακού κινήματος, ο Χρύσανθος άλλαξε τελικά άποψη και υποστήριξε ότι η μόνη βιώσιμη λύση ήταν η σύσταση μιας Ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Μάλιστα, σχεδίαζε στρατιωτική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στην περιοχή, αλλά η καθεστωτική μεταβολή την επαύριο των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η ανάδειξη μιας αντιβενιζελικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ματαίωσαν οριστικά τα σχέδιά του. Έτσι ο Ποντιακός Ελληνισμός χάθηκε και ο Πόντος ορφάνεψε!

Το 1922 ο Χρύσανθος μετέβη άπό την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα όπου έδρασε ως αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διατηρώντας τον τίτλο του Μητροπολίτη Τραπεζούντος έως το 1938, οπότε και εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (61).

Τέλος, όταν λίγο μετά την Συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο (11.5.1920) ο Βενιζέλος άκουσε στην Αθήνα τους Πόντιους εκπροσώπους των σωματείων τους να κατηγορούν τον Χρύσανθο για την αποτυχία στον στόχο της αυτονομίας του ελληνικού Πόντου, χωρίς κανένα δισταγμό τον υπερασπίστηκε πλήρως (62), καθώς γνώριζε πολύ καλά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του και την αδιαμφισβήτητη συμβολή του στο ποντιακό ζήτημα.

Ο Χρύσανθος ήταν αναγκασμένος, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών, να ακολουθήσει την κατευθυντήρια αρχή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, να υλοποιήσει δηλαδή τους στόχους του για τον Ελληνισμό του Οθωμανικού κράτους και ταυτόχρονα να προσαρμόζει κατά το δυνατόν την πολιτική δράση του στις επιδιώξεις της κεντρικής ελληνικής πολιτικής (63).

Κατακλείοντας την παρούσα εργασία μας για τη συμβολή του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου στη διεκδίκηση των δικαίων του Ποντιακού Ελληνισμού στη Διεθνή Συνδιάσκεψη των Παρισίων, θα πρέπει να επισημάνουμε την αδιαίρετη και ευθεία στάση του στο αίτημα των Ποντίων. Η εθνική δράση του υπήρξε συνάμα και εκκλησιαστική όπως και η εκκλησιαστική πράξη του ήταν βαθύτατα εθνική. Δίκαιος και αμερόληπτος προς όλες τις πλευρές συγκέντρωνε τον σεβασμό και την εκτίμηση πάντων των λαών που ζούσαν στον Πόντο. Ο ίδιος υπήρξε θεματοφύλακας των στόχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και καλός γνώστης της εθνικής πολιτικής ιδεολογίας του (64). Άλλωστε, εξαιτίας της καθολικότητας της αναγνώρισης της γενναιότητας και ευψυχίας του, του απονεμήθηκε τιμητικά από τον λαό ο τίτλος Πρίγκηψ της Εκκλησίας, χαρακτηρισμός, που αναμφίβολα συμπύκνωνε την ευγνωμοσύνη του για τη μεγάλη προσφορά του. Ο Χρύσανθος άσκησε τον εθναρχικό του ρόλο στη Δύση με σύνεση και σοβαρότητα. Κατάφερε πολλές διπλωματικές επιτυχίες, καθώς ο λόγος του, οι γνώσεις του και η επιχειρηματολογία του έπειθαν και συχνά γοήτευαν τους συνομιλητές του (65). Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι σύμφωνα με μαρτυρίες στα δύσκολα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου φρόντισε για την προστασία όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των μουσουλμάνων της περιοχής της Τραπεζούντας (66).

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση της επόμενης ελληνικής κυβέρνησης διέψευσε τους Ποντίους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και για λόγους τήρησης της αντικειμενικότητας, δεν θα πρέπει να παραθεωρήσουμε το γεγονός ότι η στάση του Βενιζέλου εκτός από πολιτική ήταν και ρεαλιστική, καθώς η χιλιομετρική απόσταση Πόντου και Μητροπολιτικής Ελλάδας θα ήταν αρνητικός παράγοντας στην άμεση διοικητική υπαγωγή του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι ενέργειες του Χρύσανθου ως Εθνάρχη και εκπροσώπου των δικαίων του ποντιακού ελληνισμού μαρτυρούν αυταπάρνηση και αδιάκοπες θυσίες. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται, για άλλη μία φορά, η διαχρονική αλλά θλιβερή διαπίστωση πως οι διεθνείς σύμμαχοι της Ελλάδας όσο πλούσιοι είναι σε υποσχέσεις άλλο τόσο φειδωλοί γίνονται όταν έρχεται η ώρα να τις κάνουν πράξη.


Υποσημειώσεις

(1) Παύλος Αποστολίδης, Μητρ. Δράμας, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης (1913-1923). Η αρχιερατεία του στην Τραπεζούντα, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 30.

(2) Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος , Η Εκκλησία Τραπεζούντος , Εν Αθήναις 1933, σ. 672 .

(3) Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος , σ. 666.

(4)Παντελεήμων Μουτάφης, Μητρ. Μαρωνείας και Κομοτηνής, «Σχέδιον Βιογραφίας του από Τραπεζούντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου», Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας (27-28 Μαΐου 2016), «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης ο από Τραπεζούντος», επιμ. Γ. Τσιγάρας, Κομοτηνή 2018, σ. 28 [σσ. 25-61].

(5)Μουτάφης, «Σχέδιον Βιογραφίας», σ. 25.

(6)Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος , σ. 672.

(7)Αποστολίδης, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος , σ. 41 κ.ε.· Μουτάφης, «Σχέδιον Βιογραφίας», σ. 29.

(8) Ε. Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση κατά το τέλος της Οθωμναικής Αυτοκρατορίας 1916-1922 . Διδ. Διατρ. Θεσσαλονίκη 2007, σ. 72.

(9) Ε. Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων , σ. 72.

(10) Α. Παπαδόπουλος, «Χρύσανθος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο από Τραπεζούντος (1881- 1949)», Αρχείον Πόντου 14 (1949), σ. 212 κ.ε. [σσ. 209-234],

(11) Οδ. Λαμψίδης, «Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια κατά Χρυσάνθου, Μητροπολίτη Τραπεζούντας, και της πολιτείας του (1920, 1921)», Δωδώνη 28 (1999) σ. 90 [σσ. 1-207].

(12) Κ. Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας (27- 28 Μαΐου 2016), «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης ο από Τραπεζούντος», επιμ. Γ. Τσιγάρας, Κομοτηνή 2018, σ. 80.

(13) Γ. Ν. Τασούδης (έπιμ.), Βιογραφικαί Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζοῦντος (1881-1949), Αθήναι 1970, σ. 186· Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σσ. 80-81.

(14) Ευ. Χεκίμογλου, «Η ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου στο Παρίσι και η άρνηση παροχής βοήθειας στους Έλληνες του Πόντου», στο https :// ellinoistorin . gr /? p =35623 .

(15) Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 83.

(16) Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 84.

(17) Θ. Κυριακίδης, «Εκκλησιαστικά και κοινοτικά ζητήματα της Άρχιερατείας του Χρύσανθου Φιλιππίδη στη Μητρόπολη Τραπεζούντας (1913-1923), Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας (27-28 Μαΐου 2016), «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης ο από Τραπεζούντος», επιμ. Γ. Τσιγάρας. Κομοτηνή 2018, σ. 119 [σσ. 119-132].

(18) Λαμψίδης, «Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια», σ. 101.

(19) Π. Βαλσαμίδης, «Πατριαρχική Αλληλογραφία του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου (1913-1923)», Πρακτικά Επιστημονικης Διημερίδας (27-28 Μαΐου 2016), « Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης ο από Τραπεζούντος », επιμ. Γ. Τσιγάρας, Κομοτηνή 2018, σ. 145. [σσ. 133-158].

(20)Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί Αναμνήσεις, σ. 184 κ.ε.· Μουτάφης, «Σχέδιον Βιογραφίας», σ. 29· Βαλσαμίδης, «Πατριαρχική Αλληλογραφία», σσ. 146-147.

(21) Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων, σ. 181.

(22) Λαμψίδης , « Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια », σ. 111.

(23) Λαμψίδης , « Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια », σ. 111.

(24) Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων , ο. 183.

(25) Ρ. Αλβανός, «Διεθνείς διπλωματικές εξελίξεις στο Ανατολικό Ζήτημα: από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μικρασιατική Καταστροφή», Η ιστορία της Μικράς Ασίας, τ. 6, «Εκστρατεία και καταστροφή, 1919-1922», σ. 18 [σσ. 7-75].

(26) Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 81.

(27) Μουτάφης, «Σχέδιον Βιογραφίας», σ. 30.

(28)Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων, σ. 182.

(29)Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων , σ. 183.

(30) Τασούδης (έπιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 187· Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 81.

(31) Χεκίμογλου, «Η ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https :// ellinoistorin . gr / ? ρ=35623.

(32) Χεκίμογλου, «Η ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https :// ellinoistorin . gr / ? ρ=35623.

(33) Ρ. Αλβανός, «Διεθνείς διπλωματικές εξελίξεις στό Ανατολικό Ζήτημα: από τον Α' Παγ­κόσμιο Πόλεμο στη Μικρασιατική Καταστροφή», Η ιστορία της Μικράς Ασίας, τ. 6, «Εκστρατεία και καταστροφή, 1919-1922», σ. 18 [σσ. 7-75].

(34)Τραπεζούντος Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, σ. 772.

(35) Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων, σ. 186.

(36) Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 199.

(37) Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 199.

(38)Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων, σ. 187.

(39)Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνες, σ. 284.

(40) Σ. Πελαγίδης, «Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος ως Εθνάρχης του Αλύτρωτου Ελληνισμού της Ανατολής (1919-1923)», Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας (27-28 Μαΐου 2016), «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης ο από Τραπεζούντος», επιμ. Γ. Τσιγάρας. Κομοτηνή 2018, σ. 62 [σσ. 62-73].

(41)Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 90.

(42) Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 192.

(43) Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 192.

(44) Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σ. 192.

(45)Τασούδης (επιμ.), Βιογραφικαί αναμνήσεις, σσ. 327-332.

(46) Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνες, σσ. 287-288.

(47) Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων, σσ. 183-184.

(48) Τοπαλίδης, Ο Πόντος άνά τους αιώνες, σ. 287-288. Πελαγίδης, «Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος», σ. 65.

(49)Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνες , σ. 287.

(50)Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνες , σ. 287.

(51) Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνες, σ. 288.

(52)Χεκίμογλου, «Η ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https://ellinoistorin.gr/ ? ρ=35623.

(53) Χεκίμογλου, «Ή άτυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https://ellinoistorin.gr/ ? ρ=35623.

(54)Χεκίμογλου, «Ή ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https://ellinoistorin.gr/7p =35623.

(55) Γεωργανόπουλος , Οί προσπάθειες τών Ελλήνων, σ. 184.

(56)Χεκίμογλου, «Ή ατυχής συνάντηση Χρύσανθου-Βενιζέλου», στο https://ellinoistorin.gr/ ? ρ=35623.

(57)Πελαγίδης, «Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος», σ. 71.

(58)Πελαγίδης, «Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος», σ. 71.

(59) Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου , σ. 184.

(60) Φωτιάδης, «Η δημοκρατία του Πόντου», σ. 90.

(61) Κυριακίδης, «Εκκλησιαστικά και κοινοτικά ζητήματα», σ. 132.

(62)Λαμψίδης, «Δυο Τραπεζουντιακά φυλλάδια», σ. 91.

(63)Λαμψίδης, «Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια», σ. 88.

(64) Λαμψίδης, «Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια», σ. 112.

(65) Λαμψίδης, «Δύο Τραπεζουντιακά φυλλάδια», σ. 89.

(66) Π. Παπαδόπουλος, «Η ζωή και το έργο του Χρύσανθου Μητροπολίτη Τραπεζούντος», Αργοναυτης τχ. 149, Μάι.-Ίουν. 2004, σ. 7 [1-8].

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.